Ελάφρυνση χρέους: αναγκαιότητα ή φενάκη;

07:48 3/1/2014 - Πηγή: Antinews

Η αόριστη υπόσχεση που δόθηκε στην Ελλάδα για ελάφρυνση χρέους, είτε υπό την εκδοχή του ΔΝΤ (απομείωση-«κούρεμα»), είτε υπό την εκδοχή της Γερμανίας (περαιτέρω μείωση των επιτοκίων των μνημονιακών δανείων και παράτασης της διάρκειας αποπληρωμής τους), απετέλεσε κυρίαρχη προσδοκία στον ελληνικό δημόσιο λόγο κατά το έτος 2013. Κατά δε την κρατούσα άποψη στην κοινή γνώμη, η ελάφρυνση θεωρείται απαραίτητη

προϋπόθεση τόσο για την λεγόμενη «βιωσιμότητα» του χρέους, όσο και για τον προγραμματιζόμενο για το 2014 δανεισμό της Ελλάδας απευθείας από τις αγορές χρήματος.

Κατά την αντίληψη αυτή, η Ελλάδα δεν είναι δηλαδή σε θέση να επιβιώσει δημοσιονομικά, παρά μόνον αν λάβει περαιτέρω βοήθεια από τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης.

Είναι όμως πράγματι έτσι;

Περί «βιωσιμότητας» του χρέους εν γένει

Ο νεολογισμός της «βιωσιμότητας» («sustainability») του χρέους υπονοεί ότι ένα χρέος δεν χρειάζεται να αποπληρωθεί, αρκεί να είναι «βιώσιμο». «Βιώσιμο» είναι ένα χρέος, όταν υφίσταται η τεκμηριωμένη προσδοκία ότι θα εξευρίσκονται στο μέλλον δανειστές από την ελεύθερη αγορά χρήματος, πρόθυμοι να αναχρηματοδοτούν το χρέος, όταν λήγουν προηγούμενα δάνεια (ομόλογα ή άλλου είδους). Η τεκμηριωμένη αυτή προσδοκία σημαίνει, για όποιον δανείζει την Ελλάδα, ότι κατά την λήξη του δανείου η χώρα θα έχει, όχι δικά της χρήματα για να αποπληρώσει το δάνειο που της έδωσε (αυτό είναι, σε παγκόσμιο επίπεδο, πρακτικώς αδύνατον να συμβαίνει), αλλά την αξιοπιστία να συνάπτει νέα δάνεια, προκειμένου να επιστραφεί στον δανειστή το ποσόν του ενεστώτος δανείου.

Η απόπειρα του ΔΝΤ να ορίσει με όρους ποσοστών επί του ΑΕΠ (120% το 2020 ή κάτω του 110% το 2022 ή ο,τιδήποτε άλλο) την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι τουλάχιστον παράδοξη, αν όχι πλήρως εσφαλμένη: Η βιωσιμότητα ενός χρέους δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επίτευξη μιας διαρκούς μελλοντικής προσδοκίας περί της δυνατότητας αναχρηματοδότησης. Ασφαλώς και απαιτούνται καλά δημόσια οικονομικά για να συντηρείται η εν λόγω προσδοκία. Από πουθενά όμως δεν προκύπτει ότι μια χώρα πρέπει να πληροί το ένα ή το άλλο μέγιστο ποσοστό χρέους επί του ΑΕΠ σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο, προκειμένου να συντηρείται η προσδοκία αυτή.

Υπάρχουν πολλές χώρες με ιστορία ποσοστών χρέους πολύ μεγαλύτερων από το όριο «βιωσιμότητας» που έθεσε το ΔΝΤ, για τις οποίες ουδέποτε τέθηκε ζήτημα. Το Βέλγιο, επί παραδείγματι, συμφώνησε την ΟΝΕ το 1992 με κατεστραμμένη την μεταποιητική οικονομία του νοτίου, γαλλόφωνου κρατιδίου και βασισμένο στην οικονομία παροχής υπηρεσιών του βορείου, ολλανδόφωνου κρατιδίου, έχοντας ποσοστό χρέους/ΑΕΠ επιπέδου 140%. Η Ιαπωνία επιβιώνει με ποσοστό χρέους άνω του 200% του ΑΕΠ. Τούτο, διότι η δημιουργία του ιαπωνικού χρέους οφειλόταν όχι σε διαρθρωτικού χαρακτήρα δημοσιονομικά ελλείμματα, αλλά στην σώρευση εκτάκτων δαπανών, στις οποίες προέβη η ιαπωνική κυβέρνηση κυρίως κατά την δεκαετία του 1990, προκειμένου να αποφύγει η ιαπωνική οικονομία την ύφεση.

Στην προμνημονιακή οικονομική πραγματικότητα, εν γένει, η οποιαδήποτε απόπειρα να χαρακτηρισθεί το χρέος χώρας του ανεπτυγμένου κόσμου ως δήθεν «μη βιώσιμο» θα αντιμετωπιζόταν είτε ως ατεκμηρίωτη, είτε ως ύποπτη: Έως και είκοσι τέσσερις μόλις ημέρες (30-3-2010) πριν από την αναγγελία υπαγωγής της στον «μηχανισμό στήριξης» από τον τότε πρωθυπουργό, Έλληνες και διεθνείς επενδυτές δάνεισαν στην Ελλάδα ποσό πέντε δις ευρώ με επιτόκιο 5,90% (βλ. ΦΕΚ τ. Β 467/19-4-2010). Ποιος θα δάνειζε, ακόμη και τότε, εάν υφίστατο πεποίθηση περί μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους;

Προκύπτει, συνεπώς, αβίαστα ότι η βιωσιμότητα ενός χρέους αποτελεί συνθήκη καθαρά υποκειμενική. Διαμορφούμενη μεν από ποικίλους αντικειμενικούς παράγοντες, τόσο ποικίλους όμως, ώστε να μην είναι δυνατόν να τυποποιηθεί ένα συγκεκριμένο ανώτατο ποσοστό ως «βιώσιμο».

Η πλήρης υποκειμενικότητα της «βιωσιμότητας» συνεπάγεται για την Ελλάδα, ότι δεν είναι αναγκαίο να φθάσει η χώρα σε κάποιο απολύτως αυθαίρετα και χωρίς καμία επιστημονική θεμελίωση τεθειμένο, συγκεκριμένο ποσοστό χρέους σε συγκεκριμένο χρόνο, αλλά πολύ απλά να πείθει την επενδυτική κοινότητα ότι δεν θα χάσει τα χρήματά της, εάν την δανείσει.

Βιωσιμότητα και ελάφρυνση

Φυσιολογικά συνάγεται από τα παραπάνω η τοποθέτηση ότι το ελληνικό χρέος θα θεωρείται βιώσιμο όχι εάν το θεωρούν τέτοιο το ΔΝΤ ή η Κομισιόν, αλλά αποκλειστικώς και μόνον εάν το θεωρούν όσοι κληθούν αύριο να δανείσουν χρήματα στην Ελλάδα εκ νέου. Εάν δηλαδή η εν γένει επενδυτική κοινότητα θεωρεί αξιόπιστα ότι θα λάβει πίσω όσα χρήματα ενδεχομένως δανείσει σήμερα στην Ελλάδα.

Με άλλα λόγια, η επιτυχής και μόνιμη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές θα αποτελεί και οριστική απάντηση στο (πάντοτε υποκειμενικό) ζήτημα, εάν το ελληνικό χρέος είναι ή όχι βιώσιμο.

Καθίσταται προφανές ότι, εάν η Ελλάδα έχει ή αποκτήσει την δυνατότητα να βρίσκει τα δάνεια που της χρειάζονται από τις αγορές χρήματος, το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους της θα έχει επιλυθεί, χωρίς να απαιτείται καμία περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους από τα κράτη της Ευρωζώνης.

Συνεπώς, η σχέση βιωσιμότητας και ελάφρυνσης χρέους δεν είναι κατ’ ανάγκη αυτή που το ΔΝΤ και η Κομισιόν ισχυρίζονται (η ελάφρυνση του χρέους είναι αναγκαία για την βιωσιμότητα), αλλά μπορεί και να είναι ακριβώς η αντίστροφη: Η δεδομένη, για τις αγορές χρήματος, βιωσιμότητα του χρέους να αποτελεί απόδειξη της μη αναγκαιότητας για την ελάφρυνσή του.

Το αν ισχύει η μία ή η άλλη εκδοχή δεν θα το αποφασίσει κάποιος επίσημος φορέας, παρά μόνον η ίδια η πραγματικότητα.

Καθώς ισχυροποιούνται οι ενδείξεις ότι η Ελλάδα είναι σε θέση να εξέλθει στις αγορές με την υποστήριξη των μεγαλύτερων επενδυτικών τραπεζών παγκοσμίως, χωρίς να τίθεται ως προϋπόθεση η προηγούμενη ελάφρυνση χρέους, το προφανές συμπέρασμα είναι ότι το χρέος της Ελλάδας σήμερα και είναι βιώσιμο (υπό την έννοια ότι αυτή είναι η γενική, ενεστώσα υποκειμενική παραδοχή των αγορών χρήματος) και δεν είναι αναγκαία η ελάφρυνση, για να καταστεί βιώσιμο.

Εύλογα ανακύπτει εδώ το ερώτημα, για ποιο λόγο οι χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί θεωρούν βιώσιμο ένα χρέος της τάξης του 170%. Η απάντηση είναι ότι τα σημερινά δημοσιονομικά δεδομένα δείχνουν ότι η Ελλάδα στα επόμενα χρόνια θα έχει υψηλά πλεονάσματα, τα οποία θα δημιουργήσουν μόνιμη προοπτική μείωσης του χρέους. Σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη ανάπτυξη (αναπόφευκτη, σε μεγάλο βαθμό, έπειτα από τόσα χρόνια βαθειάς ύφεσης), είναι φανερό ότι ο λόγος χρέους/ΑΕΠ θα μειωθεί δραστικά, τόσο λόγω μείωσης του αριθμητή, όσο και λόγω αύξησης του παρονομαστή, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο θα μειωθεί σε «φυσιολογικά», αριθμητικώς, επίπεδα. Σημασία έχει μόνον η δυναμική μείωσης, η οποία φαίνεται ότι είναι τέτοια, ώστε να πείσει τους επίδοξους δανειστές της Ελλάδας για την μελλοντική βιωσιμότητα του χρέους.

Στο περαιτέρω ερώτημα, πού οφείλεται τότε η διεθνής πίεση περί την ελάφρυνση, εάν δεν είναι αναγκαία, απάντηση δίδουν α) η υποβόσκουσα αμερικανο-γερμανική διαμάχη περί την ευρωπαϊκή κρίση και β) τα γερμανικά συμπλέγματα ανωτερότητας, που καθιστούν προτιμότερη για την γερμανική κυβέρνηση την χρήση των χρημάτων του Γερμανού φορολογουμένου, παρά την άρση της κηδεμονίας της Ελλάδας.

Έξοδος στις αγορές vs. ελάφρυνση χρέους;

Καθίσταται σαφές ότι, στον βαθμό που τίθεται, το δίλημμα «ελάφρυνση χρέους, νέο δάνειο και νέο Μνημόνιο», αφενός, και «έξοδος στις αγορές έστω και χωρίς ελάφρυνση χρέους» δεν απαντάται υπό τις συνήθεις μνημονιακές συνθήκες περί (πραγματικών ή ψευδών) «μονοδρόμων», αλλά καθαρά με όρους πολιτικής επιλογής. Τούτο, διότι υπό την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, από το 2014 θα είναι εφικτή η διαχείριση των ελληνικών δημοσιονομικών πραγμάτων χωρίς τα δάνεια των Μνημονίων. Το μόνον ερώτημα που τίθεται, συνεπώς, είναι εάν θα είναι και προτιμητέα η οικονομική διαχείριση εντός ή εκτός Μνημονίων.

Υπέρ της συνέχισης του δανεισμού από τα κράτη της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ συνηγορούν το πολύ χαμηλότερο επιτόκιο των δανείων του «επίσημου» τομέα, καθώς και το γερμανικής καταγωγής επιχείρημα ότι η Ελλάδα φέρεται να χρειάζεται συνεχή κηδεμονία, προκειμένου να της επιβάλλεται η δημοσιονομική αρετή. Υπέρ της συνέχισης της εξάρτησης από την Ευρωζώνη συνηγορεί επίσης και ο υφέρπων ραγιαδισμός μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού, που προτιμάει να κολακεύεται από την ιδέα ότι οι ξένοι είναι δήθεν υποχρεωμένοι να στηρίζουν οικονομικά την Ελλάδα, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα και έναν μόνιμο αποδέκτη μιας μονίμως ατελέσφορης τάσης για διαμαρτυρία, συνδεόμενης με συλλογικά συμπλέγματα κατωτερότητας.

Τα δύο τελευταία επιχειρήματα σημαίνουν βέβαια ότι η Ελλάδα, για κάποιον μεταφυσικό λόγο, δεν δικαιούται ή δεν επιθυμεί να είναι ανεξάρτητο κράτος. Εντούτοις, η άσκηση πολιτικής πρέπει να απεξαρτηθεί τόσο από μικροελλαδικά συμπλέγματα κατωτερότητας, όσο και από τα παραπληρωματικά αυτών γερμανικά συμπλέγματα ανωτερότητας. Ειδικά περί των τελευταίων, θα πρέπει οι εταίροι μας να συνειδητοποιήσουν, ότι το συλλογικό τραύμα που προκάλεσαν τα Μνημόνια στην ελληνική κοινωνία θα λειτουργήσει για τις επόμενες γενεές με τρόπο παρόμοιο με τον γερμανικό υπερπληθωρισμό που προηγήθηκε της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία: Για το ορατό τουλάχιστον μέλλον είναι μάλλον αδύνατον να υπάρξει πολιτική συναίνεση στην Ελλάδα για αύξηση του δημοσίου δανεισμού. Καμία κυβέρνηση, δεξιά ή αριστερή, δεν θα μπορέσει πλέον να νομιμοποιήσει πολιτικά τα ελλείμματα και τον επιπλέον δανεισμό.

Το ισχυρότερο επιχείρημα έναντι του αυξημένου επιτοκίου των αγορών, θα είναι η οριστική παύση του «λάθος προγράμματος» που έχει παραδεχθεί μεν ανοικτά το ΔΝΤ, αλλά συνεχίζει με ανεξήγητη καταστροφική επιμονή να θέλει να επιβάλει στην Ελλάδα. Η παραδοχή του «λάθους» σημαίνει η Ελλάδα χρειαζόταν και χρειάζεται διαφορετική διαχείριση των δημοσίων οικονομικών της. Όχι ότι δεν απαιτείται δημοσιονομική αυστηρότητα: Κάθε άλλο. Όμως το οικονομικό πρόγραμμα των Μνημονίων δεν ήταν πρόγραμμα δημοσιονομικής αυστηρότητας: Ήταν πρόγραμμα εκτεταμένης, όσο και αχρείαστης οικονομικής καταστροφής. Την μεγαλύτερη απόδειξη περί τούτου αποτελεί το γεγονός ότι η ίδια η Ελλάδα έχει εφαρμόσει στο παρελθόν με δική της πρωτοβουλία προγράμματα λιτότητας με επιτυχία, χωρίς τα καταστροφικά αποτελέσματα του «μονοδρόμου» των Μνημονίων.

Ο οικονομολογικός παραλογισμός από την πλευρά της τρόικας συνεχίζεται μέχρι σήμερα, απειλώντας μάλιστα, και μόνο που διατυπώνεται, την επερχόμενη ανάκαμψη, μέσω της επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος που προκαλεί. Συνεπώς, το περιορισμένο δημοσιονομικό κόστος του αυξημένου επιτοκίου των αγορών, που ούτως ή άλλως δεν απειλεί την δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας, θα υπερκαλυφθεί από τα επιπλέον έσοδα που θα φέρει στο κράτος η αυξημένη οικονομική δραστηριότητα, που θα προκαλέσει η βελτίωση του οικονομικού κλίματος.

Στα δημοσιονομικά αυτά πλεονεκτήματα θα πρέπει να προστεθούν και τα εμφανή πολιτικά πλεονεκτήματα της αποδέσμευσης από τα Μνημόνια. Πολιτικό πλεονέκτημα για την ελληνική κυβέρνηση σημαίνει πολιτική σταθερότητα για την χώρα και πολιτική σταθερότητα σημαίνει ταχύτερη ανάκαμψη. Τα πολιτικά αυτά πλεονεκτήματα θα υπερκεράσουν όποιο τέτοιο πλεονέκτημα θα μπορούσε να προσδώσει στην ελληνική κυβέρνηση η υλοποίηση της δέσμευσης των δανειστών για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους

Συμπερασματικώς, η έξοδος στις αγορές πρέπει, από δημοσιονομικής απόψεως, να προτιμηθεί σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν θέσει σε κίνδυνο την διαπραγμάτευση περί την λεγόμενη «ελάφρυνση» του ελληνικού χρέους. Η Ελλάδα χρειάζεται την αποδέσμευση από τα Μνημόνια περισσότερο από ποσοτική μείωση των επιτοκίων που θα πληρώνει στους δανειστές της.

Γεώργιος Ι. Μάτσος

Δ.Ν., Δικηγόρος

Keywords
Τυχαία Θέματα