Ο συγγραφεας που ανοιξε το δρομο στις νεοτερες γενιες...

Από το πρώτο κιόλας βιβλίο του, που θα κυκλοφορήσει στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Μένης Κουμανταρέας θα ανοίξει έναν διαφορετικό δρόμο...
για την ελληνική πεζογραφία: είναι ένας δρόμος τον οποίο θα ακολουθήσουν και θα διευρύνουν οι νεότερες γενιές της μεταπολίτευσης, όταν θα μπουν με τη σειρά τους στον λογοτεχνικό στίβο κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990.

Οι πεζογράφοι που θα ξεκινήσουν την πορεία τους αμέσως μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου είναι όμηροι του καιρού και του τόπου τους.
Βγαλμένοι από την Κατοχή και τα σκοτεινά χρόνια του Εμφυλίου, που θα απλώσουν το δίχτυ τους και σε ένα μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου, είναι υποχρεωμένοι να μιλήσουν για μιαν εποχή κατακλυσμένη από τον ζόφο της πολιτικής και της Ιστορίας. Μολονότι ο Κουμανταρέας και η δική του γενιά θα εμφανιστούν στα γράμματα όχι πολύ αργότερα από τους προκατόχους τους, το κλίμα θα αποδειχθεί αμέσως αρκετά διαφορετικό.

Εκείνο που απασχολεί τους ήρωες των νεανικών βιβλίων του Κουμανταρέα (όλα συλλογές διηγημάτων) δεν είναι ούτε ο Εμφύλιος και οι παρατεταμένες του συνέπειες ούτε οι πολιτικές ανισορροπίες οι οποίες θα οδηγήσουν στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Τα πρόσωπά του δεν μπορούν να κοιτάξουν τον καυτό συλλογικό τους περίγυρο γιατί εκείνο που αποτελεί την πρωταρχική προτεραιότητα είναι ο εαυτός τους και η πάλη του με τα ποικίλα αδιέξοδα της καθημερινότητας. Ακόμα, όμως, και στο πλαίσιο μιας αδιέξοδης και καταπιεστικής καθημερινότητας, η λογοτεχνική ατζέντα θα προλάβει να μεταβληθεί δραματικά. Αντί για τα βαριά πολιτικά μεγέθη, θα επικρατήσουν τα ατομικά δεινά ενώ τη θέση των σφοδρών ιστορικών και ιδεολογικών συγκρούσεων θα πάρει το άγχος για την τύχη της καθημερινής ύπαρξης. Είναι η ώρα που η λογοτεχνία θα αναζητήσει μια καινούργια ελευθερία: το δικαίωμά της να μιλήσει επί του προσωπικού, έστω κι αν οι ήρωες δεν θα καταφέρουν στο τέλος να αποτινάξουν κανέναν από τους κοινωνικούς τους περιορισμούς.

Τη γραμμή αυτή, που θα ξεκινήσει με τα «Μηχανάκια» (1962), το «Αρμένισμα» (1967) και τα «Καημένα» (1972), ο Κουμανταρέας θα τη συνεχίσει και με τα πρώτα μεταδικτατορικά του βιβλία, που θα αποκρυσταλλώσουν και την καλλιτεχνική του φυσιογνωμία. Με την τριλογία «Βιοτεχνία υαλικών» (1975), «Η κυρία Κούλα» (1978) και το «Το κουρείο» (1979), ο Κουμανταρέας θα γράψει για τον έρωτα και τη μοναξιά σε μιαν Αθήνα που μεταμορφώνεται με τρομακτικούς ρυθμούς. Εύκολα διακρίνει κανείς εδώ την κοινωνία η οποία κρύβεται στο βάθος του ατομικού βίου των πρωταγωνιστών (μια κοινωνία που εξελίσσεται χωρίς τη θέληση και τη συμμετοχή τους), αλλά το προσωπικό θα προβάλει επί σκηνής και πάλι άπλετα φωτισμένο. Η ανθρωπολογία του Κουμανταρέα θα είναι για άλλη μια φορά η ανθρωπολογία του ατόμου που εγκλωβισμένο στην ατομικότητά του δεν θα κατορθώσει να ικανοποιήσει ποτέ τις βαθύτερες επιθυμίες του, κερδίζοντας μιαν ολοκληρωμένη, αυθεντική ταυτότητα. Παρόλα αυτά, άντρες και γυναίκες μοιάζουν στις σελίδες της τριλογίας εκ νέου καταδικασμένοι στην ελευθερία τους: μακριά από τις δεσμεύσεις του συλλογικού, θα προχωρήσουν εκόντες άκοντες στις προσωπικές επιλογές τους και θα αναλάβουν την πλήρη ευθύνη για τις πράξεις τους. Κι αυτό θα ισχύσει και για τους ήρωες του πολυδιαβασμένου «Ωραίου λοχαγού» (1982): ένα μυθιστόρημα όπου ένας γοητευτικός αξιωματικός θα δει την καριέρα του να καταστρέφεται χωρίς κανέναν προφανή λόγο – να ένα εξαιρετικά πικρό ταξίδι αυτογνωσίας.

Ο Κουμανταρέας θα γράψει μέχρι το αδόκητο τέλος του πολλά ακόμα βιβλία (το τελευταίο του –αυτοβιογραφικό- μυθιστόρημα κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό με τίτλο «Ο θησαυρός του χρόνου»), αλλά το λογοτεχνικό παράδειγμα θα προλάβει να το αναποδογυρίσει με την παραγωγή της νιότης και της πρώτης του ωριμότητας. Ο ίδιος και η γενιά του έμαθαν στους επόμενους να μην τρομάζουν μπροστά στο καθημερινό βίωμα. Και τους έμαθαν ακόμα πώς να δίνουν σε αυτό το βίωμα μια προοπτική που να μην του επιτρέπει να μονάσει και να ιδιωτεύσει.
Keywords
Τυχαία Θέματα