Fuga: Melodies of Steel | Review

Η ευρωπαϊκή gaming αγορά πιθανότατα να μη γνωρίζει ότι το ντεμπούτο της CyberConnect 2 στο ιαπωνικό gaming στερέωμα είχε πραγματοποιηθεί με τη σειρά Little Tail Bronx (στην οποία ανήκει το Fuga: Melodies of Steel που θα εξετάσουμε εδώ), μια σειρά με ανθρωπόμορφους χαρακτήρες που είχε κυκλοφορήσει με τον τίτλο “Tail Concerto” στο πρώτο PlayStation το μακρινό 1998. Τα επόμενα βήματα του στούντιο ανάπτυξης CyberConnect 2 ήταν η θρυλική JRPG σειρά “.hack”,

η οποία εδραίωσε και ισχυροποίησε το μέλλον της δίπλα στη Bandai Namco, αφού το συγκεκριμένο στούντιο έκτοτε μεταφέρει γνωστές και δημοφιλείς anime ιαπωνικές τηλεοπτικές σειρές σε μορφή fighting games.

Έτσι, το αρχικό IP του ιαπωνικού στούντιο έμεινε στάσιμο, όμως δεν ξεχάστηκε, αφού η CyberConnect2 έδωσε ακόμη δύο τίτλους στο πέρασμα του χρόνου, ο ένας εκ των οποίων βρήκε το δρόμο του προς τη Δύση το 2011, με το όνομα “Solatorobo: Red The Hunter”, που είχε κυκλοφορήσει για το Nintendo DS.

Η ανακοίνωση του Fuga: Melodies of Steel σίγουρα ήταν μια έκπληξη, αφού αποτελεί μια φιλόδοξη κίνηση επαναφοράς του εν λόγω IP στον gaming χάρτη, και παράλληλα αποτελεί μια κίνηση που θα δείξει και το μέλλον για τη CyberConnect2 δεδομένου ότι είναι ένας τίτλος που κυκλοφορεί η ίδια η εταιρία (self-publish) χωρίς τη γνώριμη συνεργασία της με τη Bandai Namco.

Αν και το μέλλον είναι αυτό που θα δείξει το πώς θα εξελιχθεί το συγκεκριμένο εγχείρημα για το ιαπωνικό στούντιο, εμείς είμαστε εδώ απλώς για να αξιολογήσουμε το Fuga: Melodies of Steel. Σε αυτό το σημείο καλό είναι να ειπωθεί πως οι προηγούμενοι τίτλοι της σειράς δεν σχετίζονται μεταξύ τους (παρόλο που τα γεγονότα διαδραματίζονται στον ίδιο κόσμο-σύμπαν), πράγμα που σημαίνει πως δεν υπάρχει πρόβλημα παρακολούθησης των γεγονότων που προβάλλει ο τίτλος.

Το Fuga: Melodies of Steel μάς βρίσκει σε έναν κόσμο όπου έχει γίνει εμπόλεμη ζώνη από την ακροδεξιά αυτοκρατορία της Berman. Στην αρχή των γεγονότων προβάλλεται η καταστροφή ενός χωριού και η απόδραση των ανθρωπόμορφων ηρώων μας, οι οποίοι αποδίδονται ως μια ομάδα παιδιών που βρίσκει το δρόμο της προς ένα αρχαίο, γιγαντιαίο τανκ ονόματι “Taranis”.

Σε εκείνο το σημείο, η ομάδα των ηρώων μας ανακαλύπτει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτό το αρχαίο μηχάνημα για να βρει τις οικογένειες της, οι οποίες ενδεχομένως να έχουν συλληφθεί από την αυτοκρατορία της Berman. Η εκτίμηση μας, από το σύνολο της ιστορίας του τίτλου, είναι πως έχουμε να κάνουμε με μια καλογραμμένη παρουσίαση, με ενδιαφέρον, αφού προβάλλει διάφορους καλογραμμένους ήρωες και ενδιαφέρουσες πλευρές-πτυχές του πολέμου.

Από εκεί και πέρα, το τανκ μας αποτελεί τον πυρήνα και κύριο πρωταγωνιστή του τίτλου, αφού είναι το όπλο-όχημα που χρησιμοποιούμε για να πραγματοποιήσουμε μάχες, ενώ παράλληλα αποτελεί το hub που φιλοξένει τους χαρακτήρες μας. Αυτό γίνεται αντιληπτό μετά την εισαγωγή των γεγονότων της ιστορίας, αφού το παιχνίδι αποδίδεται σε ύφος 2D side-scrolling, όπου ελέγχουμε στο αριστερό σημείο εκκίνησης της οθόνης το Taranis και εκεί λοιπόν καλούμαστε να προχωρήσουμε δεξιά. Η διαδρομή είναι γραμμική και προβάλλεται σε ύφος που θυμίζει επιτραπέζιο παιχνίδι, μιας και αποτυπώνεται με εικονίδια ακριβώς πάνω από το τανκ μας.

Όπως είναι κατανοητό, τέρμα δεξιά σε αυτή τη διαδρομή είναι το τέλος της κάθε αποστολής-κεφαλαίου, που σηματοδοτεί την πρόοδό μας στο παιχνίδι. Μέσα από αυτή τη διαδρομή προβάλλονται διάφορα εικονίδια, τα οποία ταυτίζονται με εχθρικές μονάδες, αντικείμενα ίασης, υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την αναβάθμιση του τανκ μας και διάφορα αλλά, τα οποία θα γνωρίσετε μέσα από τον τίτλο.

Εμείς καλούμαστε να προχωρήσουμε στον τελικό μας προορισμό, όπου από τα παραπάνω σημεία συναντάμε τα διάφορα οφέλη ή προκλήσεις. Και μιλώντας για προκλήσεις, συναντάμε το σύστημα μάχης, το οποίο ακολουθεί ύφος JRPG. Συγκεκριμένα, έχουμε έναν σχηματισμό τριμελούς ομάδας, την οποία μπορούμε να αλλάξουμε ανάλογα με το όπλο που θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε. Δηλαδή, για να νικήσουμε έναν ιπτάμενο εχθρό, θα χρειαστούμε τη χρήση ενός πολυβόλου που θα μας δώσει την απαραίτητη ευστοχία, σε αντίθεση με τη χρήση ενός κανονιού, το οποίο θα κάνει μεγάλη ζημιά σε ένα αντίπαλο τανκ.

Οι εχθρικές μονάδες, όπως είναι λογικό, για να αντιμετωπίσουν το τεράστιο τανκ μας, αποδίδονται υπό τη μορφή διαφόρων οχημάτων, όπως τανκς και ελικόπτερα. Βέβαια, εκτός αυτού, δίπλα από τη μπάρα υγείας τους προβάλλονται και κάποια χρωματιστά ρολόγια, τα οποία ταυτίζονται με το χρώμα των όπλων που έχουμε διαθέσιμα στο οπλοστάσιο του τανκ μας. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί τις συνθήκες για την εφαρμογή του παραδοσιακού, turn-based συστήματος μάχης, όπου με τη χρήση του σωστού όπλου καθυστερούμε τη σειρά του αντιπάλου.

Από το προαναφερθέν σύστημα δεν απουσιάζουν και οι δεξιότητες του κάθε χαρακτήρα, οι οποίες χρησιμοποιούν πόντους από την αντίστοιχη μπάρα, και παράλληλα πραγματοποιούν διάφορες επιδράσεις (τύφλωση, παράλυση και διάφορα άλλα) στους εχθρούς. Οι μάχες, ανάλογα με το πού βρισκόμαστε στον χάρτη, αποκτούν διαδοχική ροή, δηλαδή ανά σημεία μπορεί να χρειαστεί να κάνουμε δύο ή και τρεις διαδοχικές μάχες, οπότε απαραίτητη προϋπόθεση για τη νίκη είναι η στρατηγική.

Η δυσκολία του Fuga: Melodies of Steel είναι αντίστοιχη με την πρόοδό μας, πράγμα που σημαίνει πως όσο προχωράμε στα κεφάλαια, τόσο ανεβαίνει και η πρόκληση. Σε αυτό το σημείο καλό είναι να σημειωθεί ότι το Fuga δεν προσφέρει επιλογή δυσκολίας όπως συμβαίνει σε πολλά, σύγχρονα JRPG. Αντ’ αυτού, οι δημιουργοί αποφάσισαν να κάνουν μια πιο ενδιαφέρουσα επιλογή.

Αυτή η επιλογή ονομάζεται “Soul Cannon” και είναι η τελική-ισχυρότερη επίθεση του οχήματός μας, η οποία μπορεί να επιλεγεί μόνο στο τέλος της διαδρομής, όπου καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τα Bosses. Σε εκείνο το σημείο λοιπόν, αν χάσουμε αρκετούς πόντους υγείας, εμφανίζεται η επιλογή “Soul Cannon”.

Η συγκεκριμένη επίθεση χρησιμοποιεί για οπλισμό έναν από τους ήρωες μας, κάτι που σημαίνει τον θάνατό του (permadeath). Αυτό αφενός σημαίνει πως μπορούμε να νικάμε τα boss fights με μια και μοναδική ισχυρή ριπή, και αφετέρου ότι το κόστος αυτής της επίθεσης μάς απομακρύνει από το πραγματικό τέλος του τίτλου.

Οπότε, σε αυτό το σημείο συναντάμε την trial and error φύση του τίτλου, η οποία αποδίδεται ως εξής: Αν χάσουμε και δεν χρησιμοποιήσουμε τη συγκεκριμένη επίθεση, το παιχνίδι μάς δίνει την επιλογή να γυρίσουμε σε προηγούμενο checkpoint, που σημαίνει πως επιστρέφουμε σε παρελθόν σημείο, με το κόστος να είναι οι πόντοι εμπειρίας μας και τα αντικείμενα που έχουμε συλλέξει. Με λίγα λόγια, έχουμε χαρακτηριστικά roguelike τίτλου.

Αυτό το στοιχείο συμβαδίζει αρκετές φορές και με το χαρακτηριστικό της τύχης που υπάρχει στο Fuga: Melodies of Steel. Δηλαδή, σε μια διαδοχική μάχη μπορεί από κάποιο τυχαίο χτύπημα ένας από τους ήρωές μας να οδηγηθεί σε ψυχολογική κόπωση ή αναστάτωση, μια κατάσταση που ενδεχομένως να οδηγήσει τον χαρακτήρα στο να βρεθεί εκτός μάχης.

Αυτό βέβαια δεν έχει επίπτωση μόνο στη συγκεκριμένη μάχη, διότι για να συνέλθει το μέλος της ομάδας μας, χρειάζεται να βρεθούμε σε checkpoints που εμφανίζονται ανά διαστήματα στη διαδρομή, οπότε οι μελλοντικές μάχες στο επόμενο τμήμα της διαδρομής μας θα είναι ακόμη πιο απαιτητικές.

Η φύση του τίτλου γίνεται ευκολότερα κατανοητή από τα ίδια τα κεφάλαια, που μπορεί να διαρκούν έως και δύο ώρες, όπου μπορεί να εμπεριέχονται στη διαδρομή μέχρι και είκοσι μάχες. Αυτό σημαίνει πως αν χάσουμε στην τελευταία μάχη και θέλουμε να έχουμε ζωντανούς όλους τους χαρακτήρες μας, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να πραγματοποιήσουμε εκ νέου το μεγαλύτερο κομμάτι των εν λόγω μαχών. Οπότε, είναι λογικό πως η trial and error φύση του τίτλου ενδεχομένως να δημιουργήσει μια κόπωση στον παίκτη.

Από εκεί και πέρα, αν επιλέξουμε να γυρίσουμε πίσω, μπορούμε να πάρουμε διαφορετικές διαδρομές που ίσως (λόγο του συντελεστή τύχης) μας δώσουν καλύτερα υλικά και αποτελέσματα, τα οποία θα μας βοηθήσουν στο αποτέλεσμα της νίκης.

Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό του τίτλου είναι πως το Fuga εμπνέεται εμφανώς από σύγχρονα JRPG, γεγονός που προδίδεται από τη βοήθεια του τανκ μας. Συγκεκριμένα, ανά ορισμένα σημεία του χάρτη υπάρχουν τα διαλείμματα-checkpoints (intermissions), όπου αποκτάμε πρόσβαση στο εσωτερικό του Taranis, το οποίο λειτουργεί ως hub. Από εκεί μπορούμε να αναβαθμίσουμε όπλα, να ξεκουράσουμε τους συντρόφους μας, να συνομιλήσουμε (social events) μαζί τους, ενώ υπάρχουν και άλλες πολλές δραστηριότητες που έχουμε συναντήσει σε παραπλήσιους τίτλους του είδους.

Κλείνοντας, στα αρνητικά στοιχεία του τίτλου θα προσθέταμε το περιορισμένο budget του, το οποίο είναι εμφανές σε πολλά σημεία, αφού μέσα στα δώδεκα κεφάλαια του παιχνιδιού έχουμε ελάχιστα μοντέλα εχθρών, με το μόνο που αλλάζει να είναι η χρωματική παλέτα τους. Επίσης, απουσιάζουν και οι επιλογές γλώσσας (μόνο τα ιαπωνικά και τα γαλλικά υπάρχουν ως γλώσσες επιλογής), και παράλληλα το voice acting που υφίσταται είναι ελλιπές και καλύπτεται με διάφορα επιφωνήματα.

Εν κατακλείδι, το Fuga: Melodies of Steel είναι ένας καλοσχεδιασμένος, με ορισμένες πρωτότυπες ιδέες, ιδιαίτερο εικαστικό και καλή γραφή τίτλος, που προσφέρει τα κλασικά χαρακτηριστικά στρατηγικής ενός JRPG υπό τη συνοδεία μιας roguelike ταυτότητας. Και αυτό σημαίνει πως η νεότερη πρόταση της CyberConnect2 απευθύνεται αυστηρά προς τους λάτρεις του είδους.

Το Fuga: Melodies of Steel κυκλοφορεί από τις 29/7/21 για PS4, PS5, PC, Xbox One, Xbox Series και PC. To review βασίστηκε σε review code για την έκδοση PC, με κωδικό που λάβαμε από την CyberConnect2.

The post Fuga: Melodies of Steel | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα