Elli

Ψάχνοντας απεγνωσμένα ένα πάτημα.

Ας ξεκινήσουμε με ένα disclaimer: τόσο σαν ιστοχώρος ειδικού περιεχομένου, όσο και σαν παίκτες, προσπαθούμε πάντοτε να αγκαλιάσουμε ανεξάρτητες δημιουργίες, να απολαύσουμε αυτό που μπορούν να μας προσφέρουν και να ξεχωρίσουμε αυτά τα θετικά στοιχεία, που είναι ικανά να τραβήξουν το ενδιαφέρον και μιας πολύ μεγαλύτερης μερίδας παικτών. Και η αλήθεια είναι πως κάτι τέτοιο είναι αρκετά εύκολο, τουλάχιστον όσον αφορά παιχνίδια που υπάγονται στην ομπρέλα των 3D platformers. Τα τελευταία χρόνια, η indie σκηνή κατάφερε να παρουσιάσει ορισμένα εξαιρετικά παραδείγματα

3D platforming, προσφέροντας χαμόγελα ικανοποίησης στους παίκτες εκείνους που απολαμβάνουν τα παιχνίδια του εν λόγω είδους.

Περιπτώσεις όπως το Yooka-Laylee ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, καθώς καταφέρνουν να προσφέρουν έναν εξαιρετικό συνδυασμό περιπέτειας και εξερεύνησης, φέρνοντάς μας και μια νοσταλγική ανάμνηση από παλαιότερα παιχνίδια που προσέφεραν παρόμοιες εμπειρίες. Και κάπου εδώ έρχεται να προστεθεί και το Elli, μια ανεξάρτητη δημιουργία, που κυκλοφόρησε στις αρχές του μήνα, αποκλειστικά για το Nintendo Switch. H BandanaKid έρχεται με έναν τίτλο που προσπαθεί να κάνει πολλά πράγματα, πατώντας στο κομμάτι του 3D platforming, αλλά κάπου χάνει αυτό που οι δημιουργοί του είχαν κατά νου όταν ασχολούνταν με την ανάπτυξή του.

Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, το Elli προσπαθεί να συνδυάσει διαφορετικά στυλ παιχνιδιού καθ’ όλη τη διάρκειά του. Στα πρώτα επίπεδα το Elli θυμίζει περισσότερο ένα απλοϊκό walking simulator, με πολύ βασικούς γρίφους, η επίλυση των οποίων επιτρέπει την πρόσβαση στο επόμενο επίπεδο. Όσο προχωράμε στο παιχνίδι, οι γρίφοι γίνονται περισσότερο πολύπλοκοι – πολλές φορές, μάλιστα, η επίλυση ενός γρίφου απαιτεί την επίσκεψη σε διαφορετικά επίπεδα, τα οποία συνδέονται το ένα με το άλλο. Συλλέγοντας τους απαραίτητους κρυστάλλους που επιτρέπουν την πρόσβαση σε σημεία που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν αδύνατον να φτάσουμε και ενεργοποιώντας τους κατάλληλους μηχανισμούς, μπορούμε να προχωρήσουμε διαδοχικά στους κόσμους του παιχνιδιού, ολοκληρώνοντας με επιτυχία την αποστολή της Elli.

Ένα από τα θετικά σημεία του τίτλου είναι ο αριθμός των γρίφων που θα συναντήσει ο παίκτης, καθώς επίσης και η εναλασσόμενη δυσκολία τους. Οι εξαιρετικά απλοϊκοί γρίφοι στην αρχή των επιπέδων εναλάσσονται σταδιακά με περισσότερο απαιτητικούς και αυξανόμενους σε αριθμό, ενώ πολλές φορές ο παίκτης θα συναντήσει δυσκολίες στην προσπάθειά του να βρει το κλειδί που θα του επιτρέψει να προχωρήσει παρακάτω.

Ωστόσο, αν σαν σκέψη φαίνεται σωστή, η υλοποίηση του gameplay γίνεται με έναν άκρως παράδοξο τρόπο. Αρχικά, να σημειώσουμε πως ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε το παιχνίδι αναιρεί το στοιχείο της εξερεύνησης. Η επιλογή κάμερας που έχει προτιμηθεί είναι η top-down ισομετρική, η οποία θυμίζει περισσότερο παιχνίδια όπως το Diablo και τους κλώνους του. Χωρίς να δίνεται κάποια δυνατότητα ζουμ στο χώρο ή χωρίς να υπάρχει η επιλογή για περιστροφή της κάμερας για καλύτερο έλεγχο του χώρου (όπως συμβαίνει σε 3D τίτλους εδώ και αρκετά χρόνια), ο παίκτης καλείται να ακολουθεί υποχρεωτικά κάθε βήμα της Elli, όσο εκείνη περιπλανιέται μέσα σε κάθε επίπεδο. Και αν αυτή η επιλογή δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα στην αρχή, όσο προχωρούμε μέσα στο παιχνίδι και καλούμαστε να εξερευνήσουμε μεγαλύτερους χώρους, αρχίζουμε και αλλάζουμε γνώμη.

Στα προαναφερθέντα παιχνίδια, η περιπλάνηση στους κόσμους των οποίων είναι -ως επί το πλείστον- γραμμική, η επιλογή της κάμερας είναι το τελευταίο πράγμα που θα απασχολήσει τον παίκτη. Στο Elli, ωστόσο, όπου η περιήγηση αλλά και η μετάβαση από τη μια πλατφόρμα στην άλλη παίζουν κομβικό ρόλο, η επιλογή της κάμερας μπορεί να προκαλέσει σημαντικά ζητήματα – τα οποία είναι και υπεύθυνα για «στραβοπατήματα» που κοστίζουν στην πρόοδο αλλά και στην εμφάνιση οθονών που σηματοδοτούν το άδοξο τέλος του παιχνιδιού.

Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε και τα θέματα που προκύπτουν όσον αφορά στο χειρισμό. Αν και σε γενικές γραμμές ο χειρισμός κινείται σε ικανοποιητικά επίπεδα, η επιλογή στόχευσης και ρίψης ενός αντικειμένου είναι ό,τι πιο απογοητευτικό θα μπορούσαμε να δούμε σε παιχνίδι. Χωρίς να δίνεται η δυνατότητα χρήσης του αναλογικού μοχλού, ο παίκτης θα πρέπει να ελέγξει και να στοχεύσει με τα πλήκτρα L και R – και κάθε φορά που καλούμαστε να το κάνουμε, αναρωτιόμαστε τι ήταν αυτό που οδήγησε την ομάδα ανάπτυξης σε μια τέτοια επιλογή. Σε αυτό το σημείο, αν προσθέσουμε και τις τεχνικές αστοχίες κατά το σχεδιασμό των επιπέδων, που οδηγούν σε frame drops τόσο όταν παίζουμε σε portable mode όσο και σε docked mode, μια άδικη πτώση καταφέρνει να γίνει ακόμα πιο συχνό –και απόλυτα ενοχλητικό- φαινόμενο, με αποτέλεσμα να συστήνεται υπομονή και πιο προσεκτικές κινήσεις.

Ένα από τα υφιστάμενα αρνητικά που πρέπει επίσης να χρεώσουμε στο παιχνίδι είναι και η επανάληψη τόσο σε επιλογές gameplay, όσο και σε επιλογές σχεδιασμού και απόδοσης του κόσμου. Για να είμαστε ειλικρινείς, όταν γίνεται η μετάβαση σε διαφορετικούς κόσμους και περιβάλλοντα, οι γρίφοι αλλάζουν αισθητά, χωρίς να θυμίζουν σε τίποτα αυτά που είχαμε συναντήσει μέχρι και εκείνη τη στιγμή στο παιχνίδι. Ωστόσο, για όλο το διάστημα που θα χρειαστεί να παραμείνουμε σε ένα συγκεκριμένο κόσμο, θα ερχόμαστε αντιμέτωποι με τους ίδιους και απαράλλακτους γρίφους. Ως αποτέλεσμα, ο παίκτης θα μαθαίνει πολύ γρήγορα τις απαιτήσεις επίλυσης των γρίφων και θα ζητά πιο γρήγορα τα στοιχεία εκείνα που θα του επιτρέψουν να προχωρήσει στο αμέσως επόμενο επίπεδο.

Καθώς αναφερθήκαμε και στις επιλογές σχεδιασμού των επιπέδων, οφείλουμε να αναφέρουμε πως τα επίπεδα θυμίζουν αρκετά το ένα με το άλλο, ενώ η αρκετά σημαντική έλλειψη παγίδων (εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων), που θα μπορούσαν να δυσκολέψουν τον παίκτη στο ταξίδι του και να το κάνουν λίγο πιο ενδιαφέρον, απογοητεύει και μειώνει δραστικά το όποιο replayability θα μπορούσε να έχει ο τίτλος. Ακόμα και το ίδιο το σενάριο είναι το ίδιο κλισέ και έχει την ίδια έλλειψη πρωτοτυπίας, κάτι που δεν το διαφοροποιεί απαραίτητα από άλλα παιχνίδια του είδους, και δεν μπορεί να μας ενθουσιάσει ιδιαίτερα. Η μάγισσα Elli, η οποία έχει και τον έλεγχο του νησιού Mandragora, πέφτει θύμα κοροϊδίας από την κακιά αδελφή της, η οποία θέλει να σφετεριστεί την εξουσία του νησιού.

Τίποτα που δεν είναι αναμενόμενο, αλλά τίποτα που να θυμίζει απόλυτα άλλα παιχνίδια του είδους. Για παράδειγμα, η παντελής έλλειψη boss fights ή κάποιας μορφής παρόμοια αναμέτρηση καταφέρνει και ξενίζει τους πιο έμπειρους παίκτες. Ακόμα και οι πιο άπειροι, νεαροί σε ηλικία, παίκτες, είναι σίγουρο πως θα επιθυμούσαν την ύπαρξη ενός βαθμού πρόκλησης. Έτσι, σεναριακά, το μόνο που κάνουμε είναι να ακολουθούμε κατά πόδας τη μοχθηρή αδελφή, λύνοντας γρίφους και απλά παρακολουθώντας την ανατροπή της στο τέλος, χωρίς να στάξουμε ίχνος ιδρώτα από την προσπάθεια. Η σχετικά μικρή διάρκεια του παιχνιδιού (περίπου 6-7 ώρες) γιγαντώνει ακόμα περισσότερο την αίσθηση του ότι δεν υπάρχει κάποιο σενάριο που αξίζει να μας κρατήσει απασχολημένους μέχρι το τέλος.

Τη διαφορά κάνει μόνο η συνάντηση της ηρωίδας με τους κατοίκους του νησιού και οι σύντομες συνομιλίες τους, οι οποίες κάποιες φορές είναι χιουμοριστικές και κάποιες άλλες πνευματώδεις. Μέσω των συνομιλιών μπορούμε να μάθουμε περισσότερα για το νησί και για τους κατοίκους του, ακόμα και για το ποια αντικείμενα προς συλλογή βρίσκονται κοντά μας. Η συλλογή αντικειμένων, ωστόσο, είναι ένα από τα στοιχεία που δεν υλοποιήθηκε σωστά, για να μην πούμε καθόλου. Η ύπαρξη κρυστάλλων και νομισμάτων (hat coins) προς συλλογή καταλήγει να είναι απίστευτα αδιάφορη. Αν και υπάρχει ένα κατάστημα που ανταλάσσει τους κρυστάλλους με ραβδιά και τα νομίσματα για... καπέλα, τα αντικείμενα που προμηθευόμαστε έχουν καθαρά κοσμητική χρήση και τίποτα περισσότερο από αυτό.

Έτσι, τελικά δεν ξέρουμε αν η προσθήκη των collectibles έγινε απλά για να θυμίζει περισσότερο τα 3D platformers, για να δώσουν μια ατυχή νότα ύπαρξης (ή ανυπαρξίας) RPG στοιχείων ή για κάποιον άλλο, κρυφό λόγο που μόνο οι δημιουργοί γνωρίζουν και αρνούνται πεισματικά να αποκαλύψουν. Ωστόσο, παρά τη σωρεία αρνητικών που συγκεντρώνει το παιχνίδι, για κάποιο παράξενο λόγο κατάφερε να μας κάνει να επιστρέφουμε ξανά κοντά του, παραβλέποντας σχεδόν όλα τα προαναφερθέντα μειονεκτήματα.

Όσον αφορά στο εικαστικό κομμάτι του, το Elli παίρνει άριστα. Το νησί Mandragora είναι σχεδιασμένο με τόσο όμορφο τρόπο, που μοιάζει σαν να πρόκειται για έναν νεραϊδένιο κόσμο, προερχόμενο απευθείας από τις σελίδες ενός παραμυθιού. Όμορφα, απαλά χρώματα πλαισιώνουν έναν cel-shaded κόσμο, ο οποίος θυμίζει αρκετά τον οπτικό τομέα του Wind Waker. Όταν, μάλιστα, αυτός ο κόσμος συνοδεύεται από ένα εξαιρετικότατο soundtrack, με νοσταλγικά απαλές μελωδίες, τότε το μυαλό φαίνεται να ξεχνάει τα όποια σκοτεινά σημεία του παιχνιδιού και αφήνεται στη μαγεία που εκπέμπει αυτός ο συνδυασμός. Κάθε επιστροφή στο παιχνίδι θα μας εμφανίζει τα προβλήματα ένα-ένα, και μια φωνή στο μυαλό μας θα μας προτρέπει να το εγκαταλείψουμε. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι πολύ δύσκολο να κάνουμε κάτι τέτοιο, καθώς η ομορφιά του νησιού και των (περισσότερων) περιοχών του, μας τραβά να το δούμε ως το τέλος, όσο δύσκολο και αν ακούγεται στην πράξη.

Και κάπου εδώ δεν μπορούμε παρά να αναλογιστούμε πως το Elli πρόκειται, ουσιαστικά, για μια σχεδόν χαμένη ευκαιρία. Η απειρία του στούντιο και η έλλειψη ενός ικανοποιητικού κεφαλαίου που απαιτείται για την ορθή ανάπτυξη ενός τίτλου αφήνουν τα σημάδια τους σε μια προσπάθεια, η οποία, εν αντιθέσει με άλλους indie τίτλους του ίδιου βεληνεκούς, είχε τα φόντα να γίνει κάτι πολύ περισσότερο από το τελικό αποτέλεσμα που είχαμε στα χέρια μας. Και παρά τα αρνητικά του, το Ellie εξακολουθεί να αποτελεί ένα διασκεδαστικό παιχνίδι για όσους απολαμβάνουν περισσότερα πράγματα σε ένα παιχνίδι πέρα από το gameplay. Οι ενδιαφερόμενοι παίκτες, όμως, θα πρέπει να το αντιμετωπίσουν με μια επιφύλαξη: να εξετάσουν τα θετικά και τα αρνητικά, να λάβουν υπ’ όψη παράγοντες όπως η διάρκεια και η τιμή, και να αποφασίσουν αν η περιπέτεια της Elli αξίζει, εν τέλει, να αποτελέσει μέρος της προσωπικής τους συλλογής στο Switch.

switch
Keywords
Τυχαία Θέματα
  • Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Game Over