«Υφαίνοντας ιστορίες» της Βάνιας Σύρμου

Το ξυλόχτενο χτυπά με δύναμη, ύστερα από κάθε σαϊτιά ανάμεσα στο υφάδι, αράδα αράδα. Βλέπει το υφαντό να γεννιέται σιγά σιγά. Το παρακολουθεί να μεγαλώνει ώρες, μέρες, βδομάδες, να το κανακεύει με τραγούδια σιγομουρμουρίζοντας, να το ξομπλιάζει με σχέδια και ιστορίες, μέχρι να τελειώσει το νήμα του στημονιού, να πλησιάσει τους μίτους και να τελειώσει κι αυτή την ιστορία μαζί με το υφαντό. Το ρυθμικό χτύπημα του πέταλου πάνω στα χτένια έφερε πάλι στον νου τη συμβουλή της γιαγιάς: «Ν’ ακούς το πέταλό σου! Κάθε υφαντό έχει και μια κρυμμένη ιστορία ανάμεσα στις κλωστές του!» Δίπλα στη γιαγιά

Πανωραία, στον καθιστό αργαλειό από γερό ξύλο ευκάλυπτου, έμαθε τα καλοκαίρια στο Αιτωλικό τα μυστικά του αργαλειού. «Ο αργαλειός, μόνο αν τον εμπιστευτείς, σου λέει τα μυστικά του. Κοίτα προσεκτικά πώς δένει τις ιστορίες του με την κλωστή», έλεγε η γιαγιά κι έσκυβε το κεφάλι της στο μπροσάντι που τύλιγε το υφαντό.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Πάντα ζήλευε τη γιαγιά που μιλούσε με τον αργαλειό της, αυτή τη μυστική συμμαχία που είχαν οι δυο τους μέσα στα χρόνια. Μ’ αυτόν ανάθρεψε τρεις κόρες απ’ όταν έμεινε χήρα στον πόλεμο. Μ’ αυτόν έφτιαξε τρεις προίκες για κείνες, δουλεύοντας μερόνυχτα. Ξακουστή υφάντρα του χωριού, ύφαινε μάλλινα κιλίμια με νήματα βαμβακερά για στημόνια και μάλλινα για υφάδια κι έπαιρνε παραγγελίες απ’ όλα τα γύρω χωριά, τη Μακρυνεία, τα Καραγκούνικα, το Νιοχώρι, την Κατοχή. Αλλά και τα μεταξωτά και τα βαμβακερά της υφάσματα ήταν περιζήτητα. «Μ’ αυτά και τους αγγέλους θα ντύσω άμα θα πάω στον Παράδεισο», καυχιόταν.

Χειμώνα καλοκαίρι το σπίτι της στρωμένο με κιλίμια. Στην κουζίνα γεωμετρικά μοτίβα ανάμεσα σε επάλληλες σειρές από ρίγες και στο καθιστικό το μεγάλο κιλίμι με τον μαύρο κάμπο και τα κόκκινα «μπουκέ», όπως έλεγε τα λουλούδια που εναλλάσσονταν με τετράγωνα. Κάθε φορά που πήγαινε στο σπίτι στο χωριό, τα θαύμαζε και άφηνε το βλέμμα να σεργιανάει αργά ανάμεσά τους. Τη βοηθούσε να βάζει τα μασούρια στη σαΐτα και μαγευόταν με το ευθύβολο πέταγμά της ανάμεσα στις κλωστές. Πολλές φορές συζητούσαν με τη γιαγιά για το σχέδιο και τα χρώματα που θα έβαζε στο υφαντό, φτιάχνοντας μαζί μια ιστορία που θα αποτυπωνόταν στο ύφασμα. Άνοιγε τη μεσάντρα και τυφλωνόταν απ’ την ποικιλία των χρωμάτων του μαλλιού που στοιβάζονταν σε κούκλες. Τι να πρωτοδιαλέξει; Είχε τη βοήθεια της γιαγιάς στην επιλογή. Ώρες περνούσε δίπλα της με τα μάτια ορθάνοιχτα, ανυπομονώντας να δει το μαγικό αποτέλεσμα που διπλωνόταν σιγά σιγά στο αντί. Κι ας γκρίνιαζε συνέχεια η μάνα. Τι δουλειά είχε με τον αργαλειό! Να βγει, να παίξει με τ’ άλλα παιδιά! «Δεν είναι πράγματα αυτά! Τι θα λέει το χωριό;» έλεγε και ξανάλεγε. Μα ποιος την άκουγε! Η μάνα δεν πλησίαζε τον αργαλειό. Σαν να ’ταν μαλωμένοι. Λες και τον ζήλευε που κράταγε χρόνια ολόκληρα τη δική της μάνα της μακριά της κι έπρεπε αυτή σαν πρωτοκόρη να ’χει την έγνοια του σπιτιού και των αδερφών της.

Θυμάται ακόμα εκείνο το ταγάρι με τις ασπρόμαυρες ρίγες, πρώτο υφαντό με τη βοήθεια της γιαγιάς, που το ’βρισκε πάντα κρεμασμένο δίπλα στο τζάκι για να βάζει τα περιοδικά και τα κόμικς που συνόδευαν τα χρόνια της εφηβείας. Και τις πολύχρωμες πατανίες που σκεπαζόταν τις κρύες νύχτες του χειμώνα, μην μπορώντας να ανασάνει από το βάρος τους. Κι ύστερα, την υφαντή «Καλημέρα» που στόλιζε καλλιγραφικά το φοιτητικό δωμάτιο κι εκείνο το μεταξωτό μαντίλι με τα μικρά περιστέρια που δώρισε στον πρώτο έρωτα. Αποκτήματα πολύτιμα, σαν σαϊτιές με σπάνιο υφάδι στα στημόνια της ζωής. Έπειτα, το αρχιτεκτονικό γραφείο, ο γάμος, το παιδί, η ρουτίνα, ξεθώριασαν τις ιστορίες των υφαντών χωρίς όμως να τις σβήσουν.

Είχε περάσει ένας χρόνος απ’ όταν η γιαγιά πήγε να ντύσει τους αγγέλους στον Παράδεισο. Ο αργαλειός είχε από καιρό σωπάσει μετά την αρρώστια της. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, η πρόταση της μάνας τάραξε τη σιωπή του αργαλειού: «Να τον δώσουμε τον αργαλειό! Τι τον θέλουμε; Τον χώρο μάς πιάνει». Θυμάται που κοίταξε το λειασμένο από τα χέρια της γιαγιάς ξύλο του πέταλου και πήρε την απόφαση δίχως δεύτερη σκέψη, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας: «Είμαστε με τα καλά μας; Εκεί δεν χωράτε εσείς καλά καλά!»

Ο αργαλειός την επομένη λύθηκε, αποχαιρέτησε τα στοιβαγμένα στον γίκο υφαντά, πολύτιμη κληρονομιά μιας ζωής υφασμένης μαζί τους, και ξεκίνησε μια νέα ζωή στο σαλόνι του σπιτιού στο Παγκράτι, μιας και δεν υπήρχαν άλλα διαθέσιμα δωμάτια για να τον φιλοξενήσουν. Μπορεί να μετακόμισε, μα τη μιλιά του δεν την έχασε. Άρχισε ξανά τις ιστορίες του δουλεύοντας ακούραστα με νέο κέφι, νέα σχέδια και χρώματα, σε χέρια που εμπιστευόταν γιατί τα γνώριζε απ’ όταν ήταν χεράκια.

Ένα ελαφρό άγγιγμα στον ώμο έγινε αφορμή να σταματήσει να υφαίνει.

«Καλώς τον! Θες να μου κάνεις παρέα;»

«Ναι, θέλω».

«Κάτσε, λοιπόν, δίπλα μου και κράτα τη σαΐτα. Θα μου τη δίνεις κάθε φορά που θα περνάω την κλωστή στο υφάδι. Κι έπειτα, θα τραβάμε το πέταλο μαζί να γίνει η ύφανση κρουστή».

«Πότε θα μπορώ κι εγώ να πατάω τις πατητήρες;»

«Πρέπει να μεγαλώσεις λίγο ακόμα, για να φτάνουν τα πόδια σου, και τότε θα μπορείς να κάθεσαι μόνος σου στον αργαλειό. Έλα τώρα, βάλε το χέρι σου πάνω στο πέταλο πλάι στο δικό μου».

«Ποια ιστορία θα μας πει σήμερα ο αργαλειός, μπαμπά;»

«Όποια θέλεις εσύ, γιε μου».

Η Βάνια Σύρμου σπούδασε Φιλολογία στο ΕΚΠΑ και έχει μεταπτυχιακές σπουδές στην Εκπαίδευση. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Μεταφράσεις της από την αγγλόφωνη λογοτεχνία κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Μπιλιέτο, όπως και η συλλογή διηγημάτων της Τερματικός Σταθμός και άλλα διηγήματα (2019). Διηγήματά της και χαϊκού έχουν διακριθεί σε διαγωνισμούς και δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά και ανθολογίες.

Keywords
Τυχαία Θέματα