«Μario Vitti (1926-2023): Ερανίσματα μνήμης…» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Ο θάνατος του κορυφαίου Ιταλού ελληνιστή και συγγραφέα Μάριο Βίτι (14 Φεβρουαρίου 2023) δεν είναι απλώς μια απώλεια για τον φιλολογικό κόσμο της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ευρώπης, αλλά γενικότερα μια δυσαναπλήρωτη απώλεια για το δημιουργικό φιλολογικό έργο που με τόση ενάργεια, θαλερότητα και παλλόμενο –μέχρι την τελευταία στιγμή– ερευνητικό ενθουσιασμό κυοφορούσε στη σκέψη και κατέθετε στη γραφή του.

Η πρώτη μου «γνωριμία» με τον Μάριο Βίτι ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν κυκλοφόρησε στην ελληνική

γλώσσα η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (εκδ. Οδυσσέας, 1978), σε εξαιρετική μετάφραση της Μυρσίνης Ζορμπά. Μέχρι τότε και στη διάρκεια των σπουδών στη Φιλοσοφική Σχολή και αργότερα, είχαμε ξεκοκαλίσει τη σοβαρότερη συνθετική προσπάθεια που είχε γίνει πάνω στο αντικείμενο, την κλασική πια, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κ.Θ. Δημαρά (εκδ. Ίκαρος). Και συνοπτικότερες, από τα μαθητικά μας ακόμα χρόνια, του Αρίστου Καμπάνη (1925), του Καλαματιανού, του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου (1938), του Βουτιερίδη (1933). Και σε περιορισμένο κοινό, οι παλαιότερες και ξένες, του D.C. Hesserling (1920), του Knos (1962), του A. Mirambel (1953), του Bruno Lavagnini (1969).

Ομολογώ ότι η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Μάριο Βίτι ήταν τότε ένα φιλολογικό ξάφνιασμα, κάτι σαν αναγνωστική ανακάλυψη, μια terra incognita για πρόσωπα και έργα και σχολές λογοτεχνικές, που νομίζαμε ότι το «αλφαβητάρι» τους το γνωρίζουμε απέξω κι ανακατωτά. Μια άλλη γλώσσα, άλλο περιβάλλον εννοιών, άλλη κατανομή, διαφορετική δομή, ακόμα και διαφορετικές πραγματολογικού-γραμματολογικού τύπου αποτιμήσεις. Ήταν σίγουρο ότι επρόκειτο για ένα άλλο βλέμμα, εισαγωγή σε μια θεωρητικοποίηση των λογοτεχνικών φαινομένων, την κριτική ένταξή τους στο ιστορικό πλαίσιο της κάθε εποχής που τα παρήγαγε ως ο «ηθικός τους αυτουργός».

Ο ίδιος –«ιδανικό θύμα» πάντα της διανοητικής ευφορίας που του δημιουργούσε η πρόκληση του νέου– ήταν μέτοχος των ευρωπαϊκών ρευμάτων «ανάγνωσης» της ιστορίας της λογοτεχνίας, που αγνοούνταν ακόμα στον τόπο μας. Αναλάμβανε το ρίσκο του σφάλματος ή της προσωρινότητας μιας προσωπικής αποτίμησης, γνωρίζοντας, όπως έγραψε στο σημείωμά του για την πρώτη ιταλική έκδοση του 1970, ότι χωρίς hypothèses de travail και χωρίς τα ερεθίσματα που απορρέουν από αυτές, διατρέχουμε τον ασύγκριτα μεγαλύτερο κίνδυνο να μένουμε για πάντα στον προθάλαμο των deliciae eruditorum.

Kαι μια ιστορικής, ηθικής και πολιτικής σημασίας επισήμανση: Η πρώτη γραφή του έργου στην ιταλική γλώσσα, με τίτλο: Storia della Letteratura Neogreca, άρχισε μετά τον Απρίλιο του 1967, «όταν δηλαδή η σπουδή της αληθινής Ελλάδας απέβαινε εναγώνια όσο ποτέ τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους ξένους που αφιέρωσαν τη ζωή τους, και επαγγελματικά ακόμη, όπως εγώ», θα γράψει στο εισαγωγικό του σημείωμα, «σε τούτο τον τόπο του οποίου μας διαφεύγει ο ορισμός και του οποίου όλες οι δημαγωγίες και οι δικτατορίες, κατά το παρελθόν αλλά και κατά το παρόν, έφεραν στο προσκήνιο μόνο τις πιο άγονες και αρνητικές πλευρές… Το βιβλίο μου είναι θεμελιωμένο στην πίστη στην ελευθερία της λογοτεχνικής δημιουργίας, που όμως κάθε άλλο παρά αίρει την επώμιση ευθυνών: γι’ αυτό προσπάθησα να αναπαραστήσω τον αγώνα που από τον Μεσαίωνα και ως σήμερα διαδραματίζεται ανάμεσα στην άσβεστη δίψα για ελευθερία και στις πιέσεις που από μέσα και από έξω παρεμποδίζουν την πραγμάτωσή της». Ήταν, εκτός των άλλων, και ένας θαρραλέος αντιστασιακός λόγος.

Σήμερα μας έχει αφήσει μια νέα εκδοχή της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του (εκδ. Οδυσσέας, 2016), γραμμένης από την αρχή, με διαφορετική δομή και ύφος, προσθήκες, αναθεωρήσεις, επέκταση και διεξοδική παρουσίαση της μεταπολεμικής παραγωγής, βιβλιογραφικά εμπλουτισμένης με τη σύγχρονη παραγωγή φιλολογικών κειμένων, έχοντας ωστόσο εγκαταλείψει την πληκτική για τον μέσο αναγνώστη τυπολογία. Εν-τοπισμένα στην εκάστοτε ιστορική εποχή τα λογοτεχνικά κείμενα και φαινόμενα στο πλαίσιο της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Μάριο Βίτι, γραμμένα με την άνεση και επικοινωνιακότητα «κειμένου» προφορικότητας, τεκμηριώνουν την αντίληψή του ότι η ελληνική πραγματικότητα συνιστά δυναμικό παράγοντα διαμόρφωσης του δυτικού πολιτισμού, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα έργα μεγάλης λογοτεχνικής αξίας που παράγονται σε κάθε «συνάντηση» της δυτικής πρόκλησης με τη νέα ελληνική παράδοση. Γι’ αυτή τη νέα σύνθεση της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Μάριο Βίτι (πρώτη έκδοση στην ιταλική γλώσσα: 2016), η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ca’ Foscari της Βενετίας, Caterina Carpinato, γράφει προσφυώς ότι «είναι ένα βιβλίο για το γραφείο ανθρώπων που γεννήθηκαν στα τέλη του περασμένου αιώνα, για τα παιδιά του Millennium…»

Μετά τη συγγραφή της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του, ο φανατικός ερευνητής, αλλά και σπουδαίος ακαδημαϊκός δάσκαλος (Πανεπιστήμιο Νάπολης L’Orientale – 1957, Πανεπιστήμιο Παλέρμο – 1968, Πανεπιστήμιο Τοσκάνης, επισκέπτης καθηγητής στα πανεπιστήμια: Παρισίων, Γενεύης, Θεσσαλονίκης) θα σταθμεύσει κυρίως στη φιλολογική σπουδή της λεγόμενης Γενιάς του ’30, με τους εκπροσώπους της οποίας θα δημιουργήσει γόνιμες, διαχρονικές φιλίες και συνεργασίες, ενώ θα μεταφράσει και θα αναδείξει το έργο τους στην Ιταλία. Επρόκειτο για τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη, τον οποίο είχε γνωρίσει το 1951, όταν ακόμα ο τελευταίος δεν είχε γίνει ευρύτερα γνωστός. Η ανθολογία του Poesia Greca del Novecento (1957), «προεργασία» των μελετών που θα ακολουθούσαν, υπήρξε η πρώτη προσπάθεια απόδοσης της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα στην ιταλική γλώσσα και η γνωριμία της στο ιταλικό αναγνωστικό κοινό.

{jb_quote}Μια δυσαναπλήρωτη απώλεια για το δημιουργικό φιλολογικό έργο που με τόση ενάργεια, θαλερότητα και παλλόμενο –μέχρι την τελευταία στιγμή– ερευνητικό ενθουσιασμό κυοφορούσε στη σκέψη και κατέθετε στη γραφή του.{/jb_quote}

Η χαρισματική του κοινωνικότητα του προσπόρισε φιλίες και με πολλούς άλλους λογοτέχνες, ποιητές, νεοελληνιστές, καλλιτέχνες, σκηνοθέτες, κριτικούς, εκδότες, ακαδημαϊκούς δασκάλους κ.ά. στις διάφορες φάσεις της ζωής του. Ανάμεσά τους ο (προγενέστερης γενιάς) Κλέων Παράσχος, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νίκος Κούνδουρος, η Μαργαρίτα Καραπάνου, ο Κ.Θ. Δημαράς και ο Λίνος Πολίτης, συνομιλητές και αρωγοί πρόθυμοι στο δυσχερές έργο του. Συχνά δήλωνε υπομειδιώντας αυτάρεσκα ότι είχε την τιμή να είναι φίλοι του τέσσερις νομπελίστες: Σεφέρης, Ελύτης, Κουαζίμοντο, Μοντάλε.

Έτσι, η νεοελληνική φιλολογία εμπλουτίστηκε από τη φρέσκια και τολμηρή ματιά του σπουδαίου ελληνιστή και πρεσβευτή του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό, με τις μελέτες του: Η γενιά του τριάντα. Ιδεολογία και μορφή (1977), Οδυσσέας Ελύτης (1984), Φθορά και λόγος – Εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Για τον Οδυσσέα Ελύτη – Ομιλίες και άρθρα (1998), Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας (1991), Ο Κάλβος και η εποχή του (1995). Και τα αυτοβιογραφικά: Η πόλη όπου γεννήθηκα: Ιστανμπούλ, 1926-1946 (2013), Γραφείο με θέα (ΜΙΕΤ, 2006).

Καλή τύχη συνέργησε ώστε στο γύρισμα του νέου αιώνα (και της νέας χιλιετίας) να βρεθούμε από κοντά με τον Μάριο Βίτι, σύνεδροι σε ένα επιστημονικό συνέδριο στην Κέρκυρα, με θέμα: «Νεοελληνική σάτιρα» (2-4 Νοεμβρίου 2001). Το συνέδριο διοργάνωνε η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κέρκυρας, ο Δήμος Κερκυραίων, το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και το προσφιλές περιοδικό Πόρφυρας. Ο Μάριο Βίτι είχε εισηγηθεί το θέμα: «Σάτιρα και ρεαλισμός». Από τη Λευκάδα, η γράφουσα, το θέμα: «Το τοπίο της λευκαδίτικης τρέλας και η σατιρική της εικονογραφία» και ο Σπύρος Βρεττός: «Η σάτιρα στην ύπαιθρο Λευκάδα». Με το πέρας της εισήγησής μας, φανερά ενθουσιασμένος αλλά και με κείνη τη σπίθα χιούμορ που ήταν το όπλο του στα εύκολα, αλλά πιότερο στα δύσκολα, κι αφού μας συγχάρηκε θερμά, μου είπε: «Μ’ αυτά που άκουσα, τους τρώτε τους Κεφαλλονίτες στην τρέλα…»

Όλες οι μέρες ήταν γεμάτες φιλολογικές συζητήσεις, με επίκεντρο τους μεγάλους ποιητές της Λευκάδας, τους λαϊκούς της ποιητές, αλλά και την ποιητική ανθρωπολογία του νησιού. Το αξιοπρόσεκτο ήταν τα τεκμήρια ελληνικότητας –εξ αίματος και εξ αγχιστείας– που επικαλούνταν, προσθέτοντας και κάποιο νέο κάθε φορά στις συζητήσεις μας. Η μακρινή σχέση του Ιταλού πατέρα του με την Ελλάδα (χρηματιστής, καταγόμενος από τη Γένοβα, με προγόνους από τη Χίο), η Ρωμηά μάνα του (όπως αποκαλούνταν στην Πόλη, όπου είχε ζήσει με την οικογένειά του μέχρι τα είκοσι χρόνια του, 1926-1946), η Ιμβριώτισσα οικιακή βοηθός, η Μαρίκα, που του αφηγούνταν στα παιδικά του χρόνια παραστατικά και με λεπτομέρειες τα λαϊκά μυθιστορήματα που διάβαζε, το Χρυσούν μαστίγιον και την Ωραία του Πέραν, η Υδραία γυναίκα του, η Αλεξάνδρα, ο χαρισματικός δάσκαλός του Δημήτρης Μάνος (1912-1998), που του υπέδειχνε ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία, από τα οποία τον είχε εντυπωσιάσει η Ζωή εν τάφω του Μυριβήλη. Πρόσθετο τεκμήριο ελληνικότητας, ο νονός του Αλέκος Καλλιβρούσης, που διέθετε το μεγαλύτερο συγκρότημα μόδας για κυρίες στο Πέραν. Και κάποτε, όταν είχαν συναντηθεί οι δυο τους στο Παρίσι, τον πήρε μαζί του να απολαύσει τα μοντέλα σε επίδειξη μόδας του Dior.

Δεν του αρκούσε, ωστόσο, να τεκμηριώνει την ελληνικότητά του με γενικότητες. Επιθυμούσε να μετέχει οργανικά και πολιτισμικά σε κάθε ιδιαίτερη πτυχή της ελληνικής του εντοπιότητας. Έτσι, όταν μιλούσαμε σε κείνη την ευφορική συνάντηση για τα Επτάνησα, έσπευσε να με πληροφορήσει ότι αν και δε φιλοδοξεί να χαρακτηριστεί Επτανήσιος –«Είστε κλειστή λέσχη», μου είχε πει χαριτολογώντας–, εντούτοις, αναφερόμενος στην ανακάλυψη της Ευγένας, του Ζακύνθιου Θεοδώρου Μοντσελέζε, αναφώνησε χαρούμενα: «Να λοιπόν που κάτι έχω και από τα Επτάνησα!»

Αξιοσημείωτο στην όλη εργογραφική του παραγωγή είναι και η ανακάλυψη και έκδοση άγνωστων ή χαμένων έργων της νεοελληνικής γραμματείας. Ανάμεσά τους, η Τραγωδία ονομαζομένη Ευγένα του κυρ Θεοδώρου Μοντσελέζε (1965), «μακρινή συγγενής» της ιταλικής La Rappresentazione di Stella (1560) του Φλωρεντινού Fiordani Muzio. To θεατρικό έργο είχε τυπωθεί στη Βενετία το 1646 και συμπεριλαμβανόταν από τον Λέοντα Αλλάτιο στη μεγάλη συλλογή των θεατρικών έργων της εποχής. Ανέκδοτες επιστολές και κείμενα του Κάλβου, στην ιταλική γλώσσα· ένας διάλογος του Κερκυραίου λογίου του 16ου αιώνα Νικολάου Σοφιανού (1966), τον οποίο «αναγνώρισε» στην ιταλική κωμωδία Ι tre tiranni(1533) του Agostino Ricchi. Κι ακόμα, Η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, που τυπώθηκε πρώτη φορά στη Βραΐλα της Ρουμανίας, έργο άγνωστου συγγραφέα· τα στιχουργήματα, άγνωστου επίσης δημιουργού, με τίτλο Έρωτος αποτελέσματα, που τυπώθηκαν στη Βιέννη το 1792, κ.ά.

Θαμώνας φανατικός βιβλιοθηκών, αρχείων, φιλολογικών καφενείων, αιθουσών διδασκαλίας, έφερε παντού τη μεσογειακή του ταυτότητα –μισή ιταλική, μισή ελληνική, σε ένα μοναδικό σύνθεμα–, το φιλέρευνο, σπινθηροβόλο βλέμμα του, την κριτική του οξυδέρκεια, τη συγ-κριτική σκέψη του, τον άνετο κοσμοπολιτισμό του, την ανεπανάληπτη προσήνεια, το ταλέντο του να αποσπά πληροφορίες και να τις μετατρέπει σε φιλολογικά συμβάντα, το ευφυές χιούμορ, την πνευματική ελληνικότητά του στο διαχρονικό της ταξίδι από το Βυζάντιο και τις απαρχές του νέου ελληνισμού μέχρι την 14η Φεβρουαρίου ενεστώτος έτους (2023), μέρα του έρωτα· για κείνον του έρωτα της ζωής, του έρωτα της σκέψης, του έρωτα της ελληνικότητας. Πρόσφερε πολλά στη μακράς διάρκειας ζωή του, που την έκαμε ακόμα διαρκέστερη. Χώρεσαν πολλά στις πτυχώσεις του ιδιωτικού του χρόνου, που έγινε χρόνος της φιλολογίας, της κριτικής, της ιστορίας, της ελληνικής λογοτεχνικής ιστορίας, της ιστορίας του ίδιου εντέλει μέσα στην Ιστορία. Τίμησε τα γράμματα και τη σκέψη, και του ανταποδόθηκαν τιμές: διδακτορικοί τίτλοι επί τιμή (Πανεπιστήμια Παρισίων, Θεσσαλονίκης, Κύπρου), τιμητικές εκδηλώσεις, τιμητικές εκδόσεις και μια ισόβια προεδρία: της Ιταλικής Ένωσης των Νέων Ελληνικών Σπουδών (Associazione Nazionale di Studi Neogreci).

Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για νόστο… Ο ίδιος ποτέ. Το ταξίδι τέλειωσε. Το επέλεξε, ανθολόγησε τους σταθμούς του, χάρηκε την περιπέτεια των τόπων του, των σκέψεων που επένδυσε σε γραφές, τους άπειρους δρόμους της ελληνικότητας, τη λογοτεχνική ψυχή της. Δεν επιστρέφει σε τόπους χιλιοδιαβασμένους…

Όμως για τη φιλολογία, για τη γραφή, για τους ανθρώπους που την υπηρετούν, για τον τόπο και την πνευματική αξιοπρέπεια και αξία που του προσέδωσε, ο μεγάλος ελληνιστής θα επιστρέφει. Και θα τον υποδεχόμαστε. Ως αγαθοποιό μνήμη κριτικού λόγου και ενεργού πράξης, ως ενθουσιώδη θεράποντα των νεοελληνικών μας γραμμάτων, ως πολιτισμικό φωτογράφο. Τον Μάριο Βίτι, ως ιστορική αυταξία.

Keywords
Οδυσσέας Ελύτη, οδυσσέας ελύτης, ελλαδα, μετάφραση, terra, θαρραλέος, νέα, θεσσαλονικη, μιετ, κερκυρα, σπιθα, τεκμηρια, dior, θεατρο, κυπρος, μνήμη, βιβλια, αποτελεσματα δημοτικων εκλογων 2010, εκλογες 2010 αποτελεσματα , Γόνδολες της Βενετίας, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, τεκμηρια αυτοκινητων 2011, τεκμηρια διαβιωσης 2011, αξια, Καλή Χρονιά, η ημέρα της γης, τελη κυκλοφοριας 2013, η ζωη εν ταφω, η ζωη ειναι ωραια, η ζωη, αυτοδιοικηση, αποτελεσματα, οξυδερκεια, φιλοσοφικη, μετάφραση, μνήμη, το θεμα, βενετια, βυζαντιο, γυναικα, θανατος, θεμα, ιονιο πανεπιστημιο, ιονιο, ιταλια, λευκαδα, οδυσσέας ελύτης, πλαισιο, σχολες, τυχη, dior, αρθρα, αλεξανδρα, αξιοπρεπεια, απωλεια, βιβλιο, βιεννη, βλεμμα, γεγονος, γινει, γλωσσα, γνωριμια, δασκαλος, δημος, διψα, δομη, δυναμικο, εγινε, ευκολα, ειπε, ελευθερια, ελυτης, εργα, εποχη, επτανησα, ζωη, ζωης, εικοσι, υφος, θεα, θαρραλέος, ιδεολογια, ιστορικο, εκδοσεις, κωμωδια, λειτουργια, λεπτομερειες, λινός, ματια, μοντελα, μορφη, νονος, παντα, οδυσσεας, ποιηση, οικογενεια, παιδικα, παιδια, παρουσιαση, παρισι, περιβαλλον, πιστη, ψυχη, ρισκο, σατιρα, σεφερης, σιγουρο, σκηνοθετες, ταυτοτητα, τεκμηριο, τιμη, φθορα, φορα, χατζιδακις, χιουμορ, χρονος, δημητρης, ελληνικα, φιλοι, κειμενα, πληροφοριες, ποιητες, σπυρος, ταξιδι, terra, τριαντα, βοηθος, βρεττος
Τυχαία Θέματα