80 χρόνια από την άνοδο του Χίτλερ: Πώς οι διπλωμάτες υποτίμησαν την κατάσταση

Την Τετάρτη συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, στη Γερμανία. Η αλληλογραφία των ξένων διπλωματών στο Βερολίνο της εποχής αποκαλύπτει το βαθμό στον οποίο υποτιμήθηκε ο κίνδυνος του Ναζιστικού Κόμματος γράφει ο ερευνητής στο Κέντρο Σύγχρονης Ιστορίας του Αμβούργου, Christoph Strupp.
«Η πολιτική κατάσταση σήμερα είναι τόσο περίπλοκη και εξαρτάται από τόσους ψυχολογικούς παράγοντες, που δεν είναι δυνατόν να γίνει οποιαδήποτε οριστική πρόβλεψη» έγραψε σε μια επιστολή του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ τον Φεβρουάριο του 1933 ο George S. Messersmith,

πρόξενος των ΗΠΑ στο Βερολίνο την περίοδο 1930 – 1934. Τέσσερις ημέρες νωρίτερα, ο καγκελάριος Kurt von Schleicher παραιτήθηκε, λίγες εβδομάδες μετά την εκλογή του. Ο αντικαταστάτης του ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ. «Νομίζω ότι, είτε το καθεστώς Χίτλερ διαρκέσει λίγους μήνες είτε περισσότερο, δεν είναι παρά μόνο μια φάση στην εξέλιξη προς πιο σταθερές πολιτικές συνθήκες, και ότι αυτήν την κυβέρνηση θα διαδεχθεί μια άλλη που θα δείχνει πιο σταθερή από οποιαδήποτε είχε η Γερμανία εδώ και μερικά χρόνια. Οι άνθρωποι έχουν κουραστεί πολιτικά» έγραφε ο Messersmith.
Μαζί με άλλους παρατηρητές, οι διπλωμάτες στο Βερολίνο το 1933 δεν αναγνώρισαν αμέσως ότι ο διορισμός της νέας κυβέρνησης σηματοδότησε μια ιστορική καμπή. Σε αυτό το πρώιμο στάδιο, κανείς δεν προέβλεψε ότι το ναζιστικό καθεστώς θα διαρκέσει για 12 χρόνια και θα λήξει με μια καταστροφή όπως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αρχικά, το υπουργικό συμβούλιο του Χίτλερ θεωρήθηκε ακριβώς άλλη μια μακροχρόνια ή βραχύβια γερμανική κυβέρνηση.

Μια μέρα μετά τις δηλώσει τους Messersmith, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ Frederic Μ. Sackett επεσήμανε ότι οι πολιτικές εντάσεις προφανώς αυξάνονταν και ότι «η κάλυψη του παρόντος υπουργικού συμβουλίου, με τα συνήθη ασύμφωνα στοιχεία, δημιουργεί ένα γόνιμο πεδίο για προβλήματα». Ο Sackett δεν πίστευε ότι οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν αρκετά ισχυροί για να κυβερνήσουν. Οι αμφιβολίες του φάνηκε να επιβεβαιώνονται από τον αριθμό και τις περιγραφές των υπουργικών θέσεων στο υπουργικό συμβούλιο – ο Wilhelm Frick έγινε υπουργός Εσωτερικών, ο Hermann Göring υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου.

Κατά τη γνώμη του Sackett, η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του αντι-καγκελάριου Franz von Papen και του Υπουργού Οικονομικών Alfred Hugenberg. Ήταν μια άποψη που συμφωνούσε με τις παρατηρήσεις που είχαν κάνει και οι αμερικανοί συνάδεφλοί του. Στις 30 Ιανουαρίου του 1933, η πρεσβεία στο Βερολίνο έστειλε ένα τηλεγράφημα για το διορισμό του Χίτλερ και το νέο υπουργικό συμβούλιο, τονίζοντας την «αντιδραστική και μοναρχική επιρροή» της νέας κυβέρνησης. Στην αρχή, πολλοί διπλωμάτες πίστευαν ότι αυτή η συντηρητική συγκράτηση του Χίτλερ θα εξασφαλίσει ότι η ατζέντα της κυβέρνησης δεν θα προσδιορίζεται από την ριζοσπαστική ιδεολογία των εθνικοσοσιαλιστών. Τις επόμενες εβδομάδες, όμως, το καθεστώς άρχισε να εξαπολύει την βίαιη και τρομοκρατική εκστρατεία του – τόσο σε κυβερνητικό επίπεδο, όσο και στους δρόμους. Τότε τα ξένα προξενεία άρχισαν να διαπιστώνουν την αυξανόμενη ζήτηση για βίζες προς τις γειτονικές χώρες.

Πλήγμα στη δημοκρατία

Σημαντικές προσωπικότητες του διπλωματικού σώματος – όπως ο πρέσβη της Γαλλίας François André-Poncet, ο Βρετανός Horace Rumbold και ο διάδοχός του Eric Phipps, ο ακόλουθος της Δανίας Herluf Zahle και ο Messersmith – αναφέρθηκε εκτενώς στη ναζιστική πολιτική της Gleichschaltung, που επέβαλε πολιτικές συμμόρφωσης σε όλους τους τομείς, από την οικονομία και τις επαγγελματικές ενώσεις ως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τον πολιτισμό και την εκπαίδευση.

«Η δημοκρατία της Γερμανίας έχει πληγεί και μπορεί να μην ανακάμψει ποτέ» έγραψε ο Frederic Sackett μετά τις εκλογές της 5ης Μαρτίου για τη Reichstag, όπως ονομαζόταν τότε το κοινοβούλιο της Γερμανίας. «Η Γερμανία έχει βυθιστεί κάτω από ένα τεράστιο ναζιστικό κύμα. Το προαναγγελθέν ‘Τρίτο Ράιχ’ έχει γίνει πραγματικότητα». Στις αρχές Απριλίου, ο André François-Poncet παραπονέθηκε ότι οι εξελίξεις απέτυχαν να δημιουργήσουν «ήρωες ή μάρτυρες» και ότι η γερμανική δημοκρατία δεν κατάφερε να σωθεί.

Οι διπλωμάτες προσπάθησαν να μεταφέρουν στους αρμόδιους στις πατρίδες τους τι σημαίνει να ζεις σε μια δικτατορία, η οποία εξακολουθούσε να φαίνεται σε πολλούς ένα «νέο ξεκίνημα», μετά και την κρίση των προηγούμενων ετών. Είχε βρει αποδοχή σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών ομάδων, που περιελάμβανε και πρώην μέλη των εργατικών κομμάτων της Γερμανίας. Οι διπλωμάτες προσπαθούσαν να κάνουν κατανοητό ότι οι πολιτικοί αντίπαλοι των Ναζί και οι Εβραϊκές Κοινότητες της χώρας δεν ήταν οι μόνοι που αντιμετώπιζαν την ανομία και τις διώξεις, αλλά το ίδιο συνέβαινε και με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Ο φόβος διέπνεε τη δημόσια ζωή, με τους περισσότερους να αποδέχονται το νέο status quo από καθαρό εκφοβισμό. Από την αρχή, οι διπλωμάτες ανέφεραν επίσης για τις μαζικές συγκεντρώσεις των φανατικών που καθοδηγούνταν από την προπαγάνδα.

Οι αντιφάσεις στις αναφορές τους δεν είχαν καμία σχέση με τις πολιτικές θέσεις τους. Η ίδια σύγχυση εκφράστηκε και από τους μετέπειτα αντιπάλους του πολέμου, τις ουδέτερες δυνάμεις και ακόμα και από τις φασιστικές δυνάμεις της Ιταλίας. Αυτό δείχνει το είδος του ναζιστικού καθεστώτος. Από την εποχή της ίδρυσής του, απέκλεισε και δίωξε ανελέητα δημογραφικές ομάδες, παρέχοντας ταυτόχρονα σε όσους ανήκαν στην Volksgemeinschaft, την «κοινότητα των Γερμανών», ελκυστικά ιδεολογικά και υλικά κίνητρα.

Προς το τέλος του Μαρτίου του 1933, ο πρέσβης της Γαλλίας Francois-Poncet έγραψε ότι, από πολλές απόψεις, «οι Ναζί επιδεικνύουν μια διπλή τάση. Μερικοί είναι καταστροφικοί, διψούν για εξουσία και είναι πρόθυμοι να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των επαναστατικών ζηλωτών της SA» -αναφερόμενος στους φαιοχίτωνες. «Άλλοι όμως» πρόσθεσε ο πρέσβης, « θέλουν να παρουσιάζονται ως μετριοπαθείς, λογικοί και πνεύματα πολιτικής συμφιλίωσης και επιθυμούν να κερδίσουν τα σκεπτόμενα μέλη του πληθυσμού».

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αξιόπιστες προβλέψεις ήταν αδύνατον να γίνουν εκείνες τις πρώτες εβδομάδες. Αλλά οι επιθέσεις σε πολιτικούς αντιπάλους των Ναζί – μη κομφορμιστές και, κυρίως, Εβραίους – έγιναν πιο συχνές. Οι παρατηρητές συμφωνούσαν ότι η χιονοστιβάδα βίας και οι «απεριόριστες φυλετικές διώξεις», όπως το έθεσε ο Messersmith την παραμονή του μποϊκοτάζ των εβραϊκών επιχειρήσεων που άρχισε την 1η Απριλίου, θα οδηγούσε κάποτε σε διεθνείς εχθρότητες. «Είναι πλέον σαφές ότι πρόκειται για την πλέον εξτρεμιστική εθνική κυβέρνηση που μπορεί κανείς να φανταστεί» έγραψε ο Messersmith στις 9 Μαΐου. «Αν και επιθυμεί διακαώς την ειρήνη για τα επόμενα χρόνια, προκειμένου να εδραιώσει τη θέση της, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι μόλις καταφέρει να εδραιωθεί ‘η νέα Γερμανία’ θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να επιβάλει τη θέλησή της στον κόσμο».

http://www.spiegel.de/international/germany/marking-eighty-years-since-hitler-took-power-in-germany-a-880565.html

Keywords
Τυχαία Θέματα