Tempest Rising | Review

Αναπολείτε τις παλιές, χρυσές εποχές των RTS και δη της σχολής της Westwood Studios; Θα θέλατε να παίξετε ένα καθαρόαιμο νέο κεφάλαιο των Command & Conquer ή Red Alert (αλλά όχι ένα παραστράτημα τύπου Command & Conquer 4); Η Slipgate Ironworks έρχεται να δώσει τη λύση μέσα από το Tempest Rising – παρότι αποτελεί ένα παιχνίδι που πατάει επικίνδυνα πάνω στη λεπτή γραμμή μεταξύ φόρου τιμής και απλής αντιγραφής.

Εντούτοις, δεδομένου

ότι τη συνταγή των Command & Conquer τη βλέπουμε όλο και σπανιότερα, το Tempest Rising έρχεται ως μία ευχάριστη έκπληξη που χτυπάει ακριβώς στις χορδές της νοσταλγίας. Ως προς αυτό βέβαια βοηθάει ότι οι δημιουργοί δείχνουν έμπρακτα πως γνωρίζουν καλά τις επιταγές του είδους. Όλα τα στοιχεία του παιχνιδιού (ονομασίες, παρουσίαση, μουσική, εικαστικό, cutscenes) παραπέμπουν άμεσα στα Command & Conquer και είναι σαφές ότι με ελάχιστες παραλλαγές θα μπορούσε απλά να αποτελεί ένα νέο κεφάλαιο της δημοφιλούς RTS σειράς.

Η δράση μάς φέρνει σε ένα εναλλακτικό παρελθόν, όπου η Κρίση των πυραύλων της Κούβας οδήγησε σε έναν πυρηνικό πόλεμο. Από τις στάχτες αυτού του πολέμου προέκυψαν οι GDF (ένα γράμμα μακριά από την GDI), εν είδει του ΝΑΤΟ, και η Tempest Dynasty (ένα σύμβολο μακριά από τη Brotherhood of Nod), μία συμμαχία κρατών της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας, που αλλιώς θα μπορούσαν να αποτελούν και μία εναλλακτική Σοβιετική Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τις στερεοτυπικές προφορές και ενδυμασίες.

Μέσα από αυτήν την πυρηνική καταστροφή εμφανίστηκε το λεγόμενο Tempest, ένα κόκκινο φυτό που αποτελεί μία πλούσια πηγή ενέργειας και φυσικά μία ύλη που κυνηγούν και οι δύο παρατάξεις. Όπως είναι αναμενόμενο, το campaign χωρίζεται σε ισάριθμες αποστολές μεταξύ των δύο παρατάξεων (11 έκαστη), δείχνοντάς μας έτσι και τις δύο πλευρές του πολέμου.

Δεν είναι όλα ρόδινα για οποιαδήποτε παράταξη, καθώς η μεν GDF μαστίζεται από τεράστια γραφειοκρατία, δεδομένου ότι αποτελεί ένα σύμπλεγμα από ηγέτες διαφορετικών κρατών και -κατ’ επέκταση- συμφερόντων, ενώ η δε Tempest Dynasty έχει τα δικά της εσωτερικά προβλήματα με συγκρούσεις μεταξύ σφετεριστών. Μέσα σε όλα αυτά θα προκύψει και μία τρίτη, εξωτική παράταξη, η Veti. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι στην παρούσα φάση η Veti είναι non-playable αν και είναι σχεδιασμένο αργότερα να προστεθεί κανονικά ως playable παράταξη.

Για να μην επιμείνουμε και πολύ στο σκέλος του σεναρίου (το οποίο μεταφέρεται με σχεδόν αυτούσια μέθοδο με αυτήν των Command & Conquer), θα αναφέρουμε απλά ότι δεν έχει να προσφέρει κάτι το ιδιαίτερο, πέρα από απλοϊκές επεξηγήσεις πίσω από την εκάστοτε σύρραξη. Αναμφίβολα δεν θα ασχοληθείτε με το Tempest Rising για το σενάριο, τις αποκαλύψεις και τις επιτηδευμένες προφορές.

Εκεί που τα πηγαίνει πολύ καλύτερα είναι στην ουσία του θέματος, δηλαδή στο πεδίο της μάχης. Και τα δύο campaigns είναι πραγματικά καλοσχεδιασμένα, προσφέροντας ένα καλό εύρος διαφορετικού τύπου αποστολών, με πολλαπλά κύρια και δευτερεύοντα objectives. Αν και ξεκινάνε απλοϊκά, ως tutorial, σταδιακά η πρόκληση αυξάνεται, προσφέροντας εκτενείς αποστολές. Όπως είναι φυσικό, υπάρχουν αποστολές που απαιτούν το χτίσιμο βάσης, όπως επίσης και αποστολές που μας δίνουν συγκεκριμένο αριθμό μονάδων προκειμένου να φέρουμε εις πέρας τα objectives.

Και στις δύο περιπτώσεις η δράση είναι προσεγμένη, συχνά οδηγώντας σε σπονδυλωτά objectives κατά τη διάρκεια μίας αποστολής, απαιτώντας να προσαρμοζόμαστε σε νέα δεδομένα. Μέσα από τις περίπου 18 ώρες που θα διαρκέσει το campaign και των δύο παρατάξεων, η Slipgate Ironworks προσφέρει ένα φροντισμένο single player περιεχόμενο, ικανό να σας πείσει ότι αποτελεί μία αξιοπρόσεκτη εναλλακτική των Command & Conquer.

Όπως είναι φυσικό, οι GDF και Tempest Rising παρουσιάζουν καίριες διαφορές στον τρόπο παιξίματος, παρόλο που δεν φτάνουν τα επίπεδα του εξαιρετικού Starcraft σε αυτόν τον τομέα. Η GDF είναι εμφανώς ανεπτυγμένη τεχνολογικά, προσφέροντας την ικανότητα για μεγαλύτερο damage μέσα από ορισμένες δευτερεύουσες ικανότητες μονάδων – όπως τα (τύπου hammer) Sentinels, που μπορούν να μαρκάρουν αντίπαλες μονάδες ώστε τα tank να προκαλούν μεγαλύτερη ζημιά.

Επιπλέον, πολλές από τις μονάδες έχουν τη δυνατότητα για stealth (ουσιαστικά αόρατες στους εχθρούς) ενώ τα πανίσχυρα Trebuchet, tanks με διπλά κανόνια, έχουν τη δυνατότητα να μπουν σε ένα δευτερεύον, στατικό mode, που τους επιτρέπει να εκτοξεύουν βλήματα σε πολύ μεγάλες αποστάσεις. Από την άλλη πλευρά, η Tempest Dynasty περιέχει στις τάξεις της ιδιαίτερα ισχυρό πεζικό, μέσω μονάδων με φλογοβόλα ή miniguns που μπορούν να αποδεκατίσουν εν ριπή οφθαλμού το αντίπαλο πεζικό, ενώ τα Porcupines, με τους εκτοξευτές πυραύλων τους, μπορούν να σπείρουν τον πανικό από απόσταση.

Η σημαντικότερη διαφορά, ωστόσο, μεταξύ των δύο παρατάξεων έρχεται μέσα από τον τρόπο ανάπτυξης των βάσεων. Η GDF ακολουθεί μία πιο παραδοσιακή πορεία, αφού μας επιτρέπει να τοποθετήσουμε άμεσα τα θεμέλια των κτηρίων στο έδαφος, ώστε να τα δούμε σταδιακά να χτίζονται. Επιπλέον, αν θέλουμε να χτίσουμε μία βάση σε μία απομακρυσμένη τοποθεσία, αρκεί να βρίσκεται εκεί μία οποιαδήποτε μονάδα μας ώστε να εκτοξεύσουμε έναν πομπό, στη μικρή ακτίνα του οποίου μπορούμε να χτίσουμε οποιοδήποτε κτήριο.

Από την άλλη πλευρά, η Tempest Dynasty χτίζει τα κτήριά της ένα κάθε φορά μέσα στο μενού. Αφού χτιστεί, τότε μπορούμε να το τοποθετήσουμε έτοιμο κοντά σε οποιοδήποτε άλλο κτήριό μας. Αν και αυτό φαντάζει ως περιοριστικό, τελικά μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό ατού, καθώς μπορούμε να έχουμε ένα έτοιμο κτήριο το οποίο μπορούμε να τοποθετήσουμε ανά πάσα στιγμή όταν το χρειαστούμε, κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο όταν θελήσουμε να επεκταθούμε σε μία νέα περιοχή.

Γενικότερα, παρά τις διάφορες δυνάμεις και αδυναμίες που φέρει η κάθε παράταξη, ο γενικός κανόνας είναι ότι όλες οι μονάδες, ανεξαιρέτως, είναι ισχυρές ή αδύναμες ανάλογα με τις μονάδες που έχουν απέναντί τους. Ακόμα δηλαδή και το πανίσχυρο Trebuchet των GDF είναι ανήμπορο απέναντι σε εναέριες μονάδες, ενώ τα θανατηφόρα Porcupines μπορούν να καταστραφούν πολύ γρήγορα εάν έρθουν απέναντί τους μερικοί στρατιώτες με εκτοξευτές ρουκετών.

Ας πούμε ότι η αρχική τακτική μας, τύπου “δημιουργούμε ένα μπουλούκι μονάδων και το στέλνουμε για επίθεση”, σύντομα αποδείχτηκε άκαρπη καθώς τις βλέπαμε να εξολοθρεύονται γρήγορα ακόμα και από αριθμητικά μικρότερους αντιπάλους. Απαιτείται μία σχετική τακτική στον τρόπο διαχείρισης των μονάδων, αποφεύγοντας ωστόσο κάποιο δύσχρηστο micromanagement.

Παρόλα αυτά, εάν κάποιος είναι φαν και του micromanagement, το Tempest Rising περιέχει και αυτήν τη δυνατότητα, δεδομένου ότι οι περισσότερες μονάδες έχουν δευτερεύουσες ικανότητες, όπως η αλλαγή του είδους των πυρών, η τοποθέτηση ή εξουδετέρωση ναρκών κ.λπ. Τα συνήθη shortcuts δηλώνουν το παρόν, και ο χειρισμός βρίσκεται στο ύψος των περιστάσεων για τον έλεγχο πολλών ομάδων ή την ενεργοποίηση της κατάλληλης δευτερεύουσας ικανότητας.

Όπως και στα πρώτα Command & Conquer και Red Alert, έτσι και εδώ η ανάπτυξη της βάσης αποτελεί μία απλή και άμεση υπόθεση. Ούτε εργάτες χρειάζονται, ούτε πολύπλοκη οικονομία υπάρχει (το resource είναι μόνο ένα, το Tempest), οδηγώντας έτσι σε μάχες που εξελίσσονται με σχετικά γρήγορο ρυθμό και -αν μας επιτρέπετε- μπαίνουν στο “ψητό” αρκετά γρήγορα, ιδίως όταν εξοικειωθείτε πλέον με τους απλούς μηχανισμούς.

Λαμβάνοντας υπόψη και τον αρκετά καλό τεχνικό τομέα, με τα πλούσια οπτικά εφέ εκρήξεων και την πρέπουσα λεπτομέρεια που υπάρχει σε κτίσματα και μονάδες, ώστε να γίνονται άμεσα αναγνωρίσιμες ακόμα και με το μεγαλύτερο δυνατό zoom out, το Tempest Rising αποτελεί μία αξιόλογη αναβίωση των Command & Conquer / Red Alert από όλες τις πλευρές.

Το βασικό του μειονέκτημα, εντούτοις, προέρχεται από αυτήν ακριβώς την προσήλωσή του να φέρει μία τόσο πιστή μεταφορά των συγκεκριμένων παιχνιδιών. Όπως καταλαβαίνετε, αυτό μεταφράζεται στην πλήρη απουσία καινοτομιών ή εισαγωγής πραγματικά φρέσκων στοιχείων. Μπορεί εν τέλει το παραπάνω να μην αφήνει μία άσχημη γεύση, τονίζοντας και πάλι ότι τα RTS, ιδίως αυτού του τύπου, σπανίζουν εδώ και πολλά χρόνια, αλλά δεν παύει να αποτελεί μία ατολμία από την Slipgate Ironworks.

Το σίγουρο είναι πως θα θέλαμε να τους δούμε να παραμένουν σε αυτό το αραιοκατοικημένο είδος, αλλά να πατήσουν γερά πλέον στην εμπειρία που αποκόμισαν προκειμένου να προσφέρουν μία εμπλουτισμένη εμπειρία με νέες ιδέες για το επόμενο πόνημά τους. Για την ώρα, το μόνο που αρκεί για κάποιον παλιότερο fan των RTS είναι να ακούσει το Hell March, να γεμίσει με νοσταλγικές εικόνες και να πατήσει το play στο Tempest Rising.

Το Tempest Rising κυκλοφορεί από τις 21/5/25 για PC. Το review μας βασίστηκε σε review code που λάβαμε από τη Slipgate Ironworks.

The post Tempest Rising | Review first appeared on GameOver.

The post Tempest Rising | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα