Ο αναδυόμενος κίνδυνος επισιτιστικής κρίσης και το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης στον πρωτογενή τομέα- Αποκαλυπτική Έκθεση του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ

«Καμπανάκι κινδύνου» ήχησε από την παρουσίαση της πολύ ενδιαφέρουσας και άκρως αποκαλυπτικής Έκθεσης του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ γύρω από την Εκπαίδευση και την Απασχόληση στη χώρα μας.

Ειδικότερα, το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ παρουσίασε την Τρίτη 24/05 στο  Αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης –στο πλαίσιο ειδικής εκδήλωσης με θέμα: «Εκπαίδευση και απασχόληση: Μεγέθη, τάσεις και εξελίξεις»– την «Ετήσια Έκθεση για την Εκπαίδευση» με τίτλο: «Οι τομείς οικονομικής δραστηριότητας στην ΕΕ-28,  Μέρος Β’, 2019-2020».

Ανησυχητική ήταν η διαπίστωση, πως εκτός των πολλαπλών κρίσεων που ταλανίζουν τόσο τη χώρα όσο και τον κόσμο ευρύτερα, ειδικά μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις αλλαγές που έχουν επέλθει, στην περίπτωση της χώρας μας, ελλοχεύει πλέον ένας ακόμα αναδυόμενος κίνδυνος που σχετίζεται με μια ενδεχόμενη επισιτιστική κρίση.

Και δυστυχώς, όπως διαπιστώνεται στην Έκθεση, για την αντιμετώπισή της, ιδίως οι δείκτες της πρωτογενούς παραγωγής, υποδηλώνουν ότι εμφανιζόμαστε εξαιρετικά αδύναμοι και προφανώς «ανοχύρωτοι».

Το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης-κατάρτισης αποτελεί τροχοπέδη

Στα κυριότερα ευρήματα της έρευνας, λοιπόν, πρωταρχικής σημασίας είναι το γεγονός πως στον πρωτογενή τομέα παραγωγής και ειδικότερα στον κλάδο της γεωργίας, η Ελλάδα βρίσκεται στην 26η θέση στην ΕΕ-28 σε απόδοση παραγωγής, γεγονός που συνδέεται ευθέως και με το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης-κατάρτισης των απασχολούμενων στον κλάδο αυτό (στην πλειονότητά τους διαθέτουν μόνο πρακτική γεωργική εμπειρία).

Χαμηλές είναι οι αποδόσεις και στους υπόλοιπους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής (αλιεία, υδατοκαλλιέργειες), ωστόσο παρατηρείται παράλληλα ότι όπου οι εργαζόμενοι διαθέτουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο (μέση ή και ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) οι αποδόσεις παραγωγής παρουσιάζουν βελτιωμένη εικόνα.

Δεν υπάρχει «Έρευνα και Ανάπτυξη» στην Ελλάδα

Ο δομικός μετασχηματισμός, η ανασυγκρότηση και η ποιοτική αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας κρίνονται απολύτως αναγκαία, αν ληφθεί υπόψη ότι στους 15 πιο δυναμικούς κλάδους οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται κάποιος από τους κλάδους της κατηγορίας «Έρευνα και Ανάπτυξη» (Research and Development), καθώς και ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων είναι χαμηλής ψηφιακής έντασης, με τη χώρα να κατατάσσεται και πάλι στις χαμηλότερες θέσεις στην ΕΕ-28 στον σχετικό δείκτη (Δείκτης ψηφιακής έντασης – DII) τόσο ως προς το σύνολο των επιχειρήσεων (27η θέση) όσο και ως προς τη διαβάθμισή τους σε μικρές (28η θέση), μεσαίες (21η θέση) ή μεγάλες (26η θέση).

Οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων

Παράλληλα, από την Έκθεση προκύπτει επίσης ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην αρνητική 2η θέση στην ΕΕ-28 σε ό, τι αφορά στο «δείκτη επιχειρήσεων χωρίς στρατηγικό σχέδιο και δραστηριότητες συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης (CVT)», εύρημα που καταδεικνύει το διαχρονικό έλλειμμα κουλτούρας –από πλευράς επιχειρήσεων– στο να επενδύουν στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού τους μέσω της αναβάθμισης των δεξιοτήτων του.

Κάθετη αναντιστοιχία δεξιοτήτων και μετανάστευση των υπερ-εκπαιδευομένων στο εξωτερικό

Επιπρόσθετα, από την Έκθεση προκύπτει ότι η χώρα βρίσκεται στην 3η υψηλότερη θέση στην ΕΕ-28 στην κάθετη αναντιστοιχία δεξιοτήτων, με ένα 32,3% ατόμων ηλικίας 15-34 ετών και με μορφωτικό επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ISCED 5-8) να απασχολούνται σε επαγγέλματα που απαιτούν χαμηλότερο επίπεδο γνώσεων-δεξιοτήτων (ISCO08: 4 έως και 9).

Δυστυχώς η εν λόγω παθογένεια, την ίδια στιγμή που απαξιώνει τα προσόντα και τις δεξιότητες του εγχώριου εργατικού δυναμικού –τα οποία επί της ουσίας αναπτύσσονται και διαμορφώνονται στο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα με δημόσιους πόρους και θυσίες των ελληνικών νοικοκυριών– συμβάλλει με τον τρόπο της και στην επίταση του φαινομένου της μετανάστευσης των υπερ-εκπαιδευομένων στο εξωτερικό.

Πολλή δουλειά, χαμηλές αμοιβές και υψηλά ρίσκα με λίγες γνώσεις

Τέλος, είναι χαρακτηριστικό πως τα 2/3 των επιχειρήσεων στην Ελλάδα (περίπου 67%) είναι έντασης εργασίας, χαμηλών αμοιβών και υψηλών ρίσκων (στον πρωτογενή κυρίως τομέα) και μόνο το 1/3 είναι έντασης γνώσης.

Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και στη χαμηλή προστιθέμενη αξία που εμφανίζει σημαντικό τμήμα της επιχειρηματικότητας στη χώρα.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές, μέσω της Έκθεσης του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, πως η χώρα χρειάζεται άμεσα ανασυγκρότηση και εκσυγχρονισμό του παραγωγικού της μοντέλου με στόχο την επείγουσα διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής για έξοδο από την κατάσταση της «παραγωγικής γήρανσης», στην οποία έχει περιέλθει εδώ και πολλά χρόνια.

Keywords
Τυχαία Θέματα