«Λευκές φωτιές» του Sebastian Faulks

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Σεμπάστιαν Φοκς Λευκές φωτιές (μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης), που θα κυκλοφορήσει στις 16 Μαρτίου από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

1

«Πόλεμος», είπε η Λέινα, που ήταν οχτώ χρονών. «Τι σημαίνει;»
«Πού θες να ξέρω;» είπε η μητέρα της, η Καρίνα, η οποία πριν

από τη Λέινα είχε αποκτήσει πέντε παιδιά από πέντε δια- φορετικούς άντρες. Ένιωθε ευτυχισμένη μόνο όποτε ήταν έγκυος· όσο μεγάλωνε μέσα της το παιδί, ήταν αδύνατον να ανησυχεί για τα μικροπράγματα της ζωής. Μόλις γεννούσε, έπαυε να εν- διαφέρεται για τα παιδιά της· όλα τους βρίσκονταν σε ορφανο- τροφεία. Η Καρίνα δεν ήξερε να διαβάζει ή να γράφει· οι αγα- πημένες της μέρες ήταν εκείνες όπου έπινε σναπς μέχρι να κα- ταρρεύσει. Αποτελούσε γνώριμη φιγούρα στη γειτονιά και ήταν εύκολο να την αποφύγεις.
«Οι άντρες θα σκοτώνονται μεταξύ τους;» είπε η Λέινα.
«Ναι».
«Θα σκοτώσουν κι εμάς;»
«Δεν νομίζω».
Ζούσαν σε ένα κατάλυμα δύο δωματίων στη συνοικία με τα πριονιστήρια μιας πόλης στην Καρινθία, μόλις τέσσερις ώρες με το τρένο από τη Βιέννη, παρότι έμοιαζε να ανήκει σε εντελώς άλ- λον κόσμο. Οι στενοί δρόμοι όπου κατοικούσαν είχαν μικρά τού- βλινα σπίτια και αποθήκες εμπορευμάτων, οι οποίες χρησιμοποιού- νταν από το ποταμίσιο εμπόριο που σταδιακά ελαττωνόταν.
Η Λέινα ρωτούσε συχνά για τον πατέρα της. «Σου είπα. Το όνομά του ήταν Στέφαν», ήταν το μόνο που έλεγε η Καρίνα.
«Ήταν; Ζει;»

«Δεν ξέρω. Αρκετά με τις ερωτήσεις».
«Πώς γίνεται να μην ξέρεις;»
Γεννημένη στην πτέρυγα των άπορων του νοσοκομείου, η Λέινα πήρε το όνομά της από τον χαρακτήρα ενός τραγουδιού που άρεσε κάποτε στη μητέρα της. Ο γιατρός πέρασε να τη δει δύο μέρες μετά. «Το μωρό θα δοθεί στο ορφανοτροφείο του Αγίου Σπυρίδωνα;» είπε και την κοίταξε στο κρεβάτι, όπου θή- λαζε το μωρό. «Όπως τα υπόλοιπα;»
«Όχι», είπε η Καρίνα. «Αποφάσισα να την κρατήσω». Η σκέψη προέκυψε ξαφνικά εκείνη τη στιγμή.
«Και πώς θα την ταΐζεις και θα την ντύνεις;»
«Θα βρω δουλειά. Στα πριονιστήρια. Ή ίσως εδώ στο νοσο- κομείο. Μπορώ να τρίβω τα πατώματα».
«Γνωρίζω τους ιδιοκτήτες της κλινικής στο Βιλχελμσκόγκελ.
Ίσως μπορέσουν να σου προσφέρουν δουλειά».
«Στο τρελάδικο;»
«Ναι, είναι πολύ… ανοιχτόμυαλοι. Το μέρος είναι μεγάλο και ζητάνε διαρκώς άτομα στην καθαριότητα. Καθάρισμα, μπουγάδα και τα λοιπά».
Ο γιατρός ήταν στην ηλικία της Καρίνα, όμως είχε συναί- σθηση της σημαντικής θέσης του. Την κοίταξε πάνω από τα γυα- λιά του και είπε: «Πριν φύγεις, πέρασε να δεις τη διαχειρίστρια και θα σου δώσει μερικά ρούχα για το μωρό».
«Εντάξει».
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της. «Ξέρεις, ένα παιδί έχει μεγάλες ευθύνες. Αν θέλεις να το φροντίσεις, βεβαιώσου ότι δεν θα κάνεις άλλα παιδιά. Και κοίτα να είσαι νηφάλια».
Η Καρίνα παρέμεινε σιωπηλή.
«Θέλεις να βαφτιστεί; Αν ναι, ο ιερέας μπορεί να το κάνει εδώ, στο νοσοκομείο».
Κανονικά έπρεπε να επιστρέψει στην Τεργέστη, όπου ζούσε ο Στέφαν. Αν ήταν ακόμα εκεί και δεν είχε ξαναμπαρκάρει…
«Λοιπόν, θέλεις να βαφτιστεί το παιδί ή όχι;»

«Ναι, θέλω».
Όταν της επέτρεψαν να επιστρέψει σπίτι με το μωρό, οι άν- θρωποι πρόσεξαν μια αλλαγή στην Καρίνα. Όπως φαινόταν, αντί να αποφεύγει τους γείτονες, τους παρατηρούσε. Έδειχνε να εκπλήσσεται με το πόσο νωρίς πήγαιναν στη δουλειά και έδει- χνε να προσέχει πώς ντύνονταν και κουβέντιαζαν μεταξύ τους· τους έβλεπε να φεύγουν ξανά από τα σπίτια τους το βράδυ για να ξοδέψουν τα χρήματά τους στα καφέ. Οι γείτονες απολάμ- βαναν την επιθεώρηση, έστω κι από μια γυναίκα με κοκκινισμέ- να μάτια.
Η κλινική Βιλχελμσκόγκελ συμφώνησε να προσλάβει την Καρίνα ως καθαρίστρια, όμως απείχε μία ώρα με τα πό- δια από την πόλη και μετά έπρεπε να πας με τραμ μέχρι την κορυφή. Αναγκαζόταν να παίρνει μαζί της το μωρό. Μια τυφλή ονόματι Μαίρη, που έκανε μαλάξεις στους ασθενείς, πρόσεχε συχνά τη Λέινα ενόσω η Καρίνα δούλευε. Πήγαινε μόνο δύο μέρες τη βδομάδα και έπρεπε να βγάζει χρήματα και με άλλους τρόπους. Στο σπίτι είχε μερικές σύντομες δο- σοληψίες με λιμενεργάτες και πλοηγούς του ποταμού, όμως δεν ήταν εύκολο να ψυχαγωγεί τους άντρες με το μωρό της σ’ ένα καλάθι στη γωνία.

Σε έναν από τους δρόμους της συνοικίας με τα πριονιστήρια ζούσε ένας άντρας γνωστός ως χερ Γκούσταφ, που υποτίθεται ότι ήταν συγγραφέας. Όταν η Λέινα ήταν περίπου δύο χρονών, της έδωσε μερικά παλιά βιβλία με εικόνες. Καθώς δεν είχε άλλα παιχνίδια, εξοικειώθηκε με τις εικονογραφήσεις. Επειδή δεν μπορούσε να διαβάσει το υποτυπώδες κείμενο, επινοούσε δικές της ιστορίες για τα μαϊμουδάκια με τις κόκκινες τιράντες και τα λιοντάρια με τα ημίψηλα.
Όταν μεγάλωσε αρκετά για να πηγαίνει με τη μητέρα της στην αγορά, κοιτούσε τα πρόσωπα των αντρών που πουλού- σαν τα λαχανικά και αναρωτιόταν αν κάποιος απ’ αυτούς

ήταν ο πατέρας της. Ίσως ήταν εκείνος με την πράσινη ποδιά που μερικές φορές της έδινε ένα μήλο. Ωραίο θα ήταν να τον έχεις δίπλα σου. Εκτός κι αν ήταν εκείνος που πουλούσε τα μάλλινα γιλέκα με τα χάλκινα κουμπιά στον λιθόστρωτο δρόμο πίσω από την πλατεία. Ίσως ήταν πιο πλούσιος από τον άλλον με τα μήλα και μπορεί να έμενε σε διαμέρισμα σε κάποιο από τα παλιά κτίρια με τις ανοιχτές αυλές. Θα της μάθαινε πώς να κερδίζει χρήματα και τι να λέει στην εκ- κλησία. Κυρίως όμως ήλπιζε να ήταν πατέρας της ο χερ Γκού- σταφ. Έδειχνε μοναχικός, περπατώντας με το χοντρό παλτό του, τα χρυσά γυαλιά και τα βιβλία υπό μάλης. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να τον φροντίζει στο τούβλινο σπίτι του και να του μαγειρεύει τα βράδια.
Η Λέινα αντιμετώπιζε όλη την κοινωνία σαν εχθρό, επειδή το ίδιο έκανε η μητέρα της. Το δημαρχείο και τα μαγαζιά, τα σχολεία και τα κτίρια με τις αυλές την τρόμαζαν, αφού εκεί κατοικούσαν όσοι καταλάβαιναν – άνθρωποι άλλου είδους. Σε σπάνιες περιπτώσεις, η Λέινα ένιωθε μια φευγαλέα ελπίδα, όταν σκεφτόταν πως όλοι εκείνοι οι άνθρωποι δεν ήταν εξαιρε- τικοί. Κάποιοι ίσως είχαν ξεκινήσει όπως εκείνη, χωρίς να γνω- ρίζουν το παραμικρό μέχρι να τους δώσει κάποιος ένα κλειδί. Όμως όταν έκανε πολλές ερωτήσεις, η μητέρα της την έστελνε να παίζει στη μάντρα πίσω από την αποβάθρα και της έλεγε να μη μιλάει στα υπόλοιπα παιδάκια. Πέρα από τη μάντρα κυλού- σε το ποτάμι, όπου η Λέινα δεν έπρεπε να πηγαίνει ποτέ μήπως πέσει μέσα και πνιγεί.
Αντί να προσπαθεί να λύσει το μυστήριο του αποκλεισμού της –ή του τρόπου που λειτουργούσε ο κόσμος–, έμοιαζε ευκο- λότερο να ελπίζει στην τύχη. Όποτε έβλεπε κάποιο δημόσιο κτί- ριο, ήλπιζε ότι θα ήταν εκείνο που θα της επέτρεπε να εισέλθει στις τάξεις των εκλεκτών. Αποκλείεται να ήταν πιο δύσκολο απ’ το να κερδίσεις τον λαχνό σε μια λοταρία. Και όταν έβλεπε κάποια νεαρή γυναίκα σκεφτική, θεωρούσε πως ίσως ήταν η μία στις χίλιες που θα της εξηγούσε τα πράγματα γελώντας και θα της άνοιγε διάπλατα την πόρτα.

Keywords
Τυχαία Θέματα