Τάσος Γουδέλης: «Η γοητεία των υποσχέσεων»

Ο έντονα ανατρεπτικός συγγραφέας Τάσος Γουδέλης με την παρούσα συλλογή –δεν θα έλεγα διηγημάτων, αφηγημάτων, πεζών, αλλά ιδεών και μόνο– καταρρίπτει τα δεδομένα (ό,τι γνωρίζαμε δηλαδή με το οποίο παρασκευάζεται ο πεζός λόγος – μύθος, πλοκή, πρόζα), τα ισχύοντα, και καταφεύγει σε ένα είδος παράθεσης, το οποίο τείνει προς μια ψυχρή, αυτόματη και καθόλου ανταποδοτική παράμετρο, μια παράμετρο την οποία ο αναγνώστης οφείλει να υποψιαστεί, αν θέλει να γίνει κοινωνός κάποιων αμυδρών συμπερασμάτων. Πράγματι, ο Γουδέλης διακινεί την ιδέα και μόνο, με αυτή αναμετράται, με αυτή

διαλογίζεται, με αυτή έρχεται αντιμέτωπος, αυτή παραθέτει, καταφεύγοντας ακόμη και στη φανταστική επιστολογραφία, και όσο οι δυνάμεις του –που είναι πολλές– του επιτρέπουν (καθώς ως επαρκέστατος μύστης της καλής παγκόσμιας λογοτεχνίας αναζητώντας βρίσκει πολλάκις νέες ιδέες), παρουσιάζει και στη χώρα μας μια καινούργια πτυχή –η οποία και ίσως να επικρατήσει τώρα με την άνθηση του διαδικτύου– του λογοτεχνικού γίγνεσθαι, μια νέα άποψη για το πώς πρέπει να γράφουν οι συγγραφείς σήμερα, εν πάση περιπτώσει μια πρόταση πεζογραφική, η οποία ακόμη και αν φαντάζει εξωπραγματική, ακόμη και αν διαφέρει ως έξαψη, ακόμη και αν (θα με συγχωρήσει ο συγγραφέας) δεν ευσταθεί τουλάχιστον στο σημερινό πλαίσιο, εντούτοις θεωρητικά είναι μια νέα βερσιόν, μια άλλη επαφή με ένα τέτοιο γραπτό, μια διαφορετική προσέγγιση, μια κατάθεση άλλων υποκείμενων προδιαγραφών. Το να καταθέτει κανείς όχι τη ζώσα πραγματικότητα (ή φαντασία) χωρίς ήρωες, πρωταγωνιστές, κομπάρσους, αντιήρωες, δευτερεύοντες ή ακόμη και επινοημένους, χωρίς να της δίνει γλώσσα, λόγο, διάλογο, φιλοσοφική και ψυχολογική έδρα, υποκειμενικότητα, θεατρική πανδαισία (και μόνο χωρίς σενάριο κινηματογραφική χροιά), ασφαλώς προϊδεάζει και προδιαθέτει πως το αποτέλεσμα ούτε εύκολο είναι, ούτε εύκολα προσβάσιμο είναι, ούτε εύκολα αφομοιώνεται. Σαφέστατα, βέβαια, ο Γουδέλης αναφέρεται σε κάποιες ιστορικές σύγχρονες στιγμές της νεότερής μας Ιστορίας, όπως ο Εμφύλιος και η Χούντα, το σίγουρο όμως είναι πως και αυτές καλύπτονται από ένα πέπλο τέτοιο που να αποτελούν απλή ιδέα, μακριά δηλαδή από το πραγματολογικό τους περιεχόμενο, την καθημερινότητα των δύο περιόδων αλλά και τη σοβαρότητά τους, και τον ρόλο που έπαιξαν στη συγκρότηση του κράτους από εκεί και μετά, όσο και των θεσμών. Ενώ, λοιπόν, ξεκινά το βιβλίο του εμφανώς δίνοντάς του πολιτικό χαρακτήρα, πολιτική οντότητα (πάντα μέσα στο πεδίο της ασφυκτικής μηδενικής ορατότητας), στη συνέχεια –το δεύτερο κομμάτι, με τον τίτλο «Ουδέν το αξιόλογον», είναι χαρακτηριστικό– μας παραθέτει το πόσες ιδέες μπορεί να αντλήσει από την πρόσφατη ή και παλιότερη επικαιρότητα, να ασχοληθεί μαζί τους, να τις μεταπλάσει και να μας τις παραδώσει – μέχρι και ο τίτλος ενός κομματιού της συλλογής μετατρέπεται σε ιδέα. Άρα, και παρά την οποιαδήποτε ένσταση μπορεί κανείς να εγείρει αν δεν είναι λάτρης μιας τέτοιου είδους περιγραφής, ο συγγραφέας ταράζει τα νερά και προτάσσει κάτι καινούργιο, ωθώντας μας να συμπορευτούμε ως αναγνώστες μαζί του, περίπου σαν να είναι η πρώτη φορά που ανοίγουμε βιβλίο, σαν να είναι η πρώτη φορά που διαβάζουμε κάτι, αγνοώντας όλα τα υπόλοιπα.

{jb_quote}Το φιλοσοφικό, ψυχολογικό αλλά και λογοτεχνικό οπλοστάσιό μου δέχτηκε νέες προκλητικές εκπλήξεις.{/jb_quote}

Ας δούμε τώρα τα τεχνικά χαρακτηριστικά που συναντάμε στη συγκεκριμένη πεζογραφική εκδοχή: Κατ’ αρχάς η γλώσσα, άκρως επαρκής, ενδιαφέρουσα και πειστική, πιεστική και αυτόματη στις εξάρσεις, και το αντίθετο, θελκτική και ώριμη στις υφέσεις, με έμφαση στις νεκρικές ή θανατικές περιστάσεις, χωρίς αυτοκαταστροφική ή αυτολογοκρισία στις γωνίες, ικανή να φέρει εις πέρας το φορτίο που κουβαλά, το οποίο δεν είναι και λίγο. Στη συνέχεια η ατμόσφαιρα, ουδέτερη, φαινομενικά άχρωμη (κάτι που ισχύει σε μέρη όπου η ιδέα είναι κυρίαρχη), επιφορτισμένη να δημιουργεί θετικές εντυπώσεις, παρά τον αρνητισμό πολλών εκ των κομματιών, δημιουργική και επιβραβεύουσα στοιχεία που από μόνα τους περιέχουν οριακές μεταβολές, τέλος, ενθαρρυντική μιας προσπάθειας που θέτει το παράλογο στη σκηνή μιας λογοτεχνικής ερμηνείας, μιας παραδοξότητας στο πλαίσιο ενός απλού καθημερινού συμβάντος. Παρακάτω, το ύφος, ενιαίο και διαδραστικό, εμφανές στην απόπειρα να επιδικαστεί ως κυρίαρχο, ενίοτε χαμηλό, ενίοτε κραυγάζον, ενίοτε χαλαρό, ενίοτε θορυβώδες, επιφορτισμένο να φέρει εις πέρας την αποστολή του, η οποία δεν είναι άλλη από την πέρα από κάθε αμφιβολία λογοτεχνική συγκομιδή. Και εν κατακλείδι η εκκεντρική εμμονή της έκφρασης, η οποία πραγματοποιεί συνθέσεις που αγκυροβολούν μόνο πάνω σε ένα σκίρτημα, σε μια σκέψη, σε μια άποψη μονολεκτική σχεδόν, σε μια ιδέα, σε μια αχτίδα φωτός (ή και σκοταδιού), σε ένα κύμα που σκάει στην αμμουδιά, σε μια περιφρονημένη μα άξια λόγου συνθήκη, σε μια απόφαση διαχωριστική που προβάλλει το λείο σε ανισόπεδες διαβάσεις, το ίδιο σε ανώμαλες εδαφικές –και πεζολογικές– σημαντικές αναταράξεις και ανακατατάξεις.

Τελειώνοντας το βιβλίο του γνωστού συγγραφέα Τάσου Γουδέλη και κάνοντας μια αποτίμηση του τι εισέπραξα, η ζυγαριά γέρνει προς τα θετικά – το φιλοσοφικό, ψυχολογικό αλλά και λογοτεχνικό οπλοστάσιό μου δέχτηκε νέες προκλητικές εκπλήξεις. Μου άρεσε λοιπόν το έργο, κυρίως για αυτό (όταν το συζήτησα με φίλους, το πώς μπορεί δηλαδή μια ιδέα και μόνο να γίνει πεζό κείμενο χωρίς οποιαδήποτε άλλη προσθήκη από πρόσωπα ή καταστάσεις και γεγονότα, αδυνατούσαν να το φανταστούν) το αληθινό, πρωτοποριακό και πρωτοαναμενόμενο συναίσθημα, που εξόχως η λογοτεχνία προσφέρει, σε όλες της τις μορφές, με όλες τις μεθόδους, με όλες τις συνδέσεις, κύριων ή συνεπακόλουθων σημείων, για να θυμηθούμε και τον Μπαρτ. Και μου άρεσε επιπλέον για κάποια ψήγματα που ενδεχομένως αναλύονται, όπως ο ορισμός των παιδικών χρόνων, ο έρωτας, ο θάνατος, οι σχέσεις των δύο φύλων, η Ιστορία και η τρομερή της αν/αντικατάσταση, το τι μένει από τα διαβάσματά μας (κυρίως των μεγάλων του είδους), η μικρή φόρμα που διαχειρίζεται σύντομα και περιεκτικά ακόμη και βαρύνουσες εκτιμήσεις και, πάνω απ’ όλα, η φαντασία, χωρίς την οποία τίποτα δεν θα ήταν εφικτό, τίποτα δεν θα είχε αξία, δεν θα υπήρχε Όμηρος και Ντοστογιέφσκι, δεν θα υπήρχε αυτή η άλλη ζωή που γεννιέται, ανδρώνεται και γηράσκει μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, δεν θα υπήρχε αυτή η μέθεξη της αναγνωστικής διαδικασίας. Και βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γουδέλης μάς κάνει κοινωνούς τέτοιων εξελίξεων, ως λάτρης του μικρού που είναι και όμορφο, ως λάτρης του σύντομου που δεν συναινεί στο τετριμμένο.

Η γοητεία των υποσχέσεων
Τάσος Γουδέλης
Εκδόσεις Πατάκη
σ. 160
ISBN: 978-618-07-0230-9
Τιμή: 10,90€

Keywords
Τυχαία Θέματα