Πολύνα Γ. Μπανά: «Μικρές ρωγμές»

Η Πολύνα Μπανά πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με την ποιητική συλλογή της Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων (Σαιξπηρικόν, 2017), όπου, μέσα από μια εξομολογητική ποίηση, μας άνοιξε εσωτερικά τοπία και ενδοψυχικές θεάσεις. Στις Μικρές ρωγμές (Νίκας, 2022), μια συλλογή σύντομων διηγημάτων, η Μπανά εστιάζει κυρίως σε τοπία διαπροσωπικών σχέσεων και ψυχοκοινωνικών μοτίβων που αναδεικνύουν προβλήματα που μας απασχολούν ως άτομα και ως συλλογικότητες, καθώς νοσηρές παραδοχές, συμβάσεις και ματαιοδοξίες υποσκάπτουν την είσπραξη νοήματος και

την αυτοπραγμάτωση του ατόμου.

Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί ένα εξαίρετο άτιτλο έργο του Σερραίου εικαστικού Βασίλη Βαφειάδη: ένα ανδρικό πορτρέτο, από το οποίο αναδύεται μια δραματική εσωτερικότητα. Στη φωτεινή πλευρά του διαχέεται το κόκκινο της ζωής, ενώ στην άλλη πλευρά το σκούρο προς μαυριδερό κόκκινο καλύπτει το μισό πρόσωπο εκτεινόμενο προς τη φωτεινή πλευρά, απειλώντας να το επικαλύψει ολόκληρο. Το πορτρέτο λες και αναπαριστά το φωτεινό και το μαύρο του ανθρώπινου ψυχισμού και της ζωής, όπου ωστόσο το μάτι στη φωτεινή πλευρά καλύπτεται από μια γκριζωπή σκιά, ενώ το άλλο κάτω από τη σκοτεινότητα εκφράζει μια διάθεση να αντισταθεί στο μουντό και το άχαρο, μια περισυλλογή και διάθεση ανίχνευσης του εαυτού. Άλλωστε, μέσα από σκοτεινές και τραυματικές εμπειρίες που βιώνει το άτομο, μπορεί να αναπτύξει διεργασίες ανίχνευσης της αλήθειας του που θα το πάνε στο φως. Το πορτρέτο στο κάτω μέρος πλαισιώνεται από μαύρο φόντο, που εκτείνεται και στο οπισθόφυλλο, το οποίο εγχαράσσουν κάποιες γκριζωπές ρωγμές. Οι Μικρές ρωγμές συνομιλούν με τον πίνακα, καθώς τόσο η λεκτική όσο και η εικαστική απεικόνιση με τη δυναμική τους προκαλούν αναστοχασμούς ανίχνευσης και επίγνωσης του μαύρου που απειλεί να καταπιεί τη φωτεινότητα της ψυχής και της ζωής μας.

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Τάσο, τον αγαπημένο σύζυγο της συγγραφέα, τον εφ’ όρου ζωής συνοδοιπόρο, όπως αποκαλείται από την ίδια.

Με τις Μικρές ρωγμές η Πολύνα Μπανά, μέσα από ήρωες που ζουν στη σύγχρονη ελληνική επαρχία, μιλά για τη ζωή, τις ανησυχίες, τις στάσεις και δράσεις τους, μιλά για τα όνειρα, τις προσδοκίες και τις ματαιώσεις τους, τις ποιότητες των διαπροσωπικών σχέσεων και τις συμβάσεις που τις πνίγουν, αναδεικνύοντας τον επαρχιωτισμό από τον οποίο διακατέχεται το άτομο. Για τη γυναίκα, για τον άνδρα, τους μύθους και τα μυθεύματα που τους τρέφουν. Τις νόρμες και τις προκαταλήψεις, τα ταμπού και τις προσδοκίες, το φαίνεσθαι και το τάχα μου, ενώ μέσα από τον καθρέφτη του φαίνεσθαι αναδύεται το είναι των ηρώων με τις ματαιώσεις, τις ψευδαισθήσεις τους, τον καθωσπρεπισμό και τη διπλή ηθική τους, καθώς και τη δίψα τους για επιβολή και ικανοποίηση. Η συγγραφέας με τα σύντομα σεκάνς ανατέμνει την ψυχοκοινωνική εικόνα των ηρώων, αφήνοντας τον αναγνώστη να υποθέσει, να φανταστεί ή να σκιαγραφήσει ο ίδιος το όλο προφίλ της προσωπικότητάς τους.

Το βιβλίο προλογίζει ο καλός ποιητής, κριτικός και πολυσχιδής δημιουργός Κωνσταντίνος Μπούρας, ο οποίος δίνει το στίγμα της συγγραφέα και τα θετικά του βιβλίου και ο οποίος αναφέρει μεταξύ άλλων: «Η ματιά μήτε φιλάνθρωπος μήτε μισάνθρωπος. Κι εδώ έγκειται η πρωτοτυπία αυτής της γραφής» (σσ. 10-11).

Οι Μικρές ρωγμές χωρίζονται σε έξι ενότητες, οι τίτλοι των οποίων αποτελούν σημαινόμενα εμπλουτίζοντας το περιεχόμενο της συλλογής, ενώ παράλληλα προϊδεάζουν και καθοδηγούν τον αναγνώστη. Στην πρώτη ενότητα, με τίτλο «Η γυναικεία συνθήκη», μέσα από πέντε διηγήματα σκιαγραφούνται νόρμες και συμβάσεις που καθορίζουν τη γυναικεία συνθήκη, ωθούν τη γυναίκα σε αμυντικούς μηχανισμούς και στάσεις που την απομακρύνουν από την ουσία του πραγματικού εαυτού της και τη βίωση νοήματος. Η γυναίκα άλλοτε δίνει προτεραιότητα στο φαίνεσθαι και στην εξωτερική της εμφάνιση, άλλοτε διακατέχεται από καταναλωτική βουλιμία για να εκδικηθεί τον σύζυγο και να χορτάσει το κενό που την κατακλύζει, άλλοτε πάλι ενώ πατά «Delete στην αναπαραγωγική λειτουργία του γάμου» καταφεύγει στο ψεύδος της ανικανότητας για τεκνοποίηση, για να μην ομολογήσει πως δεν επιθυμεί να τεκνοποιήσει, και έτσι να αποφύγει να έρθει αντιμέτωπη με το κοινωνικό πρότυπο της γυναίκας-μητέρας και την κοινωνική κριτική. Στο διήγημα αυτό η συγγραφέας θέλει να αναδείξει τη σημαντικότητα και αναγκαιότητα της αξιακής αρχής που αναφέρεται στη μητρότητα ως προσωπική επιλογή της ίδιας της γυναίκας και όχι ως έξωθεν επιβολή στη γυναίκα. Τα αισθήματα κενού και η έλλειψη αυτοπραγμάτωσης περισσεύουν στις ζωές των γυναικών, όπως στο διήγημα «Η καλύτερη φίλη των καταστηματαρχών», όπου διαβάζουμε: «Το κενό, όμως, παρέμενε. Το αίσθημα αποτυχίας ότι δεν αξιοποίησε το πτυχίο της (το οποίο, παρεμπιπτόντως, είχε πάρει με άριστα, μετά από λυσσαλέο διάβασμα τεσσάρων ετών), ότι δεν εργάστηκε και δεν σταδιοδρόμησε, ότι δεν έβγαλε τα δικά της χρήματα, ότι δεν υπήρξε ποτέ ανεξάρτητη (από την οικονομική εξάρτηση από τον πατέρα πέρασε κατευθείαν σε αυτήν του συζύγου), αναδυόταν στην επιφάνεια σαν ογκώδες παγόβουνο» (σ. 21).

Η δεύτερη ενότητα, «Οικογένεια στο μικροσκόπιο», αποτελείται από τέσσερα διηγήματα, όπου οι ήρωες είναι τα μέλη μιας οικογένειας και η ερωμένη του γιου. Εδώ η συγγραφέας ακτινογραφεί μια μικροαστική οικογένεια στην προσπάθεια των μελών της να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ευτέλεια και την ευπρέπεια, καθώς αγωνίζονται να εδραιώσουν το κοινωνικό τους στάτους. Καυτηριάζει τη διπλή ηθική και την ευκολία με την οποία καταχωνιάζουν το ταπεινό ή όχι και τόσο κοινωνικά αποδεκτό παρελθόν τους, μόλις πετύχουν να εδραιώσουν κάποια κοινωνικοοικονομική επιφάνεια και μπορέσουν να ενταχθούν στον υποτιθέμενο καλό κόσμο των μικροαστικών προτύπων. Έτσι, η σύζυγος του μεγαλογιατρού, η άλλοτε Ποπάρα με τ’ όνομα, δεν αποδέχεται στους κόλπους της ευυπόληπτης οικογένειάς της την ερωμένη του γιου της, την «πρώτη τσουλάρα» όπως τη χαρακτηρίζει, παρά το βεβαρημένο και σε μεγάλο βαθμό πανομοιότυπο παρελθόν και της ιδίας.

{jb_quote}Οι Μικρές ρωγμές της μας δίνουν την ευκαιρία να δούμε στον καθρέφτη τον κρυφό και ανομολόγητο εαυτό μας.{/jb_quote}

Οι τρεις επόμενες ενότητες, «Τρέχουσα ηθική», «Δίπτυχο “Μπουζούκια”» και «Night life», αναφέρονται σε θέματα ηθικής, όπως διαμορφώνονται στον χώρο των σκυλάδικων της νυχτερινής επαρχίας και στις νόρμες της πιάτσας, τα οποία διαχέονται ως ποθητά αλλά και κενόδοξα ή ακόμη και νοσηρά φαινόμενα στον ιστό της κοινωνίας. Στην προτελευταία ενότητα, «Η τέχνη στην επαρχία ευδοκιμεί», η συγγραφέας σαρκάζει τη ματαιοδοξία και τη μωροφιλοδοξία που υποκρύπτουν οι άνθρωποι της τέχνης, της ποίησης και της «βαριάς» κουλτούρας, ενώ στην τελευταία ενότητα, «Αντί επιλόγου», μιλά για το χάος κάτω από τα φαινόμενα και τα προσωπεία.

Πρόκειται για ένα καλογραμμένο βιβλίο με τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός παντογνώστη αφηγητή, όπου η ρέουσα αφηγηματική γραφή αλλά και οι διαπλοκές των ηρώων κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η συγγραφέας, συναισθηματικά αποστασιοποιημένη, με υποδόρια ειρωνεία και σαρκασμό σκιαγραφεί τις ρωγμές που αναδεικνύουν τα απόκρυφα στις ζωές των ηρώων. Ο λόγος άλλοτε δοκιμιακός και άλλοτε καθημερινός και άμεσος, εμπλουτισμένος με λέξεις και φράσεις της πιάτσας, όπως: «Διάλεξες την πρώτη τσουλάρα που σου άνοιξε τα σκέλια της!» (σ. 37), «Πού να ’ξερε ότι η ίδια η κόρη της καραγουστάρει» (σ. 50), «Είναι και γαμώ τους γκόμενους» (σ. 73) κ.λπ. Μ’ αυτόν τον τρόπο σκιαγραφείται η σχιζοειδής συνθήκη των ηρώων και γίνεται πιο ευκρινές το χάσμα ανάμεσα στο φαίνεσθαι και την πραγματική τους υπόσταση. Κάτι ιδιαίτερο που χαρακτηρίζει τις ιστορίες της Μπανά είναι ότι το κάθε διήγημα περιγράφει ξεχωριστά τη στάση και τη συμπεριφορά του κάθε εμπλεκόμενου στην ίδια διαπροσωπική συνθήκη, έτσι που ο αναγνώστης μοιράζεται με τον αφηγητή την πολυπρισματική εικόνα των δυναμικών και αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ηρώων και γνωρίζει πράγματα για τους ήρωες και τη ζωή τους, για τις σχέσεις τους και τον απέναντί τους, που οι ίδιοι μπορεί να τα διαισθάνονται αλλά να μην τα γνωρίζουν επακριβώς, ή να θέλουν να τα ξεχάσουν.

Η συγγραφέας, ασκούμενη δικηγόρος στη Δράμα, έρχεται σε άμεση επαφή με τα κακώς κείμενα, με αντιδικίες και φαινόμενα ακραίων συμπεριφορών, απ’ όπου ενδεχομένως αντλεί επιπρόσθετο υλικό για να πλάσει τους ακραίους χαρακτήρες της, οι οποίοι ωστόσο μπορεί και να μην είναι και τόσο ακραίοι, αλλά να αποτελούν τη μικροαστική νόρμα του επαρχιωτισμού, η οποία εν δυνάμει, ή και εν τοις πράγμασι, κρύβεται μέσα στον καθένα μας, έστω με κάποια επιμέρους χαρακτηριστικά της. Περιγράφει σενάρια σχετικά με το χάος και την εύθραυστη επιφάνεια της φαινομενικά τακτοποιημένης ζωής των ηρώων της, κάτω από την οποία οργιάζουν η ανθρώπινη μοναξιά, η συναισθηματική πενία και τα ψυχικά αδιέξοδα. Βεβαίως, όταν έχεις ανοιχτές τις κεραίες είναι ασφυκτικό να ζεις στην επαρχία και να υφίστασαι τη μικροαστική νοοτροπία του επαρχιωτισμού – όμως, έτσι κι αλλιώς, και ολόκληρη η χώρα μια επαρχία δεν είμαστε; Νομίζω πως αυτό υπαινίσσεται και η συγγραφέας, ότι δηλαδή το πρόβλημα είναι ο επαρχιωτισμός που μπορεί να υφίσταται οπουδήποτε και σε οποιονδήποτε. Καταδεικνύεται άλλωστε έμμεσα στην ενότητα «Αντί επιλόγου», όπου γράφει: «Λένε ότι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά γνωρίσματα που διακρίνει μια μεγαλούπολη από μια μικρή πόλη, όπως και η δική τους, είναι ότι η δεύτερη μπορεί, ανά πάσα στιγμή, ν’ απαριθμήσει και να κατονομάσει τους “τρελούς” της, τις δικές της αναγνωρίσιμες, γραφικές φιγούρες» (σσ. 88-89). Σ’ αυτή την ενότητα η συγγραφέας, μέσα από τον «τρελό του χωριού» στο πρόσωπο ενός λαχειοπώλη, μας φανερώνει γιατί έγραψε τις Μικρές ρωγμές.

Οι ιστορίες των ηρώων της Πολύνας Μπανά κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με τις διαπροσωπικές διαπλοκές τους, τις ορέξεις, τις αδυναμίες και τα πάθη τους, τα αισθήματα μοναξιάς και κενού, τις ματαιώσεις και τα στραπάτσα τους, τη διπλή ηθική, τα ταμπού και τις προκαταλήψεις τους, τη διάθεση επιβολής και ελέγχου, την πρεμούρα για κοινωνικοοικονομική ανέλιξη με όποιο τίμημα, τη διάσταση μεταξύ του φαίνεσθαι και του είναι, που οδηγούν στην αλλοτρίωση του ατόμου και το καθιστούν ξένο προς τον Άλλον, και κυρίως προς τον ίδιο του τον εαυτό. Οι Μικρές ρωγμές της μας δίνουν την ευκαιρία να δούμε στον καθρέφτη τον κρυφό και ανομολόγητο εαυτό μας.

Μικρές ρωγμές
Πολύνα Γ. Μπανά
Νίκας
σ. 94
ISBN: 978-960-296-385-2
Τιμή: 11,66€

Keywords
Τυχαία Θέματα