ΣΚΙΕΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΜΠΕΡΑ ΦΩΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΣΤΕΓΟΙ ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΣΤΗΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΑΔΙΟΥ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΝΑΣΑ ΖΩΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΥΣ

«Το πρώτο βράδυ φοβόμουνα πολύ. Φοβόμουνα… πόσο να σου πω; Πιο πολύ κι απ’ όσο με φοβούνταν». Ο Νίκος έξι μήνες τώρα έχει για σπίτι τα πλακάκια της Κοραή. «Κάτσε στο σαλόνι», κάνει, και μου δείχνει το χαρτόνι που προεξέχει απ’ τα πόδια του. Ο Γιώργος δίπλα του με κοιτάζει στραβά. Τα χέρια του είναι πρησμένα, και στα μπράτσα έχει τρύπες. «Κάνα στριφτό έχεις τουλάχιστον;». Με το τσιγάρο, ο Γιώργος γλυκαίνει. Προλαβαίνει να μου πει για τον Πανιώνιο που έπαιζε μπάλα, για τις φυλακές της Κέρκυρας, για την αδελφή του που τον βρήκε μια νύχτα στον δρόμο κι έκλαιγε. Υστερα εμφανίζονται δύο αστυνομικοί από
τη Σταδίου. Ο Νίκος και ο Γιώργος είναι τώρα δύο σκιές που σέρνονται προς την Πανεπιστημίου.

Μόνο ο Λουκάς δεν φεύγει άμα βλέπει αστυνομικούς. Θα τον έχετε δει στα φανάρια της Σταδίου. Εχει μια κουβέρτα στα γόνατα και μιλάει μόνος του. Πρώτη φορά, περνάω στις εννιά το βράδυ, και είναι εκεί. Με ένα μαύρο πανωφόρι, κι αυτή τη φυσιογνωμία που μόνο σε κάτι πίνακες του Θεοτοκόπουλου υπάρ
Keywords
Τυχαία Θέματα