«Αρχίζουμε από το τέλος» του Chris Whitaker

­Προδημοσίευση από το αστυνομικό μυθιστόρημα του Κρις Γουίτακερ Αρχίζουμε από το τέλος (μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής), που θα κυκλοφορήσει στις 17 Μαρτίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.


{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}


Η Παράνομος

1
Ο Γουόκ στεκόταν στην άκρη ενός ταραγμένου πλήθους. Μερικούς τους γνώριζε από τότε που γεννήθηκε, άλλους από τότε που γεννήθηκαν.

Παραθεριστές με κάμερες, καμένοι από τον ήλιο, όλο χαμόγελα, δεν ήξεραν ότι το νερό δεν καταστρέφει μόνο το ξύλο.
Το τοπικό συνεργείο ειδήσεων, μια δημοσιογράφος από έναν ραδιοφωνικό σταθμό. «Αρχηγέ, θα μας πεις δυο λόγια;»
Ο Γουόκ χαμογέλασε, έβαλε τα χέρια βαθιά στις τσέπες και άρχισε να περνά μέσα από τον κόσμο που ξαφνικά ξεφώνισε.
Ασυνάρτητοι κρότοι όταν η σκεπή κατέρρευσε κι έπεσε με πάταγο στο νερό από κάτω. Κομμάτι κομμάτι, τα θεμέλια ένας ξεγυμνωμένος σκελετός. Δεν ήταν πια σπίτι αλλά ένα μισογκρεμισμένο κτίριο. Εκεί ζούσαν οι Φέαρλον από τότε που θυμόταν ο Γουόκ, το σπίτι απείχε εξήντα μέτρα από τον ωκεανό όταν ήταν μικρός. Το απέκλεισαν με ταινίες πριν από ένα χρόνο, το έδαφος στον γκρεμό διαβρωνόταν, πότε πότε έρχονταν άνθρωποι από τον Σύλλογο Προστασίας της Φύσης, μετρούσαν και έκαναν εκτιμήσεις.
Κάμερες και μια αταίριαστη έξαψη καθώς έπεφταν σανίδες. Η βεράντα άντεχε. Ο Μίλτον, ο χασάπης, γονάτισε και τράβηξε μια εντυπωσιακή φωτογραφία καθώς το κοντάρι έγερνε και η σημαία ανέμιζε από το αεράκι.
Ο μικρός των Τάλοου πήγε να πλησιάσει. Η μάνα του τον τράβηξε από τον γιακά τόσο δυνατά που σωριάστηκε στο χώμα.
Στο βάθος, ο ήλιος έπεφτε μαζί με το σπίτι, με το φως του να διαθλάται και να σχηματίζει στο νερό πορτοκαλί, μοβ και αμέτρητες άλλες αποχρώσεις. Η δημοσιογράφος είχε αυτά που ήθελε, αποχαιρετισμός σε ένα κομμάτι ιστορίας τόσο ασήμαντο που σχεδόν δεν μετρούσε.
Ο Γουόκ κοίταξε γύρω και είδε τον Ντίκι Νταρκ να παρακολουθεί απαθής. Ήταν πανύψηλος, γύρω στα 2,10. Ασχολούνταν με κτηματομεσιτικά, είχε κάμποσα σπίτια στο Κέιπ Χέιβεν και ένα κλαμπ στην Καμπρίλο, από εκείνα τα καταγώγια όπου η αμαρτία κοστίζει δέκα δολάρια κι ένα μικρό κομμάτι αρετής.
Έμειναν άλλη μία ώρα, τα πόδια του Γουόκ είχαν κουραστεί όταν τελικά η βεράντα υπέκυψε κι έπεσε κι αυτή. Οι θεατές αντιστάθηκαν στην παρόρμηση να χειροκροτήσουν, έκαναν μεταβολή και γύρισαν στα μπάρμπεκιου, τις μπίρες και τις φωτιές που οι φλόγες τους έστελναν λάμψη στους δρόμους της βραδινής περιπολίας του Γουόκ. Απομακρύνθηκαν διασχίζοντας το πλακόστρωτο, μετά πέρασαν έναν γκρίζο τοίχο, ξερολιθιά, αλλά άντεχε ακόμη. Πίσω ήταν το δέντρο των ευχών, μια μεγάλη βελανιδιά τόσο πλατιά που τα κλαδιά της ήταν στηριγμένα με ξύλα. Το παλιό
Κέιπ Χέιβεν έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατηθεί.
Ο Γουόκ είχε ανέβει μια φορά στο δέντρο μαζί με τον Βίνσεντ Κινγκ, σε μια εποχή τόσο μακρινή που πια σχεδόν δεν μετρούσε. Ακούμπησε το ένα τρεμάμενο χέρι του στο πιστόλι, το άλλο στη ζώνη του. Φορούσε γραβάτα, το κολάρο σκληρό, τα παπούτσια του γυαλισμένα. Είχε αποδεχθεί τη θέση του, μερικοί τον θαύμαζαν γι’ αυτό, άλλοι τον λυπούνταν. Γουόκερ, καπετάνιος ενός πλοίου που δεν έφευγε ποτέ από το λιμάνι.
Είδε την κοπέλα να περπατά κόντρα στον κόσμο κρατώντας το χέρι του αδελφού της που πάσχιζε να την προλάβει.
Η Ντάτσες και ο Ρόμπιν Ράντλεϊ.
Μισοέτρεξε να προϋπαντήσει τα παιδιά, γιατί ήξερε τα πάντα για τη ζωή τους.
Το αγόρι ήταν πέντε και έκλαιγε βουβά, το κορίτσι είχε κλείσει τα δεκατρία και δεν έκλαιγε ποτέ.
«Η μητέρα σας» είπε. Δεν ήταν ερώτηση αλλά δήλωση ενός τόσο τραγικού γεγονότος που η κοπέλα δεν απάντησε καν με ένα καταφατικό νεύμα, απλώς έκανε μεταβολή και προχώρησε πρώτη.
Πέρασαν σουρουπωμένους δρόμους, ήσυχους φράχτες με λαμπάκια. Από πάνω το φεγγάρι ανέτελλε, έφεγγε και πλάνευε, όπως έκανε εδώ και τριάντα χρόνια. Πέρασαν επιβλητικά σπίτια, γυαλί και ατσάλι που πολεμούσαν τη φύση, μια θέα τρομερής ομορφιάς.
Κατέβηκαν την Τζένεσι, όπου ζούσε ακόμη ο Γουόκ στο παλιό σπίτι των γονιών του. Μπήκαν στην Άιβι Ραντς Ρόουντ και φάνηκε το σπίτι των Ράντλεϊ. Παραθυρόφυλλα με ξεφτισμένη μπογιά, ένα αναποδογυρισμένο ποδήλατο με τον ένα τροχό δίπλα του. Στο Κέιπ Χέιβεν, αν κάτι ήταν λίγο κατώτερο από το τέλειο, ήταν
σαν να είναι μαύρο.
Ο Γουόκ άφησε πίσω του τα παιδιά και ανέβηκε τρέχοντας το μονοπάτι, μέσα όλα σκοτεινά πέρα από το τρεμόπαιγμα της τηλεόρασης. Πίσω του είδε τον Ρόμπιν να κλαίει ακόμη και την Ντάτσες να κοιτάζει, σκληρή και αμείλικτη.
Βρήκε τη Σταρ στον καναπέ, ένα μπουκάλι δίπλα, όχι χάπια αυτή τη φορά, το ένα παπούτσι φορεμένο και το άλλο πόδι ξυπόλυτο, μικρά δαχτυλάκια, βαμμένα νύχια.
«Σταρ». Γονάτισε και τη χτύπησε στο μάγουλο. «Σταρ, ξύπνα». Μιλούσε ήρεμα γιατί τα παιδιά ήταν στην πόρτα, η Ντάτσες με το χέρι στους ώμους του αδελφού της που ακουμπούσε βαρύς πάνω της σαν να μην είχε πια κόκαλα στο μικρό του σώμα.
Είπε στην κοπέλα να πάρει το 911.
«Το έχω ήδη καλέσει».
Σήκωσε με τον αντίχειρα τα βλέφαρα της Σταρ και είδε μόνο ασπράδι.
«Θα γίνει καλά;» Η φωνή του αγοριού.
Ο Γουόκ έριξε μια ματιά προς την πόρτα ελπίζοντας να ακούσει σειρήνες, κοιτάζοντας τον πυρακτωμένο ουρανό.
«Μπορείτε να πάτε έξω να έχετε τον νου σας μήπως έλθουν;»
Η Ντάτσες κατάλαβε τον λόγο και πήρε τον Ρόμπιν έξω.
Η Σταρ τραντάχτηκε τότε, ξέρασε λίγο και τραντάχτηκε ξανά, λες και ο Θεός ή ο Θάνατος είχαν αρπάξει την ψυχή της και την τραβούσαν για να τη βγάλουν. Ο Γουόκ τής είχε δώσει χρόνο, είχαν περάσει τρεις δεκαετίες από τη Σίσι Ράντλεϊ και τον Βίνσεντ Κινγκ, αλλά η Σταρ ακόμη μουρμούριζε περί ετερναλισμού, για το παρελθόν
και το παρόν που συγκρούονται, για τη δύναμη που απευθυγραμμίζει το μέλλον και δεν πρόκειται ποτέ πια να διορθωθεί.

Η Ντάτσες μπήκε πίσω στο ασθενοφόρο με τη μητέρα της, ο Γουόκ θα έφερνε τον Ρόμπιν.
Η κοπέλα παρακολουθούσε καθώς δούλευε ο νοσηλευτής. Ευτυχώς εκείνος δεν προσπάθησε να της χαμογελάσει για να την καθησυχάσει. Είχε αρχές φαλάκρας και ίδρωνε, ίσως είχε κουραστεί να σώζει αυτούς που ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν.
Για λίγο το ασθενοφόρο παρέμεινε σταθμευμένο μπροστά στο σπίτι, η πίσω πόρτα του ανοιχτή για τον Γουόκ, δίπλα τους όπως πάντα, το χέρι του στον ώμο του Ρόμπιν. Ο μικρός το χρειαζόταν αυτό, την παρηγοριά ενός μεγάλου, την αίσθηση της ασφάλειας.
Απέναντι στον δρόμο κουρτίνες κινούνταν και σκιές έκριναν και κατέκριναν σιωπηλά. Και μετά η Ντάτσες είδε στο τέλος του δρόμου παιδιά από το σχολείο της να κάνουν πετάλι με δύναμη, τα πρόσωπά τους κόκκινα. Τα νέα κυκλοφορούσαν γρήγορα σε μια πόλη όπου ακόμα και οι αλλαγές στον πολεοδομικό κανονισμό συχνά γίνονταν πρωτοσέλιδο.
Δυο αγόρια σταμάτησαν κοντά στο περιπολικό και άφησαν τα ποδήλατά τους να πέσουν. Το ψηλότερο, λαχανιασμένο, με το μαλλί κολλημένο στο κεφάλι του, πήγε αργά προς το ασθενοφόρο.
«Πέθανε;»
Η Ντάτσες σήκωσε το πιγούνι και τον κοίταξε κατάματα. «Άντε γαμήσου».
Η μηχανή του ασθενοφόρου μούγκρισε και η πόρτα έκλεισε. Το θαμπό γυαλί θόλωνε τον κόσμο.
Αυτοκίνητα έπαιρναν φιδωτά τις στροφές μέχρι που πέρασαν την κορυφή του λόφου, ο Ειρηνικός πίσω τους, οι βράχοι ξεπρόβαλλαν από το νερό σαν κεφάλια πνιγμένων.
Η Ντάτσες κοίταζε τον δρόμο του σπιτιού τους ως το τέλος, μέχρι που στην οδό Πενσακόλα τα δέντρα άπλωσαν τα κλαδιά τους και συναντήθηκαν σαν χέρια ενωμένα σε προσευχή για το κορίτσι και τον αδελφό του και για την τραγωδία που ξετυλιγόταν και είχε αρχίσει πολύ καιρό πριν γεννηθούν.

Η νύχτα έβρισκε όσους της έμοιαζαν, και κάθε νύχτα κατάπινε την Ντάτσες τόσο ολοκληρωτικά που ήταν σίγουρη ότι δεν θα ξαναδεί τη μέρα, ή τουλάχιστον δεν θα την ξαναδεί όπως την έβλεπαν τα άλλα παιδιά. Το νοσοκομείο ήταν το Βάνκουρ Χιλ και η Ντάτσες το ήξερε πολύ καλά. Αφού πήραν τη μητέρα της, απέμεινε να στέκει στο γυαλισμένο δάπεδο που καθρέφτιζε τα φώτα, με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα από όπου ο Γουόκ έφερε τον Ρόμπιν. Τους πλησίασε, πήρε τον αδελφό της από το χέρι, τον οδήγησε στο ασανσέρ και ανέβηκαν στον δεύτερο όροφο. Στον θάλαμο αναμονής, με τα φώτα χαμηλωμένα, έσπρωξε δύο πολυθρόνες μαζί. Απέναντι υπήρχε ένα δωμάτιο με προμήθειες, από όπου πήρε μαλακές κουβέρτες και έφτιαξε ένα πρόχειρο κρεβάτι στις πολυθρόνες. Ο Ρόμπιν στεκόταν αμήχανα, η κούραση τον
βάραινε, μαύροι, έντονοι κύκλοι κάτω από τα μάτια του.
«Θέλεις να κατουρήσεις;»
Καταφατικό νεύμα.
Τον πήγε στην τουαλέτα και περίμενε μερικά λεπτά. Τον είδε να πλένει καλά τα χέρια του. Βρήκε οδοντόπαστα, ζούληξε λίγη πάνω στο δάχτυλό της και του έτριψε τα δόντια και τα ούλα. Ο Ρόμπιν έφτυσε, κι εκείνη του σκούπισε το στόμα.
Τον βοήθησε να βγάλει τα παπούτσια του και να σκαρφαλώσει στα μπράτσα στις πολυθρόνες, όπου βολεύτηκε σαν ζωάκι, και τον σκέπασε.
Την κοίταξε καλά καλά. «Μη μ’ αφήσεις».
«Ποτέ».
«Θα γίνει καλά η μαμά;»
«Ναι».
Η Ντάτσες έκλεισε την τηλεόραση. Το δωμάτιο σκοτεινό τώρα, έμεινε μόνο ο φωτισμός έκτακτης ανάγκης, κόκκινος και τόσο απαλός που ο Ρόμπιν είχε αποκοιμηθεί μέχρι εκείνη να φτάσει στην πόρτα.
Στάθηκε στον διάδρομο μέσα στο δυνατό φως, με την πλάτη της στην πόρτα. Δεν θα άφηνε κανέναν να μπει, υπήρχε άλλος ένας θάλαμος αναμονής στον τρίτο. Μία ώρα έπειτα ο Γουόκ εμφανίστηκε πάλι και χασμουρήθηκε λες και είχε λόγους να νυστάζει. Η Ντάτσες ήξερε πώς περνούσε τις μέρες του, οδηγούσε στην Καμπρίλο, εκείνα τα τέλεια χιλιόμετρα από το Κέιπ Χέιβεν και πέρα, κάθε ματιά ένα στιγμιότυπο τόσο παραδεισένιο που πολλοί έρχονταν από την άλλη άκρη της χώρας για να το δουν, αγόραζαν σπίτια εδώ και τα άφηναν άδεια δέκα μήνες τον χρόνο.
«Κοιμήθηκε;»
Η Ντάτσες ένευσε καταφατικά.
«Πήγα και είδα τη μητέρα σου, θα είναι μια χαρά».
Άλλο ένα νεύμα.
«Μπορείς να πας να πάρεις κάτι, ένα αναψυκτικό, υπάρχει ένα μηχάνημα δίπλα στο–»
«Ξέρω».
Μια ματιά πίσω στο δωμάτιο, είδε τον αδελφό της να κοιμάται βαθιά, δεν θα κουνιόταν αποκεί μέχρι να τον ξυπνήσει.
Ο Γουόκ τής έτεινε ένα δολάριο, το πήρε απρόθυμα.
Περπάτησε στους διαδρόμους, αγόρασε αναψυκτικό, αλλά δεν το ήπιε. Θα το κρατούσε για όταν θα ξυπνούσε ο Ρόμπιν. Κοίταζε μέσα στους θαλάμους, ήχοι τοκετού, δακρύων και ζωής. Άνθρωποι τόσο τσακισμένοι που ήξερε ότι δεν θα συνέλθουν. Αστυνομικοί έφερναν τύπους με τατουάζ και ματωμένα μούτρα. Της μύριζαν οι μεθύστακες, η χλωρίνη, ο εμετός και τα σκατά.
Πέρασε δίπλα από μια νοσοκόμα, ένα χαμόγελο, γιατί οι περισσότερες την είχαν ξαναδεί, απλώς ένα από εκείνα τα παιδιά που η ζωή τούς μοίρασε άσχημα χαρτιά.
Όταν γύρισε, είδε ότι ο Γουόκ είχε βάλει δύο καρέκλες δίπλα στην πόρτα. Έριξε μια ματιά στον αδελφό της και μετά κάθισε.
Ο Γουόκ τής πρόσφερε τσίχλα, εκείνη ένευσε αρνητικά.
Κατάλαβε ότι ο Γουόκ ήθελε να μιλήσει, να πει φούμαρα περί αλλαγής, ότι ήταν απλώς ένα ολίσθημα σε έναν μακρύ δρόμο, ότι όλα θα γίνουν διαφορετικά.
«Δεν τηλεφώνησες» του είπε.
Την κοίταξε.
«Στις κοινωνικές υπηρεσίες. Δεν τηλεφώνησες».
«Θα ’πρεπε». Το είπε θλιμμένα, σαν να είχε απογοητεύσει εκείνη ή το σήμα του, της ήταν άγνωστο ποιο από τα δύο.
«Δεν θα τηλεφωνήσεις όμως».
«Όχι».
Είχε προκοίλι που τσίτωνε το καφετί πουκάμισό του. Παχουλά ροδαλά μάγουλα παιδιού που οι γονείς του δεν του είπαν ποτέ όχι. Και ένα πρόσωπο τόσο ανοιχτό που δεν μπορούσε να φανταστεί να έχει έστω και ένα μυστικό. Η Σταρ έλεγε ότι ήταν τελείως καλός άνθρωπος, λες και γίνεται αυτό.
«Πρέπει να κοιμηθείς λίγο».
Έμειναν να κάθονται έτσι μέχρι που το πρώτο φως έκρυψε τα αστέρια, το φεγγάρι ξέχασε τη θέση του κι έμεινε εκεί σαν λεκές στη νέα μέρα, μια υπενθύμιση όσων είχαν φύγει. Απέναντι ήταν ένα παράθυρο. Η Ντάτσες στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και κόλλησε το κεφάλι της στο τζάμι, προς τα δέντρα και τη φύση. Κελαηδήματα. Μακριά έβλεπε θάλασσα και στην επιφάνεια κουκκίδες, αλιευτικά που έτρεχαν στα κύματα.
Ο Γουόκ ξερόβηξε. «Η μητέρα σου… Ήταν κάποιος άντρας–»
«Πάντα είναι κάποιος άντρας. Κάθε φορά που συμβαίνει κάποια μαλακία, υπάρχει πάντα κάποιος άντρας».
«Ο Νταρκ;»
Έμεινε αμίλητη.
«Δεν μπορείς να μου πεις;» τη ρώτησε.
«Είμαι παράνομη».
«Σωστά».
Η Ντάτσες φορούσε έναν φιόγκο στα μαλλιά κι έπαιζε συχνά μαζί του. Ήταν πολύ αδύνατη, πολύ χλωμή, πολύ όμορφη, σαν τη μητέρα της.
«Μόλις γεννήθηκε ένα μωρό εκεί πιο κάτω». Ο Γουόκ άλλαξε κουβέντα.
«Πώς το έβγαλαν;»
«Δεν ξέρω».
«Πενήντα δολάρια στοίχημα ότι δεν το έβγαλαν Ντάτσες».
Ο Γουόκ γέλασε σιγά. «Εξωτικό λόγω σπανιότητας. Το ξέρεις ότι θα σε έβγαζαν Έμιλι».
«Άγρια πρέπει να ’ναι η θύελλα».
«Ακριβώς».
«Το διαβάζει ακόμη αυτό στον Ρόμπιν». Η Ντάτσες κάθισε, σταύρωσε τα πόδια, έτριψε τους μυς της, το αθλητικό παπούτσι της χαλαρό και φθαρμένο. «Είναι αυτή η δική μου θύελλα, Γουόκ;»
Ο Γουόκ ήπιε λίγο καφέ, σαν να αναζητούσε απάντηση σε ένα αναπάντητο ερώτημα. «Εμένα μου αρέσει το Ντάτσες».
«Δοκίμασέ το για λίγο. Αν ήμουν αγόρι, θα ήταν σαν να με έβγαζαν Σου». Έγειρε πίσω το κεφάλι της και κοίταξε τα φώτα που τρεμόπαιζαν. «Θέλει να πεθάνει».
«Όχι. Δεν πρέπει να σκέφτεσαι τέτοια πράγματα».
«Δεν μπορώ να αποφασίσω αν η αυτοκτονία είναι η πιο ιδιοτελής ή η πιο ανιδιοτελής πράξη».
Στις έξι μια νοσοκόμα την πήγε στον θάλαμο.
Η Σταρ στο κρεβάτι, μια σκιά ανθρώπου, κι ακόμα περισσότερο μια σκιά μητέρας.
«Η Δούκισσα του Κέιπ Χέιβεν». Το χαμόγελό της υπήρχε ακόμη αλλά αδύναμο. «Μην ανησυχείς».
Η Ντάτσες την κοίταζε, μετά η Σταρ άρχισε να κλαίει και το κορίτσι διέσχισε τον θάλαμο, έβαλε το μάγουλο στο στήθος της μητέρας του κι αναρωτήθηκε πώς γινόταν να χτυπά η καρδιά της ακόμη.
Έμειναν έτσι μαζί μέσα στο χάραμα, μια νέα μέρα αλλά χωρίς το φως των υποσχέσεων, γιατί η Ντάτσες ήξερε ότι οι υποσχέσεις είναι ψεύτικες.
«Σ’ αγαπώ. Λυπάμαι».
Η Ντάτσες θα μπορούσε να πει πολλά, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν βρήκε τίποτα παραπάνω από ένα «Σ’ αγαπώ κι εγώ. Το ξέρω».


Στίχος από το ποίημα της Έμιλι Ντίκινσον με τίτλο «“Ελπίδα” είναι εκείνο το πράγμα με τα φτερά» (Σ.τ.Μ.).

Αναφορά στο τραγούδι του Τζόνι Κας με τίτλο «A Boy Named Sue» – «Ένα Αγόρι που το Έλεγαν Σου». Το «Σου» είναι υποκοριστικό του Σούζαν, που είναι γυναικείο όνομα (Σ.τ.Μ.).

Duchess: Δούκισσα (Σ.τ.Μ.).

Keywords
εκδόσεις μεταίχμιο, το φως, φως, κινγκ, σταρ, ώμους, νέα, μυς, δουκισσα, κας, Καλή Χρονιά, δουκισσα νομικου, η ημέρα της γης, Ημέρα της μητέρας, τελος του κοσμου, εξαψη, η ζωη, ξανα, δυνατα, ποδηλατο, αδεια, αυτοκινητα, θανατος, θαλασσα, κοντρα, μητερα, μωρο, νυχια, ξυλο, ποδηλατα, ρωτησε, σταρ, τα νεα, ταινιες, τηλεοραση, φωτογραφια, φως, χλωρινη, ωρα, ανθρωπος, ασανσερ, αστερια, ατσαλι, βελανιδια, βλεμμα, γινει, γινεται, γονεις, γυαλι, δαχτυλο, δευτερο, δεντρα, δεντρο, δυναμη, δηλωση, δικη, δολαριο, δοντια, δωσει, εδαφος, ειπαν, ειπε, υπαρχει, εκδόσεις μεταίχμιο, εμειναν, εξι, εξηντα, εποχη, ζωη, ζωης, ζωνη, η δικη, ηλιος, υπηρεσιες, η φωνη, ηχοι, θεα, θεος, θυελλα, ηρεμα, καμερες, κας, εκδοσεις, κυματα, κινγκ, κουρτινες, κτιριο, χτυπα, λαμψη, λογο, μαυρο, μακρια, μαλλια, ματια, μηνες, μυστικο, μικρο, μπορεις, μυς, μυθιστορημα, νερο, νυχτα, ξυλα, παντα, ο ηλιος, ποιημα, ομορφη, ονομα, ουλα, παιδια, παπουτσια, πορτα, ψυχη, σιγουρη, σηκωσε το, σισι, σκεφτεσαι, σωμα, σπιτι, σπιτια, στομα, σχολειο, τατουαζ, το αγορι, το φως, φεγγαρι, φυση, φωνη, φορα, χερι, χαμογελο, χωμα, αγνωστο, αγορια, αγορι, δωματιο, ενωμενα, κομματι, κοπελα, καρδια, κρεβατι, μαυροι, μια ματια, μια φορα, μπροστα, μπρατσα, νοσοκομειο, ποδια, σημαια, σημα, σκελετος, τριαντα, ώμους, χαπια, χερια
Τυχαία Θέματα