«Μικρά μαθήματα για την ελληνική οικονομία»

Τις ... προαιώνιες ελληνικές κοινωνικές ιδιομορφίες, τα αποτελέσματα του μνημονίου, την ύβρη και τη νέμεση της τραγωδίας που ζει η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει το βιβλίο του καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Κώστα Μελά «Μικρά μαθήματα για την ελληνική οικονομία», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.

Με προμετωπίδα το ρηθέν του στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη «Η εντιμότητα προϋποθέτει την αναγνώριση της πραγματικότητας», ο συγγραφέας ξεκινάει τη μελέτη του από την Επανάσταση του 1821, επισημαίνοντας ότι το νεότερο

ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε στην ουσία εκ του μηδενός και ότι η Ελλάδα δεν πέρασε από την Αναγέννηση όπως τα άλλα έθνη της Δύσης. Εξετάζοντας την έννοια της «ελληνικότητας» μένει στην ερμηνεία που δίνει η γενιά του '30, σύμφωνα με την οποία το παρελθόν προϋποτίθεται ως παρουσία στο παρόν, με μια αισθητική συνέχεια. Απορρίπτοντας την αξία του κέρδους, όπως το καταξιώνει η προτεσταντική ηθική της δυτικής Ευρώπης, εξετάζει την επιρροή της ορθοδοξίας και το πνεύμα του καπιταλισμού τονίζοντας ότι οι αστικές αξίες του εργασιακού ήθους βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση προς ένα από τα βασικά στοιχεία της ελληνικής παράδοσης που είναι η ορθοδοξία, η οποία επιδεικνύει μια στάση περιφρόνησης απέναντι στα εγκόσμια αγαθά.

Ακολούθως, εξετάζει δύο κομβικές κακοδαιμονίες της νεώτερης Ελλάδας: Τους πολέμους και τον άκρατο δανεισμό. Στη μικρή διάρκεια της ζωής του, το ελληνικό κράτος μπλέχτηκε σε έξι πολέμους (1897, 1912, 1913, 1917- 1918, 1920- 1922 , 1940- 1941 ) έναν αιματηρό εμφύλιο (1944-1950 ), πέντε μεγάλες πολεμικές κινητοποιήσεις (1854- 1855 , 1866-1869, 1884-1886, 1904-1908, 1974 ) και σε μια έρπουσα πολεμική κρίση (1974- 2012 ). Αποτέλεσμα αυτών των κινητοποιήσεων ήταν και η χρηματοδότηση των υψηλών στρατιωτικών δαπανών από το δημόσιο δανεισμό, οι οποίες απορρόφησαν το 30% του συνόλου των κρατικών δαπανών!

Στη συνέχεια, αναλύει τις ιδιοτυπίες της δημόσιας εκπαίδευσης που επέδρασε θετικά αλλά και αρνητικά. Ναι μεν, οι Έλληνες πολίτες απέκτησαν δωρεάν εκπαίδευση, σε αντίθεση με ό, τι συνέβαινε στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, δίνοντας το κράτος την δυνατότητα σε πολύ κόσμο να ανέβει μορφωτικά και κοινωνικά, αλλά υπήρξε υστέρηση στην τεχνική εκπαίδευση. Οι πρώτες σχολές γεωργίας δημιουργήθηκαν επί Βενιζέλου, ενώ, ούτε και σήμερα δεν κατάφερε το ελληνικό κράτος να δημιουργήσει τμήματα που θα επέτρεπαν την ανάπτυξη της μηχανουργίας, εν αντιθέσει με τη Γερμανία που από το 1860 είχε τέτοιες ειδικότητες.

Το πρώτο κεφάλαιο ολοκληρώνεται με τις ενότητες για το υπερτροφικό κράτος ως τροχοπέδη του καπιταλιστικού επιχειρηματικού πνεύματος, την εισροή πόρων στην ελληνική οικονομία από μετανάστες και ναυτιλία, την αναδιανεμητική λειτουργία με τη φορολογία, τα... αντίδωρα και τις αντιπαροχές.

Το δεύτερο κεφάλαιο έρχεται στο οδυνηρό σήμερα παραθέτοντας τα λόγια του Λουδοβίκου του 16ου όταν ανέβαινε στο ικρίωμα: «Όλα ετούτα διαφαίνονταν εδώ και δέκα χρόνια. Τι με οδήγησε στον εφησυχασμό;». Ο καθηγητής δεν διστάζει να πει: «Τίποτε δεν είχε αντιληφθεί τόσο το ευρύ κοινό, που ζούσε ασυλλόγιστα, όσο και η πολιτική, διανοητική και επιχειρηματική ηγεσία. Λησμονήσαμε ότι ο θρίαμβος απέχει ένα βήμα από την ήττα. Η συντελεσθείσα ύβρις απαιτεί τρόπους υπέρβασης, οι οποίοι δεν μπορεί να είναι δίχως κόστος, και μάλιστα μεγάλο».

Αναλύοντας τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της περιόδου 2002- 2009 καταδεικνύει ότι το πλουσιότερο 20% των Ελλήνων διαχειρίζονταν το 42,28 % του διαθέσιμου εισοδήματος της χώρας. Οι μισοί από αυτούς, οι πλέον πλούσιοι, κατείχαν το 26,87 % του διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ οι άλλοι μισοί το υπόλοιπο 15,41 %. Οι ανήκοντες σε αυτά τα δύο εισοδηματικά στρώματα ικανοποιούσαν με σχετική ή μεγάλη ευκολία οποιαδήποτε καταναλωτική τους δαπάνη. Ήταν τα δύο περίπου εκατομμύρια άτομα που κρατούσαν γεμάτα τα ακριβά εμπορικά καταστήματα, τα εστιατόρια και ό, τι άλλο επέβαλε η μόδα... «Ήταν η Ελλάδα της κατανάλωσης και της προκλητικής χλιδής!».

Και φθάνει μετά στο δανεισμό των τελευταίων ετών που είχε γίνει τρόπος ζωής: Το 2000 κυκλοφορούσαν περίπου 70 ειδών πιστωτικές κάρτες, για να ανέλθουν στις 200, το 2009.

Για το καυτό θέμα του κοινού νομίσματος στηλιτεύει την κυβέρνηση Σημίτη γιατί, όχι μόνο απέκρυψε παντελώς την πραγματικότητα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, αλλά είπε τη μεγάλη αναλήθεια πως η ζώνη του ευρώ αποτελεί ένα χώρο όπου ισότιμοι εταίροι συνδιαλέγονται με επιχειρήματα και συναποφασίζουν. «Ουδέν ψευδέστερον» λέει ο συγγραφέας: «Στην ιστορία της ανθρωπότητας, ανάλογα με την πολιτικοστρατιωτική, οικονομική και πολιτιστική δύναμη κάθε χώρας, προκύπτει η θέση της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και ισχύος».

Και υπογραμμίζει με μαύρα γράμματα στη σελίδα 166 τα εξής: «Οι Έλληνες θα γίνουν φτωχότεροι τουλάχιστον κατά 40-50 % , λόγω και των συνεχών λαθών του οικονομικού προγράμματος, αλλά και γιατί αυτό επιβάλλεται από το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα και με κριτήρια που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία απέκρυψαν επιμελώς οι ελληνικές κυβερνήσεις».

Στο τρίτο κεφάλαιο κάνει μια λεπτομερή αξιολόγηση της αποτυχίας των μνημονίων όσον αφορά τα κύρια μακροοικονομικά μεγέθη. Μιλάει για την ευθύνη της Γερμανίας στην επιβολή της εξοντωτικής λιτότητας, επικρίνει τα κόμματα ως πελατειακά και ρητορικά, λέει ξεκάθαρα ότι από πουθενά δεν φαίνεται κάποια διέξοδος και στο ερώτημα που θέτει «πως θα βγούμε από το αδιέξοδο» απαντά με « απλές και κοφτερές», όπως της χαρακτηρίζει οι ίδιος, απαντήσεις:

-Να αποδεχθούμε ότι η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει.

-Να ειπωθεί στο λαό σε ποιό επίπεδο μπορεί να επέλθει μια σταθεροποίηση, σε ποιό χρονικό διάστημα, σε ποιό ύψος θα κυμαίνονται μισθοί, συντάξεις και οι άλλες δημόσιες δαπάνες, καθώς και πως θα εξελιχθούν τα έσοδα με συμμετοχή του καθενός ανάλογα με τις δυνάμεις του.

Ποιος θα αναλάβει αυτή τη σταθεροποίηση; «Είναι δύσκολο τα πρόσωπα που έχουν διαχειρισθεί ένα καταστροφικό πρόγραμμα να συμμετάσχουν σε ένα πρόγραμμα ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας».

Αυτά, στο τέλος του εξαιρετικού πονήματος- διάγνωσης, στη σελίδα 227.

Από εκεί θα αρχίσει το επόμενο «μάθημα».

Πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα