Hook: Complete Edition | Review

Δεν είναι πολλά τα videogames που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της προσπάθειας ενός και μόνο δημιουργού. Ή, τουλάχιστον, δεν είναι πολλά αυτά τα οποία αξίζουν μια προσοχή παραπάνω, πέραν της καλόπιστης διάθεσης στήριξης του επιτεύγματος. Το Hook, μπορούμε με σιγουριά να θεωρήσουμε ότι ανήκει στην τελευταία κατηγορία. Όχι γιατί αποτελεί καμία κοσμογονική gaming εμπειρία, ούτε γιατί ο δημιουργός που κρύβεται πίσω από αυτό έχει “ρίξει τόνους” δουλειάς.

Το Hook: Complete Edition (η έκδοση που συγκεντρώνει σε μια κυκλοφορία τον αρχικό τίτλο αλλά και τον διάδοχό

του) κερδίζει μια θέση λίγο πιο ψηλά ανάμεσα στον σωρό των indie που κυκλοφορεί εκεί έξω, γιατί στα λίγα σημεία που αποφασίζει να επικεντρωθεί, καταφέρνει να διατηρήσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο. Το ζήτημα είναι αν και κατά πόσο θα βρεθεί το ανάλογο κοινό για να τσιμπήσει τον εν λόγω γάντζο (pun intended).

To Hook, λοιπόν, το δημιούργημα του Πολωνού προγραμματιστή Maciej Targoni, πρόκειται για ένα indie puzzle game με έντονα τα στοιχεία του μινιμαλισμού στον σχεδιασμό και την αισθητική του. Η βασική ιδέα είναι απλή: Σε δισδιάστατα επίπεδα, ο παίκτης πρέπει να πατήσει κουμπιά, τα οποία θα ενεργοποιήσουν μηχανισμούς που θα τραβήξουν προς το μέρος τους γραμμές / κλωστές και θα απελευθερώσουν μηχανικά μέρη, όπως γάντζοι, χωρίς να μπλοκάρουν ή να συγκρουστούν με άλλα.

Πρακτικά, δηλαδή, το παιχνίδι απαιτεί από τον παίκτη να ξεμπλέξει αλληλοκαλυπτόμενες κλωστές με προδιαγεγραμμένη πορεία επιστροφής, προγραμματίζοντας εκ των προτέρων τη σειρά με την οποία θα επιστρέψει ο γάντζος ή η πινέζα κάθε πετονιάς, ώστε το τράβηγμα προς τα πίσω να μην μπλοκαριστεί από κάποιά άλλη κλωστή ή γάντζο.

Η αρχή του παιχνιδιού μάς βρίσκει αντιμέτωπους με υπερβολικά απλούς γρίφους, οι οποίοι στοχεύουν στην εξοικείωση του παίκτη με τους βασικούς μηχανισμούς. Ωστόσο, όσο τα levels προχωρούν, οι μηχανισμοί γίνονται σταδιακά όλο και πιο περίπλοκοι, εισάγοντας διάφορων ειδών gimmicks όπως διακόπτες και περιστρεφόμενα κομμάτια. Η complete edition, η οποία παραχωρήθηκε για το review, περιλαμβάνει και τον ομώνυμο δεύτερο τίτλο της σειράς, ο οποίος πέραν της εισαγωγής ορισμένων επιπλέον νέων tricks, δεν διαφοροποιείται σε τίποτα παραπάνω από τον προκάτοχό του.

Οι γρίφοι αυξάνουν το επίπεδο δυσκολίας τους σταδιακά, με ορισμένους από αυτούς, ειδικά προς τα τελευταία levels του παιχνιδιού, να παρουσιάζουν σημαντικό επίπεδο πρόκλησης. Μάλιστα, κάθε επίπεδο δίνει και περιορισμένες δοκιμές (μέχρι 3) στην επίλυσή του, τις οποίες αν υπερβούμε, γίνεται reset και ο εκάστοτε “λαβύρινθος” ξαναστήνεται από την αρχή.

Ωστόσο, δεν γίνεται να παραβλέψουμε ότι σε αρκετά σημεία η επανάληψη είναι αρκετά έντονη και, παρά τον εκ πρώτης όψεως μεγάλο αριθμό τους (160 το σύνολο), μετά τους τίτλους τέλους υπάρχει η αίσθηση κενού και ανάγκης για περισσότερο περιεχόμενο στον παίκτη. Τόσο σε ποιότητα όσο και ποσότητα.

Από εκεί και πέρα, ο οπτικός τομέας που συνοδεύει το παιχνίδι και η γενικότερη αισθητική του είναι εντελώς “hit or miss” στο αγοραστικό κοινό. Η απόλυτα μινιμαλιστική προσέγγιση του δημιουργού στο όλο εγχείρημα δεν περιορίζεται στο σχεδιασμό των γάντζων, των κουμπιών ή των οποιονδήποτε άλλων εξαρτημάτων χρησιμοποιούνται στη διάρκεια του τίτλου. Ακόμα και η χρωματική παλέτα περιορίζεται αυστηρά σε δύο χρώματα, το άσπρο και το μαύρο, ενώ και η μουσική επένδυση αν μπορούσε να αναλυθεί με χρώματα το παραπάνω δίπολο θα την κάλυπτε εξίσου εύκολα.

Τα παραπάνω στοιχεία μπορούν να γίνουν αποδεκτά με διαφορετικούς τρόπους από τον καθένα, ανάλογα τα προσωπικά γούστα και τις προτιμήσεις. Αυτό που για κάποιον θα αποτελέσει μια χαλαρωτική, ήρεμη έως και διαλογιστική εμπειρία, για κάποιον άλλο μπορεί να αποτελέσει έναν ναρκοληπτικά βαρετό και μονότονο εφιάλτη.

Η απουσία χρωμάτων, που για κάποιον ίσως συμβάλει στο μεγαλείο της απλότητας μιας δημιουργίας, για κάποιον άλλον μπορεί να αποτελεί το επισφράγισμα της απόλυτης ανοστιάς ενός ήδη νερόβραστου φαγητού, ενώ η ήρεμη και υποτονική επένδυση που στα αυτιά κάποιου μπορεί να ακουστεί ως το κατάλληλο χαλί προς τον δρόμο της διαύγειας, στα αυτιά κάποιου άλλου κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει έναν ατελείωτο, εκνευριστικό λευκό θόρυβο.

Και ίσως τα παραπάνω είναι και ο καταλληλότερος τρόπος να περιγράψει κανείς το Hook: Complete Edition. Είτε η μινιμαλιστική προσέγγισή του και οι βραδύκαυστοι γρίφοι του “κουμπώσουν” με το προφίλ σας, και ο γάντζος του σας γραπώσει και σας τραβήξει κοντά του, είτε κάποιους η ήρεμη απόδραση αυτή θα αποτελέσει μια υποτονική εμπειρία που δύσκολα θα τους κρατήσει για παραπάνω από λίγα λεπτά.

Το Hook: Complete Edition κυκλοφορεί από τις 10/4/25 για Switch, Xbox Series και Xbox One. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το Xbox Series με review code που λάβαμε από την Ultimate Games.

The post Hook: Complete Edition | Review first appeared on GameOver.

The post Hook: Complete Edition | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα