Werewolf The Apocalypse: Earthblood – Review

Bark at the moon.

To Werewolf: The Apocalypse – Earthblood είναι από εκείνα τα παιχνίδια που, διαβάζοντας το concept τους, θεωρείς ότι υπάρχει η βάση για να δημιουργηθεί ένα καλό δείγμα στην κατηγορία των Action RPGs, και γιατί όχι για ένα καινούργιο franchise. Και πώς να μην θεωρήσεις κάτι τέτοιο, όταν ο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι ένας λυκάνθρωπος, αποφασισμένος για εκδίκηση, σε έναν κόσμο που βασίζεται στο σύμπαν της γνωστής RPG

σειράς της White Wolf, Classic World of Darkness;

Αν και σε αρκετούς από εμάς δεν λέει κάτι αυτό το όνομα, σίγουρα η πλειοψηφία γνωρίζει για το Vampire: The Masquerade που ανήκει στο ίδιο σύμπαν. Δυστυχώς, όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το Werewolf: The Apocalypse – Earthblood δεν καταφέρνει να μεταφράσει όλο αυτό το άκρως ενδιαφέρον concept σε μία αξιόλογη εμπειρία.

Ξεκινώντας με το σενάριο του Werewolf, θα λέγαμε ότι χωράει με το ζόρι σε μία σελίδα. Αναλαμβάνουμε τον ρόλο του οικο-τρομοκράτη Cahal, ο οποίος εμφανισιακά θυμίζει έντονα τον Kratos από το God of War, με στόχο να προστατέψουμε τη φύση, το πνεύμα της οποίας ονομάζεται The Wyld, από το The Wyrm, το πνεύμα της καταστροφής, που μέσω της εταιρείας Endron έχει σαν στόχο να καταστρέψει τον πλανήτη, την Gaia.

Και αν όλο αυτό σας θυμίζει την ιστορία του Final Fantasy VII, έχετε απόλυτο δίκιο -αν και δεν φτάνει σε τίποτα τον συγκεκριμένο τίτλο. Το RPG στο οποίο βασίζεται το Werewolf: The Apocalypse – Earthblood έχει μια τεράστια και ενδιαφέρουσα μυθολογία, την οποία δυστυχώς δεν την εκμεταλλεύτηκαν οι δημιουργοί του παιχνιδιού, και δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία να την εξηγήσουν πιο αναλυτικά κατά τη διάρκεια του playthrough.

O τίτλος της γαλλικής Cyanide (δημιουργού, μεταξύ άλλων, των Space Hulk: Deathwing και Call of Cthulhu), αν και υποτίθεται ότι ανήκει στο είδος των Action RPGs, σαν gameplay δεν έχει καμία σχέση με RPG, με τις επιλογές στους διαλόγους να είναι ελάχιστες και χωρίς επιρροή στην έκβαση της ιστορίας. Ο Cahal έχει πρόσβαση σε τρεις μορφές που έχουν διαφορετικό ρόλο, τις οποίες μπορεί να αναβαθμίσει μέσω ενός απλοϊκού skill tree.

Όπου υπάρχουν stealth κομμάτια, χρησιμοποιούμε τον Cahal ως άνθρωπο και ως λύκο. Στην ανθρώπινη μορφή έχουμε πρόσβαση σε ένα μόνο όπλο, το crossbow, με μικρό αριθμό bolts, και περιοριζόμαστε στο να εξολοθρεύουμε τους εχθρούς είτε με stealth chokes είτε με το προαναφερθέν crossbow, ενώ δεν μπορούμε να αλλάξουμε ή να πάρουμε κάποιο άλλο όπλο καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας.

Ως λύκος περιοριζόμαστε πάλι στο stealth κομμάτι, και χρησιμοποιούμε τη μορφή αυτή για να κινούμαστε μέσα σε αεραγωγούς, θυμίζοντας έντονα τα Metal Gear Solid του παρελθόντος. Μιλώντας για Metal Gear Solid, είναι εμφανής η επιρροή που έχει η συγκεκριμένη σειρά στο Werewolf, αλλά δυστυχώς δεν φτάνει σε τίποτα το gameplay της πασίγνωστης σειράς της Konami.

Στις 10 περίπου ώρες που περάσαμε με τον τίτλο μέχρι να πέσουν τα end credits, δεν βρήκαμε κανένα section όπου να έχει νόημα να ακολουθήσουμε stealth προσέγγιση για να το περάσουμε, αφού δεν υπάρχει καν η επιλογή να κρύψουμε κάπου τα πτώματα, ενώ, ακόμη χειρότερα, το detection των εχθρών δεν λειτουργεί σωστά.

Η τρίτη και τελευταία μορφή που έχουμε στη διάθεσή μας είναι αυτή του λυκάνθρωπου, την οποία αναλαμβάνουμε όταν έρχεται η ώρα για μάχη, όπου και φαίνεται ότι δόθηκε το μεγαλύτερο βάρος από τους δημιουργούς.

Η συγκεκριμένη μορφή διαθέτει δύο διαφορετικά stances, ένα για γρήγορη και ευέλικτη μάχη, και ένα με πιο δυνατά χτυπήματα, αλλά πιο αργή κίνηση, ενώ υπάρχει και ένας μετρητής, ο οποίος γεμίζει κατά τη διάρκεια των συμπλοκών και μας δίνει πρόσβαση σε μία τρίτη, την Frenzy, που αποτελεί συνδυασμό των δύο προηγούμενων αλλά χωρίς ειδικές κινήσεις.

Η μορφή Werewolf είναι ίσως το μοναδικό κομμάτι του τίτλου που μας κράτησε κάπως για να συνεχίσουμε να παίζουμε, αν και λόγω της έντονης επανάληψης του gameplay ακόμα και αυτή γίνεται εύκολα βαρετή μετά από λίγες ώρες.

Στο τεχνικό κομμάτι του τίτλου νιώσαμε ότι γυρίσαμε πίσω κάποια χρόνια, στην εποχή του PlayStation 3, αν και για να είμαστε ειλικρινείς υπήρχαν κάποια ελάχιστα σημεία που μας θύμισαν την αρχή της προηγούμενης γενιάς. Η αλλαγή ανάμεσα στις μορφές γίνεται γρήγορα, ενώ μετά το τέλος της κάθε μάχης το δωμάτιο είναι γεμάτο από το αίμα των εχθρών μας.

Manual save δεν υπάρχει, μόνο autosave, σε διάφορα sections υπάρχει loading screen, ακόμα και στο PlayStation 5 που δοκιμάσαμε τον τίτλο, γεγονός απαράδεκτο για τέτοιου επιπέδου γραφικά και μικρού μεγέθους πίστες. Tέλος, το soundtrack, τα εφέ και η γενικότερη παραγωγή στο κομμάτι του ήχου είναι, απλώς, αδιάφορα.

Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι το Werewolf: The Apocalypse – Earthblood, σαν μυθολογία αλλά και σαν concept, έχει στοιχεία που στα κατάλληλα χέρια και με το ανάλογο budget μία ομάδα ανάπτυξης θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πολύ καλό παιχνίδι στην κατηγορία των Action RPGs, και μακάρι να γίνει κάτι τέτοιο στο μέλλον.

Όσον αφορά όμως στον τίτλο που παίξαμε, θα λέγαμε ότι δεν αξίζει για αγορά, και αν σας ενδιαφέρει να κάνετε κάποιο playthrough, καλύτερα να περιμένετε όταν ενδεχομένως θα δοθεί δωρεάν σε κάποια από τις συνδρομητικές υπηρεσίες των Sony και Microsoft ή σε κάποιο PC game store.

Το Werewolf: The Apocalypse – Earthblood κυκλοφορεί από τις 4/2/21 για PS4, PS5, PC, Xbox One και Xbox Series X|S. Το review βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5 με review code που λάβαμε από την AVE.

The post Werewolf The Apocalypse: Earthblood – Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα