Το σύνδρομο Ντρέιφους και η σύγχρονη Ελλάδα

Στην ευρωπαϊκή ιστορία έχουν υπάρξει πάμπολλες περιπτώσεις κραυγαλέων φαινομένων που δίχασαν τις κοινωνίες και τους ανθρώπους σε πολλά και δομικά επίπεδα της διαστρωμάτωσης, ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους. Μία από αυτές ήταν και η υπόθεση Ντρέιφους. Από τη μία η φαινομενικά ατσαλάκωτη εικόνα του γαλλικού κράτους και από την άλλη η πιο μοντέρνα, για την εποχή, εκδοχή του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, αυτή της προστασίας των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων μετά από δικαστική πλάνη, καθοδηγημένη από τους υπερασπιστές μιας κρατικής ευταξίας που δεν θα ανεχόταν μια τέτοια ρωγμή

στη γυάλινη επιφάνειά της. Αυτό ήταν και το μεγάλο δίλημμα της εποχής.

Πέρασαν δύο χρόνια για να κατακαθίσει ο κουρνιαχτός αυτής της υπόθεσης, από το 1897 έως το 1899. Μια κορυφαία, από την ματιά όλων των πολιτικών επιστημών, ιστορία που θεωρήθηκε μεταίχμιο και για άλλα ιστορικά γεγονότα. Και αν κάτι μπήκε στον μεγεθυντικό φακό ήταν και το μέγεθος του διχασμού που αυτή επέφερε στη γαλλική και όχι μόνο, κοινή γνώμη.

Μία από τις εκδοχές του διχασμού περιγράφει με εξαίρετο και γλαφυρό τρόπο ο Geert Mak στο «Στην Ευρώπη, ταξίδια στον 20ό αιώνα», (εκδόσεις Μεταίχμιο, μτφρ.: Ινώ Βαν Ντάικ – Μπαλτά). «Οι φίλοι έπαψαν να συναντιούνται: o Ντρέιφους κειτόταν ανάμεσα τους σαν μια ζωντανή χειροβομβίδα. Συγγενείς απέφευγαν ο ένας τον άλλον. Φημισμένα σαλόνια διαλύθηκαν. Κάποιος κύριος Πιστούλ, καφασοποιός, σύρθηκε στα δικαστήρια από την πεθερά του έπειτα από μια οικογενειακή λογομαχία που φορούσε τον Ντρέιφους. Την είχε βρίσει, αποκαλώντας την intellectuelle, εκείνη τον είχε στολίσει με διάφορους χαρακτηρισμούς όπως «δήμιο» και «απατεώνα», εκείνος την έδειρε, η κόρη της ζήτησε διαζύγιο».

Οι αναγωγές του ιστορικού αυτού παραδείγματος στο σήμερα, έχουν να επιδείξουν πολλά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταργείται η μοναδικότητα κάθε ιστορικού γεγονότος. Και μπορεί το παράδειγμα του κύριου Πιστούλ, να εκπέμπει και ολίγη από θυμηδία, οι ιστορίες καθημερινού διχασμού στην Ελλάδα του σήμερα, δεν είναι τόσο αστείες. Αλλά και πάλι, ο διχασμός φαίνεται να ήταν το κυρίαρχο ελληνικό φαινόμενο στις απανωτές προεκλογικές διαδικασίες καθώς και στην κορύφωση της δυσεξήγητης, με όρους κοινής λογικής, εμμονής στο δημοψήφισμα και του ακόμα πιο δυσερμήνευτου αποτελέσματός του. Αυτήν την περίοδο, φαίνεται να μην είναι το κυρίαρχο αλλά να έχει αντικατασταθεί από κάτι άλλο, που για πολλούς και κυρίως ψύχραιμους, αποτελεί ακόμα μια παρακμιακή φάση: την καθημερινή μετουσίωση καταφανώς αρνητικών εξελίξεων σε απόλυτα φυσιολογικές καταστάσεις και εν πολλοίς δικαιολογημένες και εξηγήσιμες.

Κοντολογίς, ένα από τα συμπτώματα της σημερινής κατάστασης θέλει τον ορθολογισμό και την κοινή λογική να στέκεται αρκετά μακρύτερα από την καθημερινότητα, δίνοντας τη θέση του σε μια περίεργη διαδικασία συλλογικής αδράνειας εντός της οποίας, όχι και τόσο μυστηριωδώς, όλα τα πεπραγμένα της κυβέρνησης δικαιώνονται πριν καν εξαγγελθούν. Και αυτό που θεωρείται αυτονοήτως αποδεκτό είναι η στάση πολλών στελεχών της κυβέρνησης, και του ίδιου του Πρωθυπουργού, να απόσχουν συνειδησιακά από κάθε ευθύνη των ίδιων των πρωτοβουλιών τους, ενδυόμενοι μονίμως τον μανδύα του «εξαναγκασμένου». Μπορεί να νιώθουν, πράγματι, έτσι αλλά η συγκεκριμένη δεν είναι ειλικρινής στάση προς τους ανθρώπους τους οποίους καλούν να τη συμμεριστούν και να την υιοθετήσουν. Και επειδή το σώμα των ψηφοφόρων δεν έχει τις ίδιες επικοινωνιακές ικανότητες στην αντιστροφή της πραγματικότητας, το αποτέλεσμα της μίμησης από απλούς καθημερινούς ανθρώπους έχει χαρακτηριστικά παρακμιακής ιλαροτραγωδίας μέχρι και βίαιης διχαστικής συμπεριφοράς ακόμα και εντός στενότερων πλαισίων σχέσεων, π.χ. οικογενειακών, συναδελφικών κ.ά.

Ενα από τα συμπτώματα της σημερινής κατάστασης θέλει τον ορθολογισμό και την κοινή λογική να στέκεται αρκετά μακρύτερα από την καθημερινότητα, δίνοντας τη θέση του σε μια περίεργη διαδικασία συλλογικής αδράνειας εντός της οποίας, όχι και τόσο μυστηριωδώς, όλα τα πεπραγμένα της κυβέρνησης δικαιώνονται πριν καν εξαγγελθούν

Σε κάθε περίπτωση, για μια κυβέρνηση αυτών των τόσο ειδικών συνθηκών, δεν είναι κακή η προσγείωση. Το κακό είναι να μην αντιλαμβάνεται τις αλληλουχίες και τους συσχετισμούς που οδήγησαν σε αυτήν την κατάσταση τη χώρα και να θεωρεί πάντοτε υπεύθυνους «κάποιους άλλους». Εντός και εκτός των συνόρων. Γιατί αν μπορεί κάποιος να αντιληφθεί, χωρίς ιδεοληψίες και προκαταλήψεις, τα λάθη του παρελθόντος, είναι πιθανό να μην τα επαναλάβει, ακόμα και αν έχει διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες. Ούτε καιροσκοπισμούς θα κάνει, ούτε σε συνδικαλιστικές επιθετικές διεκδικήσεις θα υποκύψει, ούτε κομματικούς φίλους και συγγενείς θα διορίσει, ούτε στην περαιτέρω αποσάθρωση της Παιδείας ή του Πολιτισμού θα συνεισφέρει, ούτε στην αναστύλωση του χυδαίου κομματισμού και του παλαιοκομματικού ρεβανσισμού θα κατευθύνει, ούτε βίαιες αντικοινωνικές συμπεριφορές θα υποδαυλίσει, ούτε ανήθικες, πλην νόμιμες, συμπεριφορές κρατικών λειτουργών θα ανεχτεί, ούτε και κάθε φορά που στενεύουν τα όρια της κοινωνικής του αποδοχής θα επαναφέρει είτε οσμές εξοπλιστικών σκανδάλων είτε στικάκια με φοροφυγάδες καθώς θα πρέπει να έχει φροντίσει να ξεκαθαρίζει τα σκάνδαλα και τις απάτες που καταγγέλλει τοις μετρητοίς και όχι με δόσεις, την καταβολή των οποίων ρυθμίζει, μόνος του και κατά βούληση. Και κάθε φορά που θα συζητά σοβαρά, θα γνωρίζει, πρώτον, ότι βασική αρχή σε κάθε διαπραγμάτευση είναι ο διαχωρισμός του προβλήματος από το πρόσωπο με το οποίο διαπραγματεύεται κάποιος και, δεύτερον, ότι όταν ζητά συναίνεση θα είναι διατεθειμένος να μοιραστεί και να δώσει. Και κάτι της τελευταίας στιγμής: αν μπορεί να αξιολογεί πολυπλοκότητες δεν θα κινδυνεύει να ηττηθεί από την ίδια του τη λογική: να ψηφίζει, δηλαδή, η κοινωνία το οτιδήποτε μόνο και μόνο για να γλυτώσει τιμωρώντας τον νυν κυβερνήτη…

Ούτε και οι επικοινωνιακές ικανότητες είναι κακές. Αρκεί να μην καλύπτουν άλλες και πιο ουσιαστικές αδυναμίες όπως π.χ. να μην μπορεί κάποιος να απεγκλωβιστεί από τη λογική της μόνιμης κατασκευής ενός φαντασιακού περιβάλλοντος στην προσπάθειά του να προστατεύσει την ιδεολογική του προέλευση. Ολα αλλάζουν, όλα είναι πιθανόν να μην είναι αυτό που επιδιώκουν να δείχνουν ή απέκτησαν μια κάποια δεσπόζουσα θέση λόγω συγκυριών. Ας μην ξεχνάμε, όπως μας πληροφορεί ο Geert Mak ότι ακόμα και ο ίδιος ο Ντρέιφους όταν, δεκαετίες μετά την απόδοση χάριτος από το γαλλικό κράτος, τού ζητήθηκε να υπογράψει μια έκκληση ώστε να σωθούν οι ζωές δύο Αμερικανών, θυμάτων πολιτικής δίκης, των Σάκο και Βιντσέτι, «έγινε έξαλλος: δεν ήθελε να έχει πια καμία σχέση μ’ αυτού του είδους τις υποθέσεις».

The post Το σύνδρομο Ντρέιφους και η σύγχρονη Ελλάδα appeared first on Protagon.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα