Remorse: The List | Review

Όσο αντικειμενικός κι αν θέλει να είναι κάποιος σε μια κριτική, η αλήθεια είναι ότι πάντα κάπου θα παρεμβάλλεται το στοιχείο της υποκειμενικότητας. Όσο άμεμπτος κι αν προσπαθήσεις να είσαι, βάζοντας όλα τα πράγματα σε μία νοερή ζυγαριά, πάντα θα δείχνεις κατανόηση στις δυσκολίες της μικρή indie ομάδας έναντι του μεγάλου στούντιο των εκατοντάδων εργαζομένων. Υπάρχουν, όμως, και κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτή του Remorse: The List, που όσο επιεικής και να θέλεις να είσαι και να κάνεις τα “στραβά μάτια” σε διάφορα σημεία, δεν

υπάρχει η δυνατότητα να διασωθεί τίποτα από το επικείμενο ναυάγιο που ξεδιπλώνεται μπροστά σου.

Μπορεί η λέξη “ναυάγιο” να ακούγεται λίγο σκληρή, αλλά οι εναλλακτικές λέξεις που θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν αυτή τη δημιουργία, είναι αρκετά χειρότερες. Το Remorse: The List, λοιπόν, είναι ένα κλασικό survival horror πρώτου προσώπου και αποτελεί δημιουργία τριών Ούγγρων, με μοναδική προϋπηρεσία, κάποια mods του Half Life. Η δομή του, καθώς και το gameplay, ακολουθούν τη γνωστή και δοκιμασμένη συνταγή των χαρακτηριστικότερων τίτλων του είδους, όπως τα πρώτα Resident Evil, και ιδίως, το Silent Hill. Στο δεύτερο μάλιστα, προσπαθεί να μοιάσει και λίγο περισσότερο με την ερειπωμένη ανοιχτή πόλη να αποτελεί βασικό μέρος του παιχνιδιού.

Η περιπέτειά μας ξεκινάει λοιπόν με τον πρωταγωνιστή, ονόματι Adrian, και μία λίστα αντικειμένων που πρέπει να συλλέξει, προκειμένου να ανασύρει κάποιες μνήμες που θα μας οδηγήσουν στην εξύφανση της ιστορίας. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Η ιστορία και η γραφή δεν ήταν ποτέ το φόρτε του συγκεκριμένου είδους παιχνιδιών, οπότε δεν θα κακιώσουμε το Remorse: The List για τα κλισέ και την επιδερμικότητά του πάνω στον τομέα. Το horror άλλωστε, στηρίζεται πρωτίστως στην ατμόσφαιρα. Σημείο που το Remorse επίσης αποτυγχάνει βέβαια, για διάφορους λόγους, με προεξέχοντες όμως, τα φτηνά jump scares, τα αφόρητα επαναλαμβανόμενα περιβάλλοντα και assets, καθώς και τα αμέτρητα bugs.

Αν αυτά τα bugs περιορίζονταν στους εχθρούς που περνάνε μέσα από πόρτες, το shooting που δεν εμφανίζει σχεδόν καμία αλληλεπίδραση, την κάμερα ή τη melee μάχη που είναι οριακά κωμική, θα μπορούσαμε να τα ανεχτούμε ως ένα επίπεδο, αλλά υπάρχει μία άλλη πτυχή που κάνει το παιχνίδι οριακά unplayable. Τουλάχιστον στην έκδοση του Switch, στο PC μπορεί να είναι καλύτερα τα πράγματα.

Κι αυτό είναι η στόχευση. Καθώς με την παραμικρή κίνηση του αναλογικού μοχλού, το σκόπευτρό μας κάνει μια προκαθορισμένη απότομη κίνηση με πολύ μεγάλη απόσταση. Επομένως, κάθε φορά που συναντάς έναν εχθρό, επιστρατεύεται η επίκληση στα Θεία, να είμαστε τυχεροί και να πέσει ο στόχος πάνω στον αντίπαλο ενώ παράλληλα κινούμε τον παίκτη γιατί είναι πιο εύκολο να κεντράρεις έτσι, παρά να προσπαθήσεις να στοχεύσεις με το ίδιο το όπλο.

Σε ένα πολύ μέτα επίπεδο, θα λέγαμε ότι αυτό είναι μέρος της εμπειρίας για να προσδώσει τρόμο και σασπένς στο παιχνίδι, καθώς με κάθε εχθρό και την περιορισμένη ζωή που μας δίνεται, θα χρειαστεί πολύ save/ load, πράγμα που πραγματικά κάνει τα χέρια του παίκτη να ιδρώνουν, όμως, για όλους τους λάθος λόγους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αν κάποιος πάει στο μενού επιλογών, για να δει μήπως υπάρχει κάποια ρύθμιση για να το φέρει στα μέτρα του, θα αντικρίσει το πιο κενό μενού που έχει γίνει από την εποχή των arcades και μετά, με μοναδική επιλογή την αλλαγή της γλώσσας σε δύο ακόμα. Κι αυτό είναι όλο.

Την ίδια λογική ακολουθεί και το inventory, καταφέρνοντας να κάνει μια νέα καμπύλη στο διάγραμμα ανάμεσα στο πόσο απλό είναι στη βάση του και ταυτόχρονα, πόσο δύσχρηστο. Πραγματικά, αυτό το Inventory, θέλει προσπάθεια για να γίνει τόσο χάλια κάτι τόσο απλό.

Η εξέλιξη του παιχνιδιού τώρα, για να μιλήσουμε και λίγο γι’ αυτό, χωρίζεται στα κλειστά και τα ανοιχτά μέρη. Βασικό hub αποτελεί το εξωτερικό μέρος, όπου θα κινούμαστε στους δρόμους της άδειας πόλης και ανά διαστήματα θα ανοίγουμε πόρτες και θα μπαίνουμε σε μέρη όπου πρέπει, κατά κάποιον τρόπο να ολοκληρώσουμε, σαν μικρές δοκιμασίες, για να πάμε πάλι έξω και μετά στην επόμενη περιοχή κ.ο.κ. Τα κλειστά μέρη, μπορεί να είναι για παράδειγμα ένα μαγαζί, όπου θα βρούμε κάποιες προμήθειες, ένα σπίτι, ένας υπόνομος ή ένα νοσοκομείο.

Εκεί θα πρέπει να εξερευνήσουμε τον χώρο, να διαβάσουμε σημειώσεις, να αντιμετωπίσουμε εχθρούς και να λύσουμε κάποιους γρίφους που δεν αποτελούν κάτι το ιδιαίτερο, αλλά δεν βρίσκονται και στα απογοητευτικά επίπεδα όλων των υπόλοιπων τμημάτων, οπότε ας το πούμε και θετικό στοιχείο. Ίσως το μόνο θετικό μαζί με την μουσική του τίτλου. Που μπορεί να επαναλαμβάνεται η ίδια σχεδόν λούπα στο μεγαλύτερο μέρος του παιχνιδιού, αλλά δεν παύει να είναι ευχάριστη και ταιριαστή.

Για να γυρίσουμε και πάλι στα αρνητικά τώρα, οπτικά ο τίτλος είναι κάπου ανάμεσα σε παιχνίδι του PS3 και πρόχειρου remaster από μια-δύο γενιές πίσω. Βάλτε και τους απίστευτα κακούς φωτισμούς, τα glitches με λάμψεις από εδώ κι από εκεί και έδεσε το γλυκό.

Για να μη μακρηγορούμε περισσότερο λοιπόν, για έναν τίτλο που μάλλον όποιος διαβάσει αυτό το review δεν πρόκειται να πάει να αγοράσει, θα κλείσουμε με λίγα απλά λόγια. Μπορούμε (και ίσως οφείλουμε) να δείχνουμε κατανόηση και να δίνουμε ευκαιρίες στο indie gaming και τις μικρές προσπάθειες. Το έχουμε ανάγκη και μας έχει προσφέρει ουκ ολίγα διαμάντια ανά τα χρόνια. Αυτή η συνθήκη, όμως, πρέπει να λειτουργεί αμφίδρομα. Όταν κάποιοι ζητούν είκοσι ευρώ για ένα παιχνίδι στα όρια του broken, το μόνο σημείο που δείχνει να βγάζει νόημα είναι η λέξη “remorse” στον τίτλο, αναφερόμενη στη μετάνοια της αγοράς.

Το Remorse: The List κυκλοφορεί για Switch, Xbox Series και Xbox One από τις 23/2/23 ενώ για PC είναι διαθέσιμο από τον Απρίλιο του 2022. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το Switch, με review code που λάβαμε από τη Feardemic.

The post Remorse: The List | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα