Katherine Rundell: «Λύκοι στο χιόνι»

«Άλλαξα παρατηρώντας την κοινωνική συμπεριφορά τους. Έννοιες όπως ηθική, υπευθυνότητα και αγάπη απέκτησαν νέα σημασία... Παρατηρώντας τους, έχω μάθει επίσης πως οι λύκοι είναι εξαίρετοι δάσκαλοι, που μπορούν να μας διδάξουν κάμποσα πράγματα για τη ζωή.»
Έλι Ράντιγκερ, συγγραφέας, εκδότρια του περιοδικού Wolf Magazin.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Για

το μυθιστόρημα της Κάθριν Ράντελ Λύκοι στο χιόνι ο συγγραφέας Φίλιπ Πούλμαν εκφράστηκε λακωνικά: «Ένας θρίαμβος». Εκατομμύρια αναγνώστες εκδήλωσαν ενθουσιασμό κατανοώντας ότι στο μυθιστόρημα αυτό –εκτός του έντονου και αμείωτου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει– οι ήρωες φεγγοβολούν δύναμη ψυχής και προσήλωση στο χρέος. «Αυτή η ιστορία θα αποτελέσει μελλοντικά ένα βιβλίο κλασικό» γράφτηκε στην Daily Telegraph. Η Κάθριν Ράντελ (Λονδίνο, 1987) έχει φυσιογνωμία που από μόνη της αφηγείται ιστορίες που δεν βάζει ο νους. Το έργο της Λύκοι στο χιόνι τοποθετείται από αναγνώστες και κριτικούς ανάμεσα στις κορυφαίες ιστορίες του καιρού μας.

Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, γράφει η Κάθριν Ράντελ, πριν από εκατό χρόνια, ζούσε μια δωδεκάχρονη μελαχρινή κοπέλα. Ρωσίδα. Το όνομά της ήταν Φιοντόρα – Φιό τη φώναζε η μητέρα της και ζούσαν οι δυο τους στο δάσος, στην αγκαλιά της φύσης. Κελαηδισμοί, δέντρα χιλιόχρονα, χιλιάδες ζωούλες, φωνούλες. Στις καλοκαιρίες ο ουρανός έπαιρνε το χρώμα του λάπις και είχε αστροφώτιστο ουρανό. Ο χειμώνας ερχόταν με την ερμίνα του, που από πυρρόξανθη γινόταν λευκή απαστράπτουσα. Μάνα και κόρη τον υποδέχονταν καταλλήλως.

Η κατοικία τους ήταν μια στερεή ξύλινη καλύβα, ωστόσο κρατούσε έξω τον δριμύ, ρωσικό χειμώνα. Η πόρτα έργο της μητέρας, Μαρίνα Πετρόβιτς το όνομά της – γυναίκα όμορφη, ικανή, εφευρετική στις αναποδιές της ζωής τους, προστάτρια και εξ επαγγέλματος εκπαιδεύτρια λύκων με τη Φιό βοηθό. Εκείνες τις μέρες είχαν την ευθύνη μιας ακόμη αγέλης: Ο Μαύρος, η Λευκή, η Γκρίζα.

Αυτοί ήταν οι λύκοι που τώρα εκπαίδευαν για να τους δώσουν πίσω στη φύση· τους είχαν εγκαταλείψει ανόητοι αριστοκράτες αφού τους παγίδεψαν, διασκέδασαν μαζί τους, σαν οικόσιτα τους μεταχειρίστηκαν, ταπείνωναν τα περήφανα ζώα τα οποία στερούνταν τη φύση τους και αγρίευαν, επιτίθονταν στους δυνάστες τους που είχαν φοβηθεί. Το ένστικτο του άγριου και ανεξάρτητου ζώου ξυπνούσε ελεύθερο. Θα τους σκότωναν, αν το επέτρεπαν οι δεισιδαιμονίες τους. Ακουστά είχαν τα αραιοκατοικημένα γειτονικά βουνά...

Τώρα οι λύκοι κοιμούνται σε ένα ερειπωμένο ξωκλήσι και αρχίζουν δειλά την πρωτινή ζωή τους με τη βοήθεια και την αγάπη της Μαρίνας και της Φιό. Μαθαίνουν πώς να είναι γενναίοι πάλι, πού να αναζητούν τροφή, πώς να ξαναβρίσκουν χαρές. Πώς να αναγνωρίζουν τη γη τους: Σκληρή – όσο και οι ίδιοι. Και τρυφερή όπου πρέπει.

Εκείνο το πρωί άρχισαν όλα. Όταν χτύπησε η πόρτα της καλύβας τους. Ήταν νωρίς ακόμη, απόρησαν, μα η πόρτα άνοιξε βάναυσα και ένας άγνωστος με όψη κακιά βρυχήθηκε: «Πού είναι η Μαρίνα Πετρόβιτς;» ενώ δύο άντρες, στρατιώτες του τσαρικού στρατού, κουβαλούσαν το σώμα ενός νεκρού ελαφιού.

{jb_quote}Βιβλίο που θα κατακυριεύσει τον αναγνώστη και θα τον γεμίσει ευδαιμονία και στοχασμό.{/jb_quote}

Ο άντρας με τα σχεδόν πεθαμένα μάτια είπε στη Μαρίνα πως ήταν ο στρατηγός Ρακόβ, επικεφαλής του Στρατού του Τσάρου, και την αναζητούσε διότι οι λύκοι «της» είχαν σκοτώσει το ελάφι. Το έδειξε κλοτσώντας το. Έπειτα γρονθοκοπούσε τους τοίχους, φοβέριζε, έσπαζε ή αναποδογύριζε τα πάντα, χυδαιολογούσε, κόλαση έκανε το ειρηνικό σπιτάκι, απείλησε ότι θα πάρει τη Φιό μακριά από την κακή μητέρα, άρπαξε γυαλικά, πίνακες. Τέλος, διέταξε να πυροβολούν τους λύκους. Διαφορετικά θα πάρουν το παιδί.

Η κοπέλα τρομαγμένη έτρεξε στο ξωκλήσι. Οι λύκοι της! Πώς τους αγαπούσε και τους σεβόταν! Η μητέρα έλεγε πως η Φιό της πρώτα αλυχτούσε κι έπειτα μίλησε. Η Φιό τον λάτρευε αυτόν τον τόπο. Γι’ αυτήν, έλαμπε από ζωή. Δονούνταν από αγάπη. Στα κοντινά αγροκτήματα τ’ αγόρια γελούσαν μαζί της· τάχα ότι ήταν μικρή και ότι είχε τη μυρωδιά του λύκου. Μα και η ίδια δεν ήταν κοινωνική. Ούτε αισθανόταν μοναξιά. Είχε τους λύκους. Και για καλή της τύχη γνώρισε τον Ίλια. Ήταν νέος. Και ευγενικός. Οι δυο τους παρακολούθησαν μια άγνωστη λύκαινα να γεννά μες στο χιόνι. Η έμπειρη η Φιό βοήθησε σαν μαία. Το τύλιξε, το αγάπησε το λυκάκι που της παρέδωσε η μάνα. Δυστυχώς, δεν έζησε η λύκαινα. Έχωσε το νεογέννητο μέσα στην κάπα της, κοντά στο στήθος η Φιό, και έτρεξε προς το σπίτι.

«Τέσσερις αναμμένοι πυρσοί, τέσσερις στρατιώτες και ο στρατηγός». Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να παραδοθεί το σπίτι στις φλόγες, να συλλάβουν τη Μαρίνα –όχι χωρίς αντίσταση– και να σπεύσει η Φιό για την αγέλη, αν και εκείνοι έρχονταν, μύριζαν τις στάχτες στον αέρα. Η μάνα με τα χέρια δεμένα, τα μάτια και το στόμα σκεπασμένα με λωρίδες. «Αν η μικρή κρύβεται σε κανένα γειτονικό σπίτι, κάψτε το. Κάψτε τα όλα, αν χρειαστεί!» διέταξε ο τρελός στρατηγός.

Η Μαρίνα Πετρόβιτς φυλακίζεται στην Αγία Πετρούπολη, ενώ η Φιό φεύγει αναζητώντας την. Μην έχοντας άλλον συγγενή ή φίλο, αναχωρεί με τους λύκους. Στον δρόμο ενώνονται με τον Ίλια· είχε ακολουθήσει τα χνάρια των λύκων. Βαδίζουν μαζί. Χιόνι. Βουνά από χιόνι. Κρυώνουν και πεινούν και είναι εξαντλημένοι, ενώ στην πορεία, και στους υπαίθριους οικισμούς, συναντούν οικογένειες με λιπόσαρκα παιδιά και απογυμνωμένα σπίτια. Αν και είναι ταλαιπωρημένοι, με τα νοικοκυριά τους καμένα, λεηλατημένα, αλλά κι εξαγριωμένοι και από τις συνεχείς επιθέσεις των ορδών του τσάρου, δεν διστάζουν να τους καλοδεχτούν, να τους δώσουν ρούχα ζεστά, να ανοίξουν αγκαλιά αδελφική. Κοντά τους γνώρισαν τη φιλοξενία και τις ώριμες πλέον ιδέες για την απόφαση του λυτρωμού από την τυραννία του τσάρου και των καταχραστών ολιγαρχικών. Σύντομα ενώθηκαν με πολλούς χωρικούς, αγρότες, τεχνίτες, εργάτες, υφάντρες, σιγά-σιγά πλήθαιναν. Και ετοιμάζονταν. Ζύγωνε ο καιρός της εξέγερσης. Το έβλεπαν. Νέοι, παιδιά, αμέτρητα εδώ παιδιά, άνδρες, κοπέλες, γυναίκες ώριμες. Όλοι αυτοί και άλλοι, αλλού, γίνονταν μάρτυρες στο γλυκοχάραμα. Όπως και οι αναγνώστες του σπουδαίου αυτού βιβλίου. Η εξέγερση και η πορεία των χωρικών προς την Αγία Πετρούπολη –με πρωτοστάτες εδώ τα παιδιά– γίνεται ένα ποτάμι που ξεχειλίζει. Αντιλαλεί κιόλας στη φούρια του.

«...Η Φιό και η μητέρα της περπάτησαν αργά, πιασμένες χέρι χέρι. Πέρασαν δίπλα από ομάδες ανθρώπων που περπατούσαν με αποφασιστικότητα... και δίπλα από παιδικά χέρια που απλώνονταν για να αγγίξουν την κόκκινη κάπα της Φιό. Πέρασαν τις αφρούρητες πύλες της πόλης». «Και πού πάμε τώρα, αγαπημένη μου;» είπε η Μαρίνα. Και η Φιό: «...αύριο νομίζω ότι θα ’ταν καλύτερα ν’ αφήσουμε τους λύκους ν’ αποφασίσουν».

Σελίδες αγάπης και αντοχής, ανυποταξίας και ευαισθησίας, αγώνα και οράματος. Βιβλίο που θα κατακυριεύσει τον αναγνώστη και θα τον γεμίσει ευδαιμονία και στοχασμό. Θάλλουν εδώ οι σελίδες της εξαίρετης συγγραφέως.

Σημείωση: Ο λύκος στην αρχαία Ελλάδα θεωρείτο το ζώο των φωτεινών θεών, του Ήλιου και του Απόλλωνα. Υπήρξε επίσης σύμβολο μιας σοβαρής μυητικής διαδικασίας, αυτής του περάσματος από το σκοτάδι στο φως. Διαθέτει άριστη όραση στο σκοτάδι.

Τα βιβλία της Κάθριν Ράντελ έχουν κυκλοφορήσει σε πολλές γλώσσες και έχουν τιμηθεί με σημαντικά βραβεία, όπως το Andersen Prize, τo Costa Children’s Books Prize κ.ά. Άλλα έργα της: Τα παιδιά στις στέγες, Ο εξερευνητής, Μια χριστουγεννιάτικη ευχή.

Λύκοι στο χιόνι
Κάθριν Ράντελ
Μετάφραση: Αργυρώ Πιπίνη
Εκδόσεις Πατάκη
σ. 296
ISBN: 978-960-16-8976-0
Τιμή: 12,90€

Keywords
Τυχαία Θέματα