The Last Show of Mr. Chardish – Review

Αυλαία και πάμε…

Είναι λίγες οι φορές, στα χρόνια gaming εμπειρίας του γράφοντα, όπου παιχνίδια τόσο ιδιαίτερης και εξειδικευμένης θεματολογίας, παιχνίδια που υπό άλλες συνθήκες θα αφορούσαν συγκεκριμένο niche κοινό, έχουν τις αξιώσεις να κάνουν ένα βήμα μπροστά και να ζητήσουν την προσοχή ενός ευρύτερου ακροατηρίου, στοχεύοντας να προσελκύσουν με την ποιότητά τους ματιές εκτός των στενών πλαισίων της θεματολογίας τους.

Το Last Show of Mr. Chardish, η πιο πρόσφατη δημιουργία

της Punk Notion, που κυκλοφορεί υπό την αιγίδα της Hydra Games, κάνει το βήμα αυτό. Τολμά να σπάσει τον εσωστρεφή κύκλο του ίδιου του setting του και να αναλάβει το “βάρος” της εισαγωγής ενός νέου παίκτη στον μυστηριακό, αξιοπερίεργο κόσμο του. Ευτυχώς, σε μεγάλο βαθμό, τα καταφέρνει…

Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, διαβάζοντας τα παραπάνω, τι το τόσο παράξενο έχει αυτός ο τίτλος για να απαιτεί έναν τέτοιο πρόλογο. Η απάντηση είναι ότι τα στοιχεία που ξεχωρίζουν το Last Show of Mr. Chardish από άλλα παιχνίδια, είναι πολλά και αφορούν όλο το φάσμα του. Από τις εναλλαγές μεταξύ πρώτου και τρίτου προσώπου, μέχρι τη θεατρική θεματολογία του, η δημιουργία των Πολωνών, βρίθει από obscure στοιχεία που την ξεχωρίζουν από άλλους τίτλους του είδους.

Επιπροσθέτως, και σε μια δεύτερη ανάλυση, ούτε το ίδιο το είδος του παιχνιδιού μπορεί να καταταχθεί εύκολα σε κάποιο συγκεκριμένο genre, με το περιεχόμενό του να ακροβατεί ανάμεσα σε walking simulator, puzzle game, ίσως μέχρι και atmospheric horror. Το πόνημα του πολωνικού studio, έχοντας βέβαια σαφή προσανατολισμό προς τη δομή του “εξομοιωτή περπατήματος”, εισάγει σημαντικά στοιχεία puzzling αλλά και νότες τρόμου σε στιγμές, μίξη η οποία γίνεται ομαλά και στρωτά, χωρίς να είναι εμφανής στον παίκτη η εναλλαγή των ειδών.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το Last Show of Mr. Chrdish μάς δίνει το ρόλο της Ella McLane, αρχικά αγνώστων λοιπών στοιχείων, η οποία επισκέπτεται το θέατρο του εκλιπόντος σπουδαίου θεατρικού παραγωγού Robert Chardish, στον επαρχιακό τόπο καταγωγής του τελευταίου. Ό τίτλος, στην ουσία, είναι μια περιήγηση της πρωταγωνίστριας στο χώρο του θεάτρου, κατά την οποία, μέσα από διάσπαρτα σημειώματα που συλλέγει, γνωρίζει καλύτερα διάφορες άγνωστες πτυχές του Mr. Chardish, ενώ αποκαλύπτεται και η μεταξύ τους σχέση.

Παράλληλα, και κατά την περιήγηση της αυτή, η οποία συμβαίνει σε πρώτο πρόσωπο, η πρωταγωνίστρια συναντά, σε διάφορα σημεία του θεάτρου, μάσκες (σήμα κατατεθέν των έργων του παραγωγού). Φορώντας τις μάσκας αυτές (παράλληλα με το σκηνικό, που μεταφέρεται σε δράση τρίτου προσώπου), κάθε μια από αυτές μάς μεταφέρει στον φανταστικό κόσμο της εκάστοτε παράστασης που χρησιμοποιήθηκε. Εδώ το παιχνίδι γίνεται πραγματικά ενδιαφέρον.

Οι θεατρικές παραστάσεις που αναβιώνουμε μέσα από τα μάτια της Ella (κατ’ ουσίαν τα chapters του τίτλου δηλαδή) είναι πραγματικά καλοσχεδιασμένα. Πολύ όμορφη αισθητική, εξαιρετικός σχεδιασμός περιβαλλόντων, με αφοπλιστική μινιμαλιστική γοητεία και ετερομορφία μεταξύ τους. Η ποικιλία αυτή σε κόσμους που θα συναντήσει ο παίκτης, δεν περιορίζεται στη μορφή καθενός από αυτούς αλλά και στην εμπειρία gameplay που έχει να προσφέρει με μερικές από αυτές να είναι ευφυείς και εμπνευσμένες.

Κατά τη διάρκεια του τίτλου και γνωρίζοντας το ένα θεατρικό έργο μετά το άλλο, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με γρίφους βάσει της οπτικής, γίνεται πτηνό και πετάει πάνω από ανατολίτικες πόλεις χτισμένες σε κοιλάδες, βρίσκει τον δρόμο του μέσα σε χάρτινους λαβυρίνθους και χρωματίζει γκρίζους κόσμους με ένα τεράστιο πινέλο. Όλα αυτά δεμένα με ένα κοινό θεατρικό γίγνεσθαι και μια αύρα παράστασης . Ίσως οι περιγραφές να μοιάζουν κάπως ασαφείς, αλλά αυτό είναι και ένα από τα βασικά, ειδοποιά στοιχεία του τίτλου: οι εικόνες που φτιάχνει και παρουσιάζει, οι εμπειρίες που κατασκευάζει και χαρίζει στον παίκτη είναι δύσκολο να αποτυπωθούν σε μερικές γραμμές κειμένου. Προβλήματα, όπως το έντονο aliasing σε στιγμές ή η έλλειψη αλληλεπίδρασης με τον κόσμο και τα περιβάλλοντα, ειδικά στις στιγμές πρώτου προσώπου, δεν στερούν μεγάλο κομμάτι της διασκέδασης αλλά σίγουρα το να μην υπήρχαν θα βελτίωνε την όλη εμπειρία.

Από εδώ και πέρα , όμως, τίθεται ένα βασικό ερώτημα, το οποίο ταλάνισε τον γράφοντα αρκετά μέχρι την απόρροια κάποιου συμπεράσματος σχετικά με αυτό (και τελικά του στέρησε και το κάτι παραπάνω βαθμολογικά). Πώς κρίνεται ένα παιχνίδι που, παρά τις πανέμορφες εικόνες που έχει δώσει συνολικά καθ’ όλη τη διάρκειά του, στην πραγματικότητα δεν έχει gameplay; Στο ζύγι μπαίνουν οι πρωτόγνωρες στιγμές που χαρίζει ένας τίτλος όταν αντίβαρο είναι μια αδιάφορη ιστορία; Για να εξηγούμαστε, το Last Show δεν έχει τίποτα πραγματικά σοβαρό να προσφέρει σε θέμα γρίφων. Οι περισσότεροι που συναντά κανείς δεν απαιτούν καν σκέψη και η λύση τους επαφίεται σε μια απλή τακτική trial & error.

Είναι το πρώτο walking simulator που διέπεται από αδιάφορους γρίφους; Προφανώς και όχι, αλλά όταν στη μίξη δεν μπαίνει τουλάχιστον μια ενδιαφέρουσα πλοκή για να διατηρήσει το ενδιαφέρον, τα πράγματα αρχίζουν και ζορίζουν, και δυστυχώς στην προκειμένη το σενάριο, παρά το ιδιάζον θέμα που καταπιάνεται, παραμένει “flat” και άνευρο. Τα μηνύματα που περνάει κάθε άλλο παρά ρηχά είναι βέβαια, με τους βασικούς προβληματισμούς του να αναπτύσσονται γύρω από τη ματαιότητα, την αμφιβολία και τα δημιουργικά αδιέξοδα με τα οποία μπορεί να έρθει αντιμέτωπη η φύση ενός δημιουργού, η οντότητα ενός καλλιτέχνη.

Οι προβληματισμοί αυτοί παρουσιάζονται και αναλύονται δημιουργικά μέσα από το κάθε chapter, δίνοντας τροφή για σκέψη με τρόπο βιωματικό και άμεσο. Σε αυτό το κομμάτι, πραγματικά, το παιχνίδι της Punk Notion θα μπορούσε να αποτελεί case για την προσέγγιση των videogames σε φιλοσοφικά, βαθύτερα θέματα διαλεκτικής. Συνεπώς, έχοντας υπόψη τα δύο βασικά αυτά μειονεκτήματα αλλά και το μεγάλο συν του LSMC, τι απάντηση δίνει κανείς στο “πώς κρίνεται;”;

“Εκ του αποτελέσματος” είναι η ασφαλέστερη και πιο δίκαιη λύση, κατα την ταπεινή άποψη του υπογράφοντος. Ο αντίκτυπος που αφήνει ένα παιχνίδι σε αυτόν που το παίζει είναι η “καθαρότερη”, πιο ανεπηρέαστη ματιά που μπορεί κανείς να υιοθετήσει για να εκτιμήσει μια δημιουργία. Ειδικά μια δημιουργία σαν αυτή, με βασικό πλεονέκτημα τα συναισθήματα που προκαλεί η ατμόσφαιρά του και τη φαντασία που διεγείρουν οι εικόνες του. Το Last Show, αυτό το καταφέρνει καλά.

Παρά τις ελλείψεις του στους προαναφερθέντες τομείς, στο τέλος της (μικρής) εξάωρης διάρκειάς του καταφέρνει να αφήσει μια γλυκιά επίγευση, χωρίς κανείς να έχει καταλάβει και να έχει επεξεργαστεί το τι βίωσε, επαναπαυόμενος σχεδόν μόνο στο θυμικό του και στη διέγερση των αισθητηριακών του μέσων. Ακριβώς όπως σε μια καλή θεατρική παράσταση. Ακριβώς όπως θα ήθελε ο κύριος Chardish.

Το The Last Show of Mr. Chardish κυκλοφορεί από τις 5/11/20 για PC. Το review βασίστηκε σε review code που λάβαμε από τον εκδότη, την Hydra Games.

The post The Last Show of Mr. Chardish – Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα