Remothered: Broken Porcelain – Review

Θα έπρεπε να κυκλοφορεί χωρίς το “Porcelain” στον τίτλο.

Τα survival-horror παιχνίδια αποτελούν ένα από τα πλέον απαιτητικά είδη, με λεπτές ισορροπίες και ανάγκη για ιδιαίτερη μαεστρία ώστε να επιτευχθεί η αίσθηση του φόβου. Ισορροπία στο survival στοιχείο, ώστε να δημιουργείται εύστοχα η αίσθηση της τρωτότητας, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τα κατατόπια του εκνευρισμού. Χρειάζεται μαεστρία στην απόδοση και τον ρυθμό της πλοκής προκειμένου να μην καταφεύγει σε ακούσιες καταστάσεις γελοιοποίησης.

Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο

δύσκολη όταν μπαίνει και το θέμα του sequel στην εξίσωση, όπου εκεί πλέον μπαίνει και η συνιστώσα της βελτίωσης, πατώντας στα θεμέλια του πρώτου τίτλου. Και αν δεν υπάρχει βελτίωση, τότε, αν μη τι άλλο, θα περιμένει κάποιος έστω να πατάει στα ίδια ποιοτικά στάνταρ.

Το Remothered: Broken Porcelain αποτελεί ένα ιδανικό παράδειγμα τόσο για το πως δεν πρέπει να γίνεται ένα sequel, όσο και για το τι δεν πρέπει να κάνει κάποιος όταν φτιάχνει ένα survival-horror. Ως μοναδικό θετικό στοιχείο του τίτλου μπορούμε να εκλάβουμε τα μαθήματα προς αποφυγή για επίδοξους developers. Εξαρχής θα πρέπει να τονίσουμε ότι η ενασχόληση θα πρέπει να αποφευχθεί διά ροπάλου ακόμα και για τους λάτρεις του είδους και όχι, δεν βρίσκεται καν σε εκείνα τα περιθώρια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “τόσο κακό που είναι καλό” (όπως στην περίπτωση του Crying is not Enough π.χ.). Φυσικά ούτε λόγος να θεωρηθεί ως guilty pleasure, κάτι που μετά βίας θα μπορούσε να ισχύσει ακόμα και για την περίπτωση του Daymare 1998.

Η κακή ποιότητα του Broken Porcelain μάς έπιασε εξαπίνης, καθώς η πρώτη προσπάθεια της ολιγομελούς Stormind Games με το Remothered: Tormented Fathers του 2018, ήταν μία σχετικά αξιοπρεπής προσπάθεια. Σαφέστατα είχε διάφορα θέματα σε επίπεδο gameplay καθώς και στη σεναριακή απόδοση, η οποία καταντούσε αρκετές φορές φλύαρη (με αποκορύφωμα το ανεκδιήγητο φινάλε), εντούτοις, πετύχαινε σε σεβαστό βαθμό τη σκοτεινή και άβολη ατμόσφαιρα της έπαυλης. Ήταν ένα σύνολο που έδειχνε υποσχόμενο για μία πιο δουλεμένη συνέχεια, θεωρώντας ότι η ιταλική ομάδα ανάπτυξης θα αξιοποιούσε την πολύτιμη εμπειρία από την ανάπτυξη του Tormented Fathers ώστε να βελτιώσει τις διάφορες αδυναμίες του και εν τέλει να μεταφέρει έναν ουσιαστικό και εκμοντερνισμένο πνευματικό διάδοχο των Clock Tower.

Στο Broken Porcelain η κακή μέρα από το πρωί φαίνεται. Εξαρχής μάς δίνεται ο ρόλος ενός νεαρού κοριτσιού, της Jennifer, όπου σε ένα υπόγειο της επιτίθεται ένας δολοφόνος, μία σκηνή που συνοδεύεται από μηδαμινές πληροφορίες και δεν επεξηγείται σε καμία περίπτωση επαρκώς στη συνέχεια, σε ένα σεναριακό μοτίβο που γενικά επαναλαμβάνεται στη διάρκεια του παιχνιδιού. Σε αυτό το πρώτο κομμάτι ενδέχεται να κάνετε γύρους στον περιορισμένο χώρο, αποφεύγοντας αγωνιωδώς τον δολοφόνο για αρκετά λεπτά, προσπαθώντας να εντοπίσετε τι ακριβώς πρέπει να κάνετε για να γλυτώσει η νεαρή πρωταγωνίστρια, μόνο για να διαπιστώσετε στο τέλος ότι η λύση ήταν απλά να κάνετε το λάθος να σας πιάσει ο δολοφόνος.

Αν μη τι άλλο, αποτελεί μία άγαρμπη εισαγωγή με ασαφές, στην καλύτερη περίπτωση, objective, σε μία τακτική που δυστυχώς επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, οδηγώντας διαρκώς στον εκνευρισμό. Η κατάσταση χειροτερεύει σημαντικά ήδη από την πρώτη κανονική αναμέτρηση που έρχεται στην πρώτη ώρα της ενασχόλησης. Έπειτα από το πρώτο, άδοξο, κυνηγητό θα βρούμε την Jennifer ως βοηθό υπηρέτρια σε ένα πανδοχείο, κάπου στη δεκαετία του ’70.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα θα δει ορισμένες ύποπτες κινήσεις από την αρχικαμαριέρα. Αφού την ακολουθήσει, θα τη δει να μετατρέπεται ξαφνικά σε μία τρομακτική παρουσία, που κραδαίνοντας ένα μαχαίρι θα πάρει φυσικά στο κατόπι την Jennifer. Η προσπάθεια αποφυγής του δολοφόνου που θα ακολουθήσει είναι μία συνταγή που υπήρχε και στο πρώτο Remothered, όπου σχεδόν διαρκώς τριγύριζε την έπαυλη ένας δολοφόνος τον οποίο έπρεπε να αποφεύγουμε, χρησιμοποιώντας διάφορα αντικείμενα για αντιπερισπασμό και αξιοποιώντας ποικίλες κρυψώνες. Αποτελούσε μία ιδιαίτερα απλοϊκή gameplay ρουτίνα, που παρά την μόλις τετράωρη διάρκεια, προλάβαινε να κουράσει αρκετά πριν τους τίτλους τέλους. Αυτή η απλοϊκή και επαναλαμβανόμενη gameplay βάση του Tormented Fathers αποτελούσε τελικά και το σημαντικότερο ελάττωμά του.

Θα πίστευε κανείς ότι οι δημιουργοί θα προσπαθούσαν να βρουν τρόπους ώστε να εξελίξουν αυτήν τη ρουτίνα ή ακόμα και να την αλλάξουν ριζικά, αλλά σίγουρα δεν θα περίμενε κανείς να τη χειροτερέψουν. Στην προαναφερθείσα σύγκρουση με την αρχικαμαριέρα όχι μόνο πρέπει να την αποφύγουμε, αλλά επιπλέον χρειάζεται να την εξοντώσουμε. Είναι εύλογο να νομίζει κάποιος ότι αυτός ο στόχος της εξουδετέρωσης ίσως θα δημιουργούσε τις συνθήκες για περισσότερη δράση, όμως τελικά η υλοποίησή του καταφέρνει το ακριβώς αντίθετο.

Η όλη διαδικασία είναι βαθύτατα προβληματική, κάτι στο οποίο ευθύνονται οι ελλιπείς μηχανισμοί που θα έδιναν βάθος στο “κρυφτό” αλλά και η ΑΙ των δολοφόνων, η οποία αφήνει σοβαρές υπόνοιες ότι τηλεμεταφέρει τον εκάστοτε villain ώστε να επιτευχθούν jump scares όταν ανοίγουμε πόρτες. Επίσης, διάφορα θέματα στα animations καταστρέφουν την αίσθηση του φόβου και του άγχους που προκύπτει από το κυνηγητό, όπως οι διάφορες περιπτώσεις όπου πρώτα ανοίγει μία πόρτα και μετά βλέπουμε να την κλωτσάει ο δολοφόνος ή το “πατινάζ” που κάνει ορισμένες φορές αντί να περπατάει. Την κατάσταση δυσχεραίνουν τα ασαφή objectives που εμφανίζονται συχνά-πυκνά όταν τοποθετούμαστε απέναντι από δολοφόνους, που άλλοτε πρέπει να εξολοθρεύσουμε άλλοτε να αποφύγουμε, όπου δεν είναι σαφές τι ακριβώς ζητάει από εμάς το παιχνίδι.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ένα σημείο, μία επιβλητική φιγούρα μας κυνηγούσε διαρκώς, με τη λύση τελικά να βρίσκεται στην αλληλεπίδραση με μία κλειδωμένη πόρτα εντός του πανδοχείου, για την οποία δεν θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε ότι πρέπει να αλληλοεπιδράσουμε. Η επιλογή του ανοίγματος της κλειδωμένης πόρτας ακολουθείται από μία άσχετη cutscene, όπου ο δολοφόνος είναι πλέον άφαντος, με την πρωταγωνίστρια να συμπεριφέρεται σαν να μην ήταν ποτέ ένα βήμα πριν τον βίαιο θάνατό της.

Γενικότερα οι εναλλαγές μεταξύ gameplay και cutscenes συχνά είναι ασύνδετες και ενδέχεται επίσης να μπερδέψουν σχετικά με το που βρισκόμαστε χρονικά στην ιστορία. Τα ευτράπελα συνεχίζονται σχεδόν όποτε δηλώνει παρούσα κάποια εχθρική παρουσία, ιδίως σε καταστάσεις που προσπαθούν να μιμηθούν boss fight, όπου η μέθοδος εξουδετέρωσης δεν βγάζει ιδιαίτερο νόημα.

Επιπροσθέτως, διαφόρων ειδών glitches και bugs δηλώνουν το παρόν, ενώ σε δύο περιπτώσεις πέσαμε σε game breaking περιπτώσεις όπου απλά έπρεπε να κάνουμε restart. Τα τεχνικά θέματα είναι αναμφίβολα σημαντικά για την αποτίμηση της εμπειρίας, η αλήθεια είναι όμως ότι και χωρίς αυτά το παιχνίδι θα παρέμενε προβληματικό στον πυρήνα του. Μπορεί η ομάδα ανάπτυξης να εξομαλύνει το τεχνικό κομμάτι, όμως τα δομικά συστατικά του παιχνιδιού είναι αδύνατο να αλλάξουν, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε το “ξήλωμα” ολόκληρων τμημάτων και τον ολικό επανασχεδιασμό τους.

Γενικότερα, υπάρχει μία αίσθηση προχειρότητας που δεν συναντήσαμε στο πρώτο Remothered, δίνοντας την εντύπωση ότι το prequel ίσως να αναπτύχθηκε με λιγότερη όρεξη και περισσότερο από ανάγκη προκειμένου να δοθούν σεναριακές απαντήσεις στα ερωτήματα του πρώτου, κλείνοντας παράλληλα την ιστορία του. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της προχειρότητας αποτελεί η ανυπαρξία κάποιου μενού στο inventory που να περιέχει τα διάφορα κλειδιά που συλλέγουμε, αλλά και τα ελλιπέστατα tutorials, όπως για τον τρόπο μεταχείρισης μίας ειδικής ικανότητας που αποκτούμε στην πορεία.

Για το σενάριο δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Μέσα από την prequel φύση του και κάποιες εμβόλιμες σκηνές που διαδραματίζονται έπειτα από τα γεγονότα του πρώτου παιχνιδιού, δίνονται διάφορες απαντήσεις είναι η αλήθεια αλλά γενικότερα η πλοκή προσπαθεί υπέρ του δέοντος να φανεί περίπλοκη καθώς και να προκαλέσει την έκπληξη, τη φρίκη αλλά και να μας φέρει σε άβολη θέση μέσα από διάφορες υπερβολές. Διάφορες σκηνές επιχειρούν να δημιουργήσουν τη συναισθηματική φόρτιση, αλλά τελικά καταλήγουν να είναι υπερδραματοποιημένες, οδηγώντας σε αστείες καταστάσεις.

Το σύνολο κλείνει ο ιδιαίτερα ελλιπής αλλά και προβληματικός ηχητικός τομέας. Στο θέμα της μουσικής το παιχνίδι τα πάει αρκετά καλά, με ορισμένα σχετικά ανατριχιαστικά ακούσματα, που θα αναδεικνύονταν πολύ περισσότερο αν βρισκόντουσαν σε κάποιο πραγματικά δουλεμένο horror παιχνίδι. Τα ηχητικά εφέ, από την άλλη, είναι αρκετά περιορισμένα ενώ επίσης η μίξη του ήχου φαίνεται να μην έχει προσεχτεί ιδιαίτερα. Αρκετές στιγμές ακούγαμε τη φωνή κάποιου δολοφόνου αρκετά κοντά μας, χωρίς όμως να υπάρχει κανένας τριγύρω μας, κάτι που σίγουρα αποτελεί άλλο ένα κομμάτι που ζημιώνει την ήδη κακοφτιαγμένη stealth προσέγγιση που απαιτεί το Broken Porcelain.

Το Broken Porcelain, δυστυχώς, καταλήγει να είναι ένα κατώτερο παιχνίδι σε σχέση με το πρώτο Remothered, σε όλους τους τομείς ανεξαιρέτως. Είναι ένας τίτλος που θα εκνευρίσει ακόμα και τους πιο σκληροπυρηνικούς λάτρεις των survival-horror και πιθανότατα να σας οδηγήσει ήδη από την πρώτη ώρα ενασχόλησης στο κουμπί του uninstall, όση καλή πρόθεση και αν έχετε, όσο κι αν επιθυμείτε να λάβετε απαντήσεις για ερωτήματα που έθεσε το Tormented Fathers. Απλά μείνετε μακριά.

To Remothered: Broken Porcelain κυκλοφορεί από τις 13/10/2020 για PS4, PC, Xbox One και Switch. Το review βασίστηκε στην έκδοσή του για PC με review code που λάβαμε από τον εκδότη.

The post Remothered: Broken Porcelain – Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα