40 Χρόνια “Pink Moon”

Ύστατο ηχογραφημένο αντίο της εύθραυστης ειλικρίνειας του Nick Drake

Πασχίζοντας, εσχάτως, να τοποθετήσουμε σε σειρά τον κυκεώνα των δεδομένων και πληροφοριών γύρω απ’ τη μουσική, αποτυγχάνουμε τακτικά στo καταστάλαγμα των προτεραιοτήτων. Και πως να γίνει αλλιώς, μιας και η κάθε απόπειρα διάταξης των καίριων στιγμών σε τούτους τους ευρυζωνικούς διαδικτυακούς καιρούς, μας θέλει για ώρες δέσμιους της θέσης μπροστά στην οθόνη. Αναπόφευκτα, η νέα γενιά- συμπεριλαμβανομένου

και του γράφοντα- τρέχει σαστισμένη να προλάβει το “σήμερα”, παραμελώντας συχνά τα πολύτιμα θεμέλια του “χθες”. Ευκαιρία, λοιπόν, να (επανα)προσεγγίσουμε παρέα το λίκνο ευαισθησίας του Pink Moon, κατευθείαν απ’ τη διαταραγμένη ψυχοσύνθεση του Nick Drake.

Κοινός τόπος για τα τραγούδια του Nick Drake, είναι πάντοτε η γκρίζα μελαγχολία που δεν καταντά πότε, ωστόσο, μίζερη. Παρόλο που οι μονόλογοι του Άγγλου απηχούν την ολοένα και εντονότερη αίσθηση μοναξιάς και απομόνωσής του, η θέρμη της χροιάς του συντροφεύει με γλυκύτητα τα ήπιων τόνων ακουστικά κομψοτεχνήματά του. Κι αν στα προηγηθέντα Five Leaves Left και Bryter Layter το ηχητικό φόντο επωμίστηκαν εξίσου τα πνευστά και έγχορδα,  στο Pink Moon του 1972 ο ντροπαλός τραγουδοποιός πηγαίνει κατά μονάς στο δρόμο για την προσωπική του εξιλέωση. Άλλωστε, αποτελεί ευρεία παραδοχή το ότι στο γενετικό κώδικα του εκάστοτε άλμπουμ του Drake το ενδιαφέρον δεν μονοπωλούσαν οι πλουμιστές μπαρόκ ενορχηστρώσεις, αλλά η μειλίχια εκφραστικότητα των φωνητικών, της κιθάρας και του πιάνου προερχόμενα απ’ το νου του εμπνευστή τους.

Τραγούδια απύθμενης φολκ αισθαντικότητας διανθίζουν τον τρίτο κατά σειρά δίσκο του με στιγμές που πρέπει να βιώσεις. Οι συγκρίσεις με τροβαδούρους της περιόδου κατά την οποία δραστηριοποιούταν, δεν μπορούν παρά να εκληφθούν ως παράλληλες προσπάθειες ένταξης του Drake σε πλαίσια. Εξάλλου, πονήματα όπως αυτά των “Which Will”, “Road” και “Pink Moon”, μόνο μέσω του θελκτικού μουρμουρίσματός του θα μπορούσαν να προκύψουν και εν τέλει να ευσταθούν.

Ενόσω ο στενός του περίγυρος αποπειράται να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με τα εσώψυχα αυτού, ο ίδιος επιλέγει να συμπυκνώσει συναισθήματα και σκέψεις σε  28 λεπτά, μεταδίδοντάς τα προς πάσα κατεύθυνση υπό μια χύμα αμεσότητα. Από τις ειδυλλιακές εικονογραφήσεις των πλήκτρων στο φερώνυμο κομμάτι του άλμπουμ έως και τον ονειροπόλο  αποχαιρετισμό των έξι χορδών (“From The Morning”). Κι ακούγεται παράδοξα γαλήνιος μέσα στη φουρτούνα των συλλογισμών του, η οποία πλημμυρίζει στιχουργικά το τρίτο του πόνημα. Ακόμη κι όταν τον ξαφνιάζει η πραγματικότητα (“Place To Be”) και λυγίζει εμπρός της. Ακόμη κι αν θεωρεί πως δεν υφίσταται χώρος και δεν συντρέχουν επαρκείς λόγοι  για την ύπαρξή του (“Parasite”).

Η λιτότητα των μεθόδων του, δε, κατακλύζει αβίαστα τον ακροατή δίχως να χρειαστεί να επιβληθεί με τίποτα περισσότερο. Αυτό το συμπέρασμα διατρανώνουν, τα θεσπέσια κιθαριστικά αρπίσματα του “Things Behind The Sun” και οι απέριττες ανάσες του “Parasite” που ανακαλού

Keywords
Τυχαία Θέματα