Από την Επιτροπή Δεοντολογίας στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης

Μετά την καταδικαστική απόφαση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για την περιβόητη συνέντευξη Σφακιανάκη σε εκπομπή του ΡΙΚ, η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης εξέδωσε τη δική της ετυμηγορία. Η Αρχή εξαντλεί την αυστηρότητα που προνοεί ο νόμος, επιβάλλοντας το πιο ψηλό πρόστιμο και τιμωρώντας επίσης τις επαναλήψεις μετάδοσης.

Θα μπορούσε να λεχθεί ότι μετά την πρώτη, φυσιολογική είναι η δεύτερη απόφαση, κινείται στην ίδια κατεύθυνση. Υπάρχει, όμως μια βασική, πολύ σημαντική επιφύλαξη δεδομένου ότι το κάθε σώμα

έχει σαφώς διαφορετικό έργο και βάση ενεργειών. Έργο της Επιτροπής Δεοντολογίας είναι η τήρηση του επαγγελματικού κώδικα, με ηθικό /δεοντολογικό περιεχόμενο και στόχο. Επομένως, το πεδίο εφαρμογής των κανόνων της είναι και ευρύτερο και αυστηρότερο: Μια ενέργεια που είναι ηθικά επιλήψιμη και καταδικαστέα δεν είναι κατ' ανάγκη τιμωρητέα με βάση το νόμο.

Στο προκείμενο, ο κώδικας καλεί τα ΜΜΕ να αποφεύγουν αναφορές και ενέργειες που “περιέχουν στοιχεία προκατάληψης με βάση φυλή, φύλο κλπ”. Δηλαδή, για τον κώδικα, η απλή παρουσία στοιχείων προκατάληψης είναι επιλήψιμη και επομένως καταδικαστέα. Φυσικά, παραμένει προβληματικό κατά πόσο το πιο πάνω εφαρμόζεται τόσο σε αναφορές και ενέργειες του ίδιου του μέσου /των δημοσιογράφων του, όσο και σε αναφορές από όσους έχουν το μικρόφωνο. Θετική απάντηση για το δεύτερο, παραπέμπει αυτόματα σε λογοκρισία, πρακτική που αν αφεθεί σαν πρωταρχική ευθύνη των ΜΜΕ μάς οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια με ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Κάποτε θα λογοκριθούν και οι εισηγητές της, κακώς βέβαια, όπως κακώς προτείνεται για άλλους.

Εξέφρασα σε σημείωμα μου τη διαφωνία με την απόφαση της Επιτροπής Δεοντολογίας, παρά το εύρος που έχει το πεδίο εφαρμογής του Κώδικα, ακριβώς λόγω αντίθεσης στη λογοκρισία.

Όμως στην περίπτωση της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, αυτή καλείται να εφαρμόσει το νόμο, τον περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος, κεφ. 300Α, που πηγάζει από την Ευρωπαϊκή οδηγία για οπτικοακουστικά μέσα ενημέρωσης. Το πεδίο εφαρμογής της διάταξης για το θέμα που μας αφορά είναι επακριβώς καθορισμένο στα άρθρα 18Β και 19(3) του νόμου που απαγορεύουν “προγράμματα που να περιέχουν πρόκληση μίσους βάσει φυλής, φύλου κλπ”, ενώ η “δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία που παρέχει δεν προκαλεί τη δημιουργία αισθημάτων μίσους λόγω διαφορών στη φυλή, φύλο κλπ”. Είναι σαφές πως η φράση κλειδί είναι η “πρόκληση (αισθημάτων) μίσους”, δηλαδή απαγορεύεται /τιμωρείται η πρόκληση φυλετικού ή άλλου μίσους, ενώ, όπως αναφέρθηκε ήδη, η δημοσιογραφική δεοντολογία (έργο της Επιτροπής) στοχεύει ακόμα και την απλή ύπαρξη προκατάληψης.

Ποια είναι η έννοια του όρου “πρόκληση μίσους”; Πώς τεκμηριώνεται;

Μπορεί να είναι η παράθεση ρατσιστικού λόγου ή σχολίων ή ορίζεται με πιο συγκεκριμένο τρόπο; Έστω κι αν η ελληνική εκδοχή της ευρωπαϊκής οδηγίας (πηγής του πιο πάνω) ενέχει θέση πρότυπου, το αγγλικό κείμενο θα βοηθήσει αφού ορισμένες φορές οι μεταφράσεις μειονεκτούν. Στα αγγλικά η φράση είναι “incitement to hatred”, που η απόδοση του είναι 'υποκίνηση', 'παρακίνηση' ή 'προτροπή'.

Επομένως, 'πρόκληση' παραπέμπει σε ενεργητική πράξη, 'υποκίνηση'. Καλούμαστε δηλαδή να εξετάσουμε αν στο συγκεκριμένο θέμα υπάρχει με λόγια κατά τρόπο συγκεκριμένο η υποκίνηση και προτροπή σε φυλετικό μίσος.

Παρακολούθησα επανειλημμένα τη συνέντευξη και κατέγραψα τα λεχθέντα από τον Σφακιανάκη. Σημείωσα επίσης τις επανειλημμένες προσπάθειες του δημοσιογράφου να επαναφέρει στα κόσμια τον φιλοξενούμενο του. Η νομολογία λέει πως ο δημοσιογράφος δεν έχει υποχρέωση να απαντά ή δίνει την άλλη άποψη, αλλά ο Τρύφωνος, καλώς, το έκανε.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο λόγος του Σφακιανάκη στη συνέντευξη είναι ρατσιστικός, ακραία ρατσιστικός, με υποτιμητικές και πλήρεις προκατάληψης θέσεις. Δεν έχω όμως εντοπίσει αυτό που απαιτεί ο νόμος για να είναι κολάσιμη η παρουσίαση από το ΡΙΚ της συνέντευξης και των σχετικών αποσπασμάτων: Δεν υπάρχει, δεν διακρίνεται υποκίνηση ή προτροπή σε φυλετικό μίσος, παρά τους ακραίους όρους που περιλαμβάνονται στα λόγια του.

Θα μπορούσε κάποιος να υποβάλει ότι “ο ρατσιστικός λόγος από μόνος του είναι υποκίνηση σε μίσος, φυλετικό ή άλλο”. Αν το δεχθούμε χάριν συζήτησης, βρισκόμαστε μπροστά σε αναπάντητο ερώτημα: Γιατί δεν το δέχτηκε και ο νομοθέτης, και έτσι, απλώς, να διαμορφώσει τη διάταξη του νόμου ανάλογα λέγοντας “απαγορεύεται ο λόγος που περιέχει διακρίσεις με βάση φυλή, φύλο κλπ”;

Η απάντηση είναι απλή, απλούστατη: Αν υιοθετείτο απαγόρευση κάθε λόγου που περιέχει διακρίσεις θα καταλήγαμε σε μόνιμη, διαρκή και καθολική λογοκρισία γιατί σε καθημερινή βάση υπάρχουν συγκρίσεις και αναφορές με σαφή ή λανθάνοντα στοιχεία διακρίσεων βασισμένων σε πολλούς παράγοντες. Φυλή, φύλο, θρησκεία, ιδεολογίες, προσανατολισμοί κάθε είδους.

Η δημοκρατία αντέχει και έχει αντίλογο στο ρατσιστικό ή άλλο λόγο, θεωρεί ότι η ουσία της διαφυλάσσεται μέσα από τη δυνατότητα παράθεσης αντι-επιχειρημάτων και την πειθώ, ίσως όχι του φορέα του ρατσιστικού λόγου, αλλά της κοινωνίας γενικά. Όμως, θεωρεί απειλή και καταπολεμά καθετί που στο όνομα απόψεων ή ιδεολογιών δημιουργεί “έμπρακτα και άμεσα” κίνδυνο για την ίδια τη δημοκρατία.

Συνοψίζοντας, πεποίθηση μου είναι ότι οι λόγοι του Σφακιανάκη είχαν έντονο ρατσιστικό περιεχόμενο και χρώμα, με βάση τη φυλή, τη θρησκεία και άλλα στοιχεία.

Όμως ο νόμος δεν τιμωρεί την ύπαρξη /παρουσίαση ρατσιστικού λόγου, ένα πρόγραμμα γίνεται στοιχείο για τιμωρία του φορέα του μόνο όταν υπάρχει υποκίνηση και προτροπή σε μίσος, με βάση φυλή, φύλο, θρησκεία. Επομένως, με ποια στοιχεία της συνέντευξης τεκμηρίωσε η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης την τιμωρία του ΡΙΚ, υπονοώντας ότι το ίδρυμα έπρεπε να εφαρμόσει λογοκρισία, μια απεχθή τακτική;

Σχετικά με το γενικότερο θέμα, πιστεύω πως μπροστά σε φαινόμενα ρατσισμού και την απουσία ανοχής στην κοινωνία, μόνο ενισχυμένη δημοκρατία στην πράξη και διάλογος, όπως επίσης λύσεις σε κοινωνικά και άλλα προβλήματα μπορεί να δώσουν απαντήσεις.

Χριστόφορος Χριστοφόρου

Πολιτικός αναλυτής

Εμπειρογνώμονας του Συμβουλίου της Ευρώπης

στα ΜΜΕ και τις εκλογές

16 Ιουνίου 2016

Keywords
Τυχαία Θέματα