Tα παράσημα και η Μαντώ Μαυρογένους

Είναι μια γραφική φράση που προσβάλει κάθε αγώνα: «επολέμησα, εθυσιάστηκα, επρόσφερα (και λοιπές κλάψες) και δεν με τίμησαν, δεν μου έδωσαν μετάλλιο, δεν με χειροκρότησαν …». Θλιβερά λόγια αυτοπροσβολής.

Αυτό που πρέπει να αποζητά ο κάθε γνήσιος και με πίστη στην λευτεριά ταγμένος «απλός στρατιώτης»

δεν είναι η απόδοση σ΄αυτόν τιμών,

δεν είναι η επίδοση σ΄αυτόν μεταλλίων

δεν είναι το «μπράβο», αλλά μόνο

η ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑ στην πατρίδα.

Ο αγώνας για την πατρίδα πρέπει να λειτουργεί ακριβώς όπως η βοήθεια προς τον συνάνθρωπο μας: δεν πρέπει να την διαλαλούμε,

κανείς δεν πρέπει να την ξέρει εκτός από εμάς, διότι πολύ απλά την ξέρει ο θεός. Ετσι και την προσφορά προς την πατρίδα αναλογικά την ξέρει η πατρίδα.

Οταν ο «απλός στρατιώτης» πολεμά στην πρώτη γραμμή ή και σε όποια άλλη γραμμή η πατρίδα τον έταξε,

δεν αγωνίζεται για τις δάφνες και τις μυρτιές αλλά την λευτεριά για να κατακτήσει.

Ελληνες,

ότι και να δώσουμε στην πατρίδα ποτέ δεν είναι πολύ, δεν είναι καν στοιχειωδώς αρκετό διότι το «ιδιότροπο» της λευτεριάς αδηφάγο τέρας είναι αχόρταγο και ο κορεσμός του -αν ποτέ κορεστεί το τέρας αυτό - απαιτεί…απαιτεί…απαιτεί…

Το θυσιαστήριο του αγώνα των Ελλήνων δεν ικανοποιείται με τα λίγα, ούτε και με μια απλή Ιφιγένεια, αλλά μόνο με τον Μινώταυρο μπορεί να συγκριθεί.

Η κατάκτηση της λευτεριάς ζητά πολλά, πάρα πολλά από εμάς για να έλθει.

Και εμείς αυτά τα «πολλά» πρέπει στης λευτεριάς τον αγώνα με προθυμία και ανιδιοτέλεια να δώσουμε.

- Αν για τον αγώνα προς την πατρίδα ζητάμε ανταπόδοση και ανταμοιβή τότε η ηθική υπόσταση της προσφοράς μας και η εθνική της αξία εξαλείφεται από τα σύν των αγώνων και διαγράφεται από τις δέλτους της ιστορίας των Ελλήνων.

Για τους στρατιωτικούς.

- Αν για τον αγώνα προς την πατρίδα ζητάμε εύφημο μνεία και προαγωγή και πάλι όλα καταστρέφονται ηθικά. Εξ άλλου ο βαθμός δεν είναι «τίποτα».

Οι βαθμοί στον στρατό μέσα στην αυστηρή του πράγματος θεώρηση δεν «ισχύουν» όπως κάποιοι νομίζουν. Και όχι μόνο δεν ισχύουν αλλά αυτοακυρώνονται όταν στην πράξη χρησιμοποιούνται ως το ανόητο και ματαιόδοξο σκαλοπάτι στην κλίμακα της αυτοπροβολής του συγκεκριμένου υψηλόβαθμου ή χαμηλόβαθμου στρατιωτικού.

Την αληθινή και γνήσια «προβολή» στον στρατιωτικό θα την απονείμουν οι κατώτεροι και οι ανώτεροι του οι οποίοι ασταμάτητα φιλτράρουν το ήθος την αξία που φέρει αλλά και αξιολογούν το καθημερινό του παράδειγμα.

Από όποια πλευρά και να δούμε το θέμα του βαθμού των στρατιωτικών αβίαστα καταλήγουμε ότι η αυτοπροβολή μέσα από την επίδειξη της ισχύος του βαθμού οδηγεί σε ιεραρχικό αδιέξοδο: και αυτό διότι αν ο στρατιωτικός κορδώνει για τα αστέρια του και κάμνει φιγούρα στους κατώτερους μπορεί την ίδια στιγμή ένας άλλος αξιωματικός ακόμη και με ένα γαλόνι ή ένα αστέρι περισσότερο ή ένας ομοιόβαθμος του όμως πιό παλιός ή ομοιόβαθμος και «σύγχρονος» του όμως κατέχων διοικητική θέση έναντι του, ή ακόμη και από άλλον ιεραρχικά «ανώτερο» κλάδο να τον βάλει στην θέση του. Ακόμη και ο ανώτατος αξιωματικός ασφαλώς υπόκειται διοικητικά/πειθαρχικά στον πιό πάνω βαθμό αλλά ούτε και ο στρατηγός εξαιρείται. Ακόμη και ο αρχηγός του στρατού υπόκειται στον υπάμ και ο υπάμ με την σειρά του στον αρχηγό του κράτους. Ο δε αρχηγός του κράτους υπόκειται στην σκληρότερη πειθαρχία όλων - του ελέγχου από τον λαό.

Με αυτά που λέμε σίγουρα δεν ισχυριζόμαστε ότι δεν αναγνωρίζουμε τους βαθμούς. Αντιθέτως εκτιμούμε την ορθή τους αξία και την σωστή τους πορεία μέσα στην στρατιωτική μηχανή. Και ασφαλώς οι βαθμοί είναι απαραίτητοι για την λειτουργία και την πειθαρχία του στρατεύματος ενώ συνάμα αποτελούν την αναγνώριση της αξίας του στρατιωτικού ηγήτορα.

Όμως σε καμία περίπτωση οι βαθμοί πρέπει να αποτελούν την καταχρηστική ευκαιρία επίδειξης δυνάμεως/ισχύος. Και αυτό διότι όλα τα μέλη του στρατού είναι «στρατιώτες» και εκτιμώ αφάνταστα τους αξιωματικούς που αυτοαποκαλούνται «στρατιώτες»: ναι αυτοί οι άνθρωποι έχουν πραγματική και σωστή στρατιωτική κατάρτιση, έχουν στρατιωτική αυτογνωσία και ναι, γνωρίζουν την αποστολή τους.

Αρα λοιπόν η αναζήτηση προαγωγής από τους στρατιωτικούς ως αυτοσκοπός και ως αποκλειστική ωφελιμιστική επιδίωξη για να αμειφθεί λέει η προσφορά τους στην πατρίδα αποτελεί όνειδος.

Φίλοι λεβέντες στρατιωτικοί: «Η Θέση πρέπει να ζητά τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος την θέση.»

Ας ανατρέξουμε στην ιστορία.

Η ιστορία μάλιστα μας δίδει όχι παραδείγματα αλλά υποδείγματα στρατιωτικών όχι μόνο μή αναζήτησης προαγωγών και ανωτέρων αξιωμάτων αλλά και το αντίθετο: εθελούσιου υποβιβασμού/αυτουποβιβασμού, όταν η πατρίδα το απαιτεί.

Παράδειγμα πρώτο.

Ο Ελληνας Φαναριώτης στρατηγός Αλέξανδρος Υψηλάντης υπήρξε ο άνθρωπος που τον δέκατο ένατο αιώνα διοίκησε τον μεγαλύτερο στρατό του κόσμο. Τον Τσαρικό Ρωσσικό στρατό που αριθμούσε μερικά εκατομμύρια. Ως μέλος της Φιλικής εταιρείας ο Υψηλάντης προετοίμασε την Ελληνική επανάσταση και τον Φεβρουάριο του 1821 αφού διέβη τον ποταμό Προύθο κατέληξε στο Ιάσιο της Ελληνικότατης Μολδοβλαχίας. Εκεί επειδή το έθνος των Ελλήνων το απαιτούσε, ο Υψηλάντης από στρατηγός εθελούσια για τις ανάγκες του αγώνα της λευτεριάς αυτοϋποβιβάστηκε σε λοχαγό και διοίκησε τον Ιερό λόχο. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης γίγαντας στο σώμα πανύψηλος σχεδόν δύο μέτρα ήταν στην ψυχή ακόμη γιγαντιότερος: πολέμησε στην πρώτη γραμμή σαν λοχαγός/διοικητής των Ιερολοχιτών κρατώντας το σπαθί με το αριστερό του χέρι αφού δεν σκέφτηκε καν να λάβει «απαλλαγή» ή να βγεί «ελεύθερος υπηρεσίας με αναρρωτική» μιας και ήταν μονόχειρας αφού το 1805 σε μια μάχη με τις δυνάμεις του Μεγάλου Ναπολέοντα έχασε το δεξί του χέρι.

Τα πράγματα δεν πήγαν καλά στην Μολδοβλαχία με τον ιερό λόχο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, για πολλούς λόγους που η ιστορία κατέγραψε, κυρίως όμως εξ αιτίας της προδοσίας του οπλαρχηγού Βλαδιμηρέσκου. Ο Υψηλάντης διέταξε αμέσως την εκτέλεση του, όμως ο αγώνας ήδη χάθηκε. Ο μεγαλειώδης πατριώτης στρατηγός με ευφυέστατο στρατιωτικό ελιγμό διέταξε τότε την μεταφορά/έναρξη του αγώνα στον Μωριά, στην Πελοπόνησσο το Νοτιότερο δηλαδή Ελληνικό γεωγραφικό μέρος. Και αυτό διότι εκεί υπήρχαν οι λιγότερες σε αριθμό και ισχύ Τούρκικες δυνάμεις περιορισμένες μάλιστα σε απλές φρουρές πόλεων/ στρατηγικών σημείων. Τα κυρίως στρατιωτικά Τούρκικα ασκέρια πολεμούσαν τον επαναστατήσαντα κατά του Σουλτάνου Αλή Πασά στα Ιωάννινα. Ναι, ο αυτοϋποβιβασθείς στρατηγός Υψηλάντης ήταν απόλυτα σωστός: στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 καταλήφθηκε από τα Ελληνικά επαναστατικά στρατεύματα η πρωτεύουσα της Πελλοπονήσου Τριπολιτσά. Οι Τούρκικες δυνάμεις όταν ανάσαναν από τον πόλεμο με τον Αλή Πασά στα Ιωάννινα απέστειλαν ενισχύσεις υπό τον εκ Δράμας Ελληνα στρατηγό «Δράμαλη» στην Πελλοπόνησο. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 1822 από την Λαμία με πεζικό, ιππικό και πυροβολικό σύνολο 32.000 και χίλιες καμήλες με εφόδια. Αντικειμενικός σκοπός του Δράμαλη να φτάσει στον Ναύπλιο, να λύσει την πολιορκία του από τους Ελληνες και να ενώσει τις δυνάμεις του με τον Τούρκικο στόλο. Όμως στο Δερβενάκι ο Κολοκοτρώνης κατέστρεψε ολοκληρωτικά τις Τούρκικες δυνάμεις, ο Χουρσίτ Πασάς αυτοκτόνησε ενώ ο Δράμαλης πέθανε από λύπη.

Χάρις στον αυτοϋποβιβασθέντα στρατηγό Αλέξανδρο Υψηλάντη η Ελληνική επανάσταση στον Μωριά στέριωσε πλέον. Η Ελλάς λευτερώθηκε.

Δεύτερο παράδειγμα:

Ο αδελφός του στρατηγού Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο Δημήτριος Υψηλάντης ήταν πολύ νεώτερος από τον αδελφό του. Φέρων τον βαθμό του λοχαγού πεζικού του Ρωσσικού στρατού το 1821 άφησε την ασφάλεια και τις λαμπρές «προοπτικές καριέρας» που εξασφάλιζε σε ένα ικανότατο νεαρό λοχαγό ο στρατός των εκατομμυρίων του Τσάρου και κατέβηκε στην φλεγόμενη Πελλοπόνησο. Πολέμησε μαζί με τον Κολοκοτρώνη στον Μωριά. Τρείς άνθρωποι πρωτοστάτησαν για την καταστροφή του Δράμαλη που ήταν η αιτία να στεριωθεί η Ελληνική επανάσταση στον Μωριά: Ο Κολοκοτρώνης, ο λοχαγός Δημήτριος Υψηλάντης και ο Παπαφλέσσας. Μια νίκη με την κατάληψη της Τριπολιτσάς και μια ακόμη πιό μεγάλη αυτή τώρα με την καταστροφή του Δράμαλη στις 25 Ιουλίου 1822 η επανάσταση ήταν πλέον «τσιμεντωμένη».

Όμως το μεγαλείο του Δημήτριου Υψηλάντη

δεν ήταν ότι άφησε την ασφάλεια και στρατιωτική «καριέρα» που εξασφάλιζε σε ένα νεαρό λοχαγό ο τεράστιος σε μέγεθος στρατός μια τεράστιας χώρας, της Ρωσσίας,

δεν ήταν απλά ότι συνέβαλε ως ένας από τους τρείς, στρατιωτικούς ηγήτορες, φωτισμένους και φλογερότατους πατριώτες στην καταστροφή του Δράμαλη.

Ας δούμε πολύ σύντομα τα ιστορικά γεγονότα:

Το θρίαμβο της νίκης της Ελληνικής επανάστασης διαδέχθηκε η απόλυτη πτώση: η Ελλάς μέσα από τους δύο εμφύλιους του 1824 και του 1825 με το απίστευτο ενδοεθνικό μίσος αυτοκατέτρωγε τις σάρκες της και δυστυχώς μοιραία οδηγείτο η Πελοπόνησσος πίσω στους Τούρκους. Αιτία των εμφυλίων πολέμων η εγκληματική προσπάθεια επιβολής του παραγοντισμού και η διεκδίκηση όλων των διοικητικών αξιωμάτων του νεοσυσταθέντος Ελληνικού κράτους από τους πολιτικούς υπό τον Πετρόμπεη, παραγκωνίζοντας τους στρατιωτικούς με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη. Σε όλη αυτή την εμφύλια διαμάχη ο Δημήτριος Υψηλάντης δεν έλαβε μέρος στην εγκληματική καταλεηλάτηση της σάρκας της πατρίδας και δεν προσπάθησε να αυτοπροσδιοριστεί ούτε ως στρατιωτικός ούτε ως πολιτικός «παράγοντας».

Δεν επικαλέστηκε ούτε για μια στιγμή το αξίωμα του:

αντίθετα ο Δημήτριος Υψηλάντης έβγαζε προς τα έξω το μεγαλείο της ψυχής του ασταμάτητα διαλαλώντας: «Να λευτερωθεί η Ελλάδα και ας είμαι ο τελευταίος απλός στρατιώτης.»

Εχουμε καθήκον να σημειώσουμε ακόμη ως απότιση τιμής και ευγνωμοσύνης σ΄αυτούς που έδωσαν την ζωή τους στον αγώνα του 1821 καταγράφοντας ότι από τα δύο εκατομμύρια Ελληνες που κατοικούσαν σε όλη την Πελοπόνησσο μέχρι και την Λαμία όπου επεκατάθηκε στο νεοσυσταθέν Ελληνικό βασίλειο έχασαν την ζωή τους 800.000 καλοί Ελληνες.

Παράδειγμα τρίτο:

Κύπρος 1964.

Η κυβέρνηση της Ελλάδας σε μια κίνηση απόδοσης τιμής και ευγνωμοσύνης εξαγγέλλει την παραχώρηση πολεμικής σύνταξης στους Ελληνες της Κύπρου που πολέμησαν το 1912-1914 στους Βαλκανικούς πολέμους.

Οι πολεμιστές του 1912 -1914 το 1964 ήταν ήδη γέροντες και οι πλείστοι πένητες. Συνεπώς η πολεμική σύνταξη στα γεράματα τους από την μητέρα πατρίδα θα ήταν μια γλυκιά ηθική και υλική ανάσα γι΄αυτούς. Όμως δεν κατέληξαν έτσι τα πράγματα.

Οι πολεμιστές των βαλκανικών πολέμων συγκαλούν αμέσως γενική συνέλευση και καταλήγουν. Ιδού το μεγαλείο των Ελλήνων της Κύπρου με ομόφωνη απόφαση: δεν θα αποδεχτούμε την προσφορά της μητέρας πατρίδας διότι εμείς το 1912- 1914 πολεμήσαμε για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και όχι για την πολεμική σύνταξη.

(Δεν θέλουμε ασφαλώς να προσωποποιήσουμε το θέμα, όμως αποτελεί καθήκον του γράφοντα να καταγράψει την συμμετοχή του παππού του, Ιάκωβου Δημητρίου από τον Σύσκληπο Κερύνειας, στους Βαλκανικούς πολέμους.)

Παράδειγμα τέταρτο:

Αθήνα 490 π.Χ.

Στην αρχαία Αθήνα διοικούσαν τον στρατό δέκα στρατηγοί μία ημέρα έκαστος. Την ημέρα που θα διεξήγετο η μάχη του Μαραθώνα δεν ήταν η σειρά του Μιλτιάδη να διοικήσει το Αθηναϊκό στράτευμα. Ομως ζήτησε από τον συνάδελφο του στρατηγό που ήταν εν υπηρεσία να πάρει αυτός την θέση του. Η νίκη των Ελλήνων υπό τον στρατηγό Μιλτιάδη ήταν λαμπρή και γράφτηκε στην παγκόσμια ιστορία με απώλειες 192 καλούς Ελληνες έναντι 6.000 Περσών.

Ο στρατηγός Μιλτιάδης δεν σκέφτηκε τις τιμητικές δάφνες όταν παρακάμπτοντας διαδικασίες και σειρές προτεραιότητας της στρατιωτικής διοίκησης, εθελούσια πήρε την θέση του συναδέλφου του με σκοπό να διεξαγάγει την μάχη του Μαραθώνα. Και εξήλθε νικητής.

Να σημειώσουμε και το εξής: Στην αρχαία Αθήνα οι στρατηγοί λάμβαναν μισθό χαμηλότερο από τους κατώτερους προς αυτούς αξιωματικούς με βάση το εξής σκεπτικό της εκκλησίας του δήμου:

Η θέση του στρατηγού είναι ύψιστη θέση προσφοράς στην πατρίδα και όχι ευκαιρία αποκόμισης οικονομικού οφέλους.

(Η παρούσα αναφορά αποτελεί μεν μία ιστορική κατάθεση για τον τρόπο λειτουργίας του στρατού των Αθηναίων όμως αυτό δεν αποτελεί περιστρεφόμενη μομφή εναντίον του «σήμερα», ούτε και πονηρή υποβολή συνειρμού αρνητικών σκέψεων προς τους ικανούς και ταγμένους στην πατρίδα ανώτατους αξιωματικούς μας/ταξίαρχους/υποστράτηγους /αντιστράτηγους προς τους οποίους εκφράζουμε την εμπιστοσύνη αγάπη μας.)

Μεγαλειώδης σελίδα της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας.

Παράδειγμα πέμπτο:

Η Μαντώ Μαυρογένους.

Η Μαντώ Μαυρογένους, πολεμώντας σαν άντρας στην πρώτη γραμμή, δεν αρκέστηκε μόνο στο πολεμικό καθήκον. Συνέβαλε και υλικά στον αγώνα ξοδεύοντας χωρίς τον παραμικρό δισταγμό την τεράστια για την εποχή περιουσία της. Οταν τελείωσε ο αγώνας του 1821 πάμπτωχη ούσα και χωρίς κανένα απολύτως οικονομικό πόρο αποτάθηκε για βοήθεια στην επιτροπή πολεμικών συντάξεων σε αναξιοπαθούντες αγωνιστές.

Ο κυβερνητικός γραφέας στην συνηθισμένη ροή των διαδικαστικών ερωτήσεων που ήταν υποχρεωμένος να υποβάλει, ρώτησε στην Μαντώ Μαυρογένους:

«Εσείς τί κάνατε για τον αγώνα;»

Η Μαντώ Μαυρογένους απάντησε:

«Τίποτα.»

Και έζησε μέχρι τον θάνατο της σε απίστευτη φτώχεια.

O Χρίστος Π. Σάββα είναι Δικηγόρος, Στρατιωτικός μελετητής, Ιστορικός αναλυτής και Συγγραφέας

Τα σχόλια αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι αυτή του Sigmalive.com

Keywords
Τυχαία Θέματα