Αλέξανδρος Αντωνόπουλος – Μιχάλης Ρέππας: «Μην ενοχλείτε τη Μις Κάλλας»

08:16 9/6/2021 - Πηγή: Diastixo

«…Όλες αυτές οι αφηγήσεις, που άλλες φορές συνέπιπταν και άλλες φορές αλληλοσυγκρούονταν, δημιούργησαν σιγά σιγά μέσα μου το σενάριο της βιογραφίας της. Ένα σενάριο που ακόμα διαμορφώνεται και ίσως ποτέ δε θα πάρει τελική μορφή, γιατί καθώς περνάνε τα χρόνια εκτιμώ και διαφορετικά τα γεγονότα και τις καταστάσεις. Αμφισβητώ, ανακατατάσσω συμβάντα και το πορτρέτο της Κάλλας διαρκώς αλλάζει μέσα μου. Αλλάζει τόσο πολύ, που μερικές φορές αμφιβάλλω ακόμα και για την ίδια μου τη μνήμη…» (σελ. 43)

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Μια

νέα –και σε αρκετά σημεία βιωματική– προσέγγιση της προσωπικότητας και της ζωής της κορυφαίας Ελληνίδας υψιφώνου μάς παρουσιάζει στο βιβλίο Μην ενοχλείτε τη Μις Κάλλας ο γνωστός ηθοποιός Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, σε επιμέλεια του επίσης γνωστού σεναριογράφου και ηθοποιού Μιχάλη Ρέππα. Ο Αντωνόπουλος, μάλιστα, ως παρουσιαστής του δελτίου ειδήσεων στην κρατική τηλεόραση ήταν αυτός που πληροφόρησε το πανελλήνιο το 1977 για τον θάνατο της Μαρίας Κάλλας, που τη γνώριζε προσωπικά και τη θαύμαζε βαθιά.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος γνώρισε τη Μαρία Κάλλας στο Ντάλας το 1958, όταν εκείνος ήταν έντεκα ετών κι εκείνη τριάντα πέντε. Το αγόρι βρισκόταν εκεί με τη γιαγιά του, Κατίνα Παξινού, και τον σύζυγό της, Αλέξη Μινωτή, ο οποίος θα σκηνοθετούσε την Κάλλας στη Μήδεια του Κερουμπίνι: «Είχε τεράστια μάτια, μεγάλα πυκνά φρύδια και ένα σαρκώδες στόμα, που οι άκρες του έγερναν προς τα κάτω. Ομολογουμένως, ήταν η πιο Μήδεια απ’ όλες τις Μήδειες που έχω δει. Έτρεμα όταν την έβλεπα. Φοβόμουν μην κάνει λάθος και αρπάξει εμένα αντί για τα παιδιά της και με σφάξει» (σελ. 14). Η δεύτερη συνάντησή τους, το 1961, έγινε πάλι με αφορμή το ίδιο έργο, αυτή τη φορά στην Επίδαυρο. Εκεί, μια νύχτα μετά την παράσταση, η Μαρία Κάλλας και η Κατίνα Παξινού έμειναν στην παραλία συζητώντας μέχρι αργά. Κι ο Αλέξανδρος, που τα τρία αυτά χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από τη γνωριμία τους ονειρευόταν νυχθημερόν την Κάλλας, μιλούσε σαγηνεμένος για κείνη και μελετούσε μουσική για να μπορέσει κάποτε να τη συνοδέψει σ’ ένα ρεσιτάλ, ο Αλέξανδρος λοιπόν κάθισε λίγο πιο κει παριστάνοντας ότι χαζεύει, στην πραγματικότητα όμως προσπαθούσε να μη χάσει ούτε λέξη. Μάλιστα, θυμάται αυτολεξεί μια φράση της Κάλλας: «Αγαπώ καθετί ελληνικό, αλλά ταυτόχρονα το φοβάμαι πολύ» (σελ. 41). Και παίρνοντας αφορμή από τη φράση αυτή, σαν να θέλει και ο ίδιος να την ξεδιαλύνει, να την αιτιολογήσει και να την τεκμηριώσει, μας παρουσιάζει τη ζωή της Μαρίας Κάλλας από την αρχή μέχρι το τέλος, με γραφή ρέουσα και γοητευτική.

{jb_quote} «Μην ενοχλείτε τη Μις Κάλλας»: άλλο νόημα έχει ο τίτλος στην αρχή του βιβλίου, άλλο νόημα αποκτά στο τέλος του. {/jb_quote}

Ξεκινά από τα δύσκολα χρόνια της Νέας Υόρκης, όπου ο πατέρας της Κάλλας αναγκάζεται να κλείσει το φαρμακείο του μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1929 – η Μαρία είναι τότε έξι ετών, η αδερφή της η Τζάκι δώδεκα. Ο Γιώργος Καλογερόπουλος ή Kalos ή Callas, πέρα από την ωραία του εξωτερική εμφάνιση και το παράστημά του, ήταν εργατικός κι ευχάριστος χαρακτήρας, κι έτσι δεν άργησε να βρει δουλειά ως πλασιέ καλλυντικών. Τα χρήματα όμως λίγα και οι συζυγικοί καβγάδες αδιάκοποι, αφού η σύζυγός του, Λίτσα (Ευαγγελία) Δημητριάδη-Καλογεροπούλου, είχε αποφασίσει να στρέψει και τις δύο κόρες της για καριέρα στην όπερα, κι έτσι οι απαιτήσεις για μαθήματα ήταν αυξημένες. Η μητέρα της Μαρίας Κάλλας παρουσιάζεται ως μια αντιφατική γυναίκα, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη ζωή των δύο θυγατέρων της: «Η Μαρία ποτέ δε θα καταφέρει να θυμηθεί πότε ακριβώς άρχισε να ονειρεύεται τα όνειρα της μάνας της για την όπερα. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της ονειρευόταν την όπερα. Από μικρό παιδί θυμάται να παρακαλάει τον Θεό να της δώσει το μαγικό κλειδί για να ανοίξει την πόρτα του κόσμου της όπερας και να αφήσει για πάντα πίσω της τη μιζέρια των σπιτιών του δυτικού Μανχάταν» (σελ. 51). Από τα βίαια ξεσπάσματα οργής της μητέρας της ίσως να εκπορεύεται η ερμηνευτική προσέγγιση της Κάλλας στον ρόλο της Μήδειας, πιθανολογεί ο Αντωνόπουλος: «Η Λίτσα είναι εξαντλημένη. Έπαιξε τη μεγάλη σκηνή της ζήλιας μοναδικά. Ο τόνος της φωνής της, η φλόγα των ματιών της και οι μελοδραματικές κινήσεις της είναι ίσως η πρώτη ύλη που η μικρή Μαίρη θα δανειστεί για να ερμηνεύσει κάποια στιγμή τη Μήδεια του Κερουμπίνι. Προς το παρόν, τρέμει δίπλα στην αδερφή της…» (σελ. 48).

Η επόμενη σημαντική καμπή στη ζωή της οικογένειας σημειώνεται το 1937, όταν η μητέρα της Κάλλας παίρνει την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα με τις κόρες της. Η Μαρία είναι τότε δεκατεσσάρων ετών και φτάνει σε μια Αθήνα πολύ διαφορετική απ’ ό,τι φανταζόταν, εγκαθίσταται σ’ ένα σπίτι στα Σεπόλια πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι περίμενε: «Με τον ερχομό τους, οι κάτοικοι του σπιτιού έγιναν εννέα. […] Το σπίτι έμοιαζε ερείπιο. Δεν είχε καμιά σχέση με το αρχοντικό που περιέγραφε η Λίτσα στη Νέα Υόρκη. Οι τοίχοι του ήταν λερωμένοι και τα πατώματα φθαρμένα. Τα έπιπλα παράταιρα και οι ταπετσαρίες τους αλλού σκισμένες και αλλού μπαλωμένες» (σελ. 57). Μητέρα και κόρες μετακομίζουν, και ξανά, και ξανά – οι εξώσεις ακολουθούν η μια την άλλη, αφού τα ενοίκια μένουν απλήρωτα. Εφτά σπίτια άλλαξαν μέχρι να καταλήξουν στην οδό Πατησίων 61, όπου πέρασαν τα χρόνια της Κατοχής. Με μια απατεωνιά της μητέρας της, που τη δηλώνει δύο χρόνια μεγαλύτερη, η Μαρία γίνεται δεκτή στο Εθνικό Ωδείο παρά τις ενστάσεις της δασκάλας Μαρίας Τριβέλα –η οποία γνώριζε την αλήθεια– ότι δεν μπορεί ένα 14χρονο κορίτσι να καταπονεί τις φωνητικές χορδές του με τις υψηλές απαιτήσεις του λυρικού τραγουδιού. «Η δική μου η κόρη μπορεί» (σελ. 62), ήταν η απάντηση της μητέρας της, φράση που στοιχειώνει τη Μαρία Κάλλας μέχρι το τέλος της ζωής της.

Ακολουθούν πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν τη σταδιοδρομία της: Μανώλης Καλομοίρης, Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, Κατοχή, οι πρώτες επιτυχίες στις σκηνές της κατεχόμενης Αθήνας, Βαγγέλης Μαγκλιβέρας, Δεκεμβριανά… Η Μαρία Κάλλας νιώθει την Αθήνα σαν παγίδα και μαζεύει χρήματα από τις παραστάσεις της για ν’ αγοράσει ένα εισιτήριο για τη Νέα Υόρκη – φεύγει σχεδόν κρυφά τον Σεπτέμβριο του 1945. Αγωνία, προσπάθειες, απογοητεύσεις, διαψεύσεις, λυσσαλέος αγώνας για την επιτυχία. Ώσπου αποβιβάζεται στη Βερόνα τον Ιούνιο του 1947 για την Τζοκόντα κι εκεί γνωρίζει τον φιλόμουσο βιομήχανο Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, μετέπειτα σύζυγό της και ατζέντη της. Όλοι οι μεγάλοι σταθμοί στην πορεία της Μαρίας Κάλλας παρουσιάζονται γλαφυρά, εμπεριστατωμένα και με αφηγηματική άνεση. Η σχέση λατρείας και μίσους με το ιταλικό κοινό, οι ανταγωνισμοί, το σταδιακό χτίσιμο της εικόνας της ντίβας, η αποξένωση από την οικογένειά της. Μεγάλη έκταση, όπως ήταν αναμενόμενο, αφιερώνεται στη γνωριμία και στη θυελλώδη σχέση της Μαρίας Κάλλας με τον Αριστοτέλη Ωνάση, στην αναμέτρησή της με αποφάσεις του που καθόρισαν όχι μόνο και τη δική της πορεία, αλλά και τη δική της ζωή.

Βέβαια, μετά τη μεγάλη άνοδο, που καθιέρωσε τη Μαρία Κάλλας στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα, έρχεται η αναπόφευκτη πτώση κι εμείς βρισκόμαστε να διαβάζουμε με αμηχανία για τη θλιβερή αυτή καθοδική πορεία: «Είναι παράξενο, αλλά στη ζωή πολύ συχνά παρατηρείται (αναδρομικά βέβαια) το εξής: Όταν κάποιος πρόκειται να ανέλθει, όλες του οι επιλογές, ακόμα και τυχαία γεγονότα που δεν μπορούσε να προγραμματίσει ή να επιλέξει, γίνονται σκαλοπάτια για την άνοδό του. Κι όταν αρχίζει κάποιος την πορεία της καθόδου, λες και κάποιος δαίμονας τον βάζει να κάνει πάντα τις λάθος επιλογές» (σελ. 212). Συνεργασίες, εμφανίσεις, ταξίδια, αποφάσεις, γεγονότα λιγότερο ή περισσότερο γνωστά, παρουσιάζονται από τον Αλέξανδρο Αντωνόπουλο μ’ ένα κράμα αποστασιοποίησης και συναισθηματικής φόρτισης που είναι απολύτως κατανοητό – πόσο εύθραυστη είναι η αυτοεκτίμηση προσωπικοτήτων που δείχνουν φοβερά δυναμικές, πόσο καταλυτικός μπορεί να γίνει ο πόνος της προδοσίας. Και πόσο τρομακτικός είναι πάντοτε ο φθόνος. «Ο φθόνος κρύβεται πάντα στο ανώνυμο πλήθος και στο σκοτάδι. Και καραδοκεί να μας βρει στη δύσκολη στιγμή μας» (σελ. 19), μας είχαν προειδοποιήσει από την αρχή του βιβλίου οι συγγραφείς και το φέρνουμε ξανά στον νου τελειώνοντάς το. «Μην ενοχλείτε τη Μις Κάλλας»: άλλο νόημα έχει ο τίτλος στην αρχή του βιβλίου, άλλο νόημα αποκτά στο τέλος του.

Μην ενοχλείτε τη Μις Κάλλας
Αλέξανδρος Αντωνόπουλος – Μιχάλης Ρέππας
Ψυχογιός
256 σελ.
ISBN 978-618-01-3768-2
Τιμή €14,40

Keywords
ρεππας, σελ, νέα, φαρμακεια, κραχ, εμφάνιση, μιζέρια, ελλαδα, αθηνα, ωναση, λιτσα πατερα, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, Καλή Χρονιά, γσ πατησιων, τελος του κοσμου, η ζωη ειναι ωραια, ξανα, γυναικα, δουλεια, επιπλα, ηθοποιος, καριερα, μητερα, μουσικη, ονειρα, τηλεοραση, υλη, φλογα, αγωνια, αμηχανια, αφορμη, βιβλιο, γεγονοτα, γινει, γινεται, γινονται, γνωριμια, δαιμονας, δικη, δωδεκα, δωσει, εγινε, εμειναν, εμφάνιση, εξι, επιτυχια, ερχεται, ετων, ζωη, ζωης, ιδια, ιδιο, κραχ, λαθος, ματια, μηδεια, μιζέρια, μικρο, μορφη, μαρια, νεα υορκη, νυχτα, νοημα, παντα, οικογενεια, οπερα, παιδι, παιδια, πορτα, ρεσιταλ, ρολο, σελ, σεναριο, σεπολια, συζυγο, σκηνες, σπιτι, σπιτια, στομα, ταξιδια, το αγορι, τονος, τρια, τιτλος, φαρμακειο, φτανει, φθονος, φρυδια, φωνητικες χορδες, φορα, χτισιμο, ωδειο, αγορι, αγωνας, εμφανισεις, εννεα, εθνικο, κορες, κρυφα, σκηνη, τοιχοι, τριαντα, γιαγια
Τυχαία Θέματα