E. C. Osondu: «Όταν ο ουρανός είναι έτοιμος, τα αστέρια θα φανούν»

Όλοι έχουμε γίνει τραγικοί μάρτυρες των δραματικών προσπαθειών ανθρώπων που εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους, πιεσμένοι από πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, για να ναυαγήσουν κάπου στη Μεσόγειο. Κυνηγώντας το όνειρό τους για καλύτερη ζωή θαλασσοπνίγονται, εξαπατημένοι από ακριβοπληρωμένους διακινητές που τους είχαν υποσχεθεί θερμή υποδοχή στις χώρες προορισμού. Αναρίθμητες οι ιστορίες και ασύλληπτο το δράμα νέων, ηλικιωμένων και παιδιών, που συνωστίζονται σε μικρές λέμβους για να καταλήξουν πρόσφυγες στη Λαμπεντούζα,

στη Λέσβο ή αλλού, αν είναι βέβαια τυχεροί να επιβιώσουν από την πείνα, το κρύο, την εξάντληση και τα αγριεμένα κύματα. Μεταξύ αυτών και πολλοί Αφρικανοί, κυρίως από χώρες της βόρειας και κεντρικής Αφρικής, για τους οποίους (και για όλους όσους επιχειρούν ένα ανάλογο ταξίδι) γράφει ο Νιγηριανός συγγραφέας E.C. Osondu (Epaphras Chukwuenweniwe Osondu) τη νουβέλα Όταν ο ουρανός είναι έτοιμος, τα αστέρια θα φανούν, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κριτική, σε μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά.

Ο Οσοντού ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ ως καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Providence College (Rhode Island). Στην αρχή δοκιμάστηκε στην ποίηση και έπειτα στο διήγημα. Το 2006, το διήγημά του «Γράμμα από την πατρίδα» επιλέχθηκε ως ένα από τα δέκα καλύτερα που δημοσιεύτηκαν στο διαδίκτυο· έφτασε στον τελικό του Βραβείου Κέιν για την Αφρικανική Λογοτεχνία το 2007 και το 2009 κέρδισε το «Αφρικανικό Βραβείο Μπούκερ» για το διήγημά του «Αναμονή».

Στη νουβέλα του Όταν ο ουρανός είναι έτοιμος, τα αστέρια θα φανούν, αφηγείται την ιστορία ενός αγοριού από ένα ασήμαντο χωριό της Νιγηρίας, το Γκούλου Στέισιον (Σταθμός Gulu), που επιχειρεί να μεταναστεύσει στην Ευρώπη, συγκεκριμένα στη Ρώμη, ακολουθώντας το όνειρό του: να γυρίσει με πλούτο και να κάνει περήφανο το χωριό του. Γοητευμένος από την επιτυχία ενός συντοπίτη του, του Μπρος, ο «γιος της Νένε» περιμένει υπομονετικά «τ’ αστέρια να φανούν» και γι’ αυτόν στον ουρανό. Η ώρα ήρθε όταν «έφυγε» η σοφή και τυφλή Νένε, που τον μεγάλωσε όταν ορφάνεψε. Αποφεύγοντας να στρατολογηθεί στον Στρατό των Επτά Ανδρών, μεταναστεύει με σκοπό να φτάσει στη Ρώμη, αφού ο Μπρος τού είχε υποσχεθεί πως «όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». Στο μαύρο σακίδιό του είχε μόνο τις συμβουλές της Νένε, οι οποίες τον προστάτεψαν σε πολλές κακοτοπιές που συνάντησε στο μακρύ ταξίδι του.

Στο βιβλίο ενσωματώνονται και ιστορίες άλλων παιδιών, του Άνι, της Αΐρα, του Ταφίκ και του Αμπντού, που τους ένωσαν οι κοινοί στόχοι: η αγάπη, η δόξα, ο πλούτος και η σωτηρία. Με αυτές τις προσδοκίες διέσχισαν την έρημο και μπήκαν σε σαθρή βάρκα για να περάσουν «τον ωκεανό», χωρίς να γνωρίζουν τι σημαίνει αυτό. Τους διέσωσαν σωστικά σκάφη με «άνδρες με στολές» καθόλου ζεστούς και χαρούμενους, αλλά βλοσυρούς και αγέλαστους.

Η ιστορία είναι γνωστή, το «έργο» χιλιοπαιγμένο. Όμως το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από την οπτική γωνία του αθώου μικρού Αφρικανού, που δεν γνωρίζει τίποτ’ άλλο από τη μικρή κοινότητα στην οποία γεννήθηκε και νομίζει πως ταξιδεύει προς τον παράδεισο που του υποσχέθηκαν. Μας δίνει έτσι την ευκαιρία να βιώσουμε από κοντά τον αγώνα, τις περιπέτειες και τους κινδύνους όσων τολμούν να βγουν στον δρόμο, γιατί σαγηνεύονται από τον ξένο «πολιτισμό» και τα φανταχτερά φώτα, τις συσκευές, τις μηχανές, το πλούσιο φαγητό και, κυρίως, από την ελπίδα για μια καλύτερη τύχη:

{jb_quote} Με τρυφερότητα και διακριτικό χιούμορ, με αφηγηματική φινέτσα και εκλεπτυσμένο πνεύμα, ο συγγραφέας μάς χαρίζει μια ιστορία που ξεφεύγει από την κοινοτοπία και τον μελοδραματισμό. {/jb_quote}

Είχαμε ελπίδα. Ξέραμε πολύ καλά πως για να ταξιδεύεις, έπρεπε να ελπίζεις, να ελπίζεις ότι στο τέλος του ταξιδιού υπήρχε ένα ουράνιο τόξο, όχι ένα κουλουριασμένο ερπετό. Ελπίζαμε στο ανθρώπινο είδος. […] Υπήρχαν επίσης πράγματα που δεν είχαμε. Δεν είχαμε φόβους για το παρόν, ούτε για το μέλλον. Απ’ όσο μπορούσαμε να κρίνουμε, το μέλλον επιφύλασσε για όλα προοπτικές που ήταν καλές, φωτεινές και όμορφες.

Ο αφηγητής μιλάει εξ ονόματος όλων των μεταναστών. Στην αρχή αφηγείται σε α’ ενικό μόνο τη δική του ιστορία, σταδιακά, καθώς όμως γνωρίζει και συνδέεται και με άλλους που είχαν τα ίδια όνειρα, χρησιμοποιεί το α’ πληθυντικό πρόσωπο. Συγκινητικές οι ιστορίες αυτών των παιδιών, που ξανοίγονται σ’ έναν κόσμο άγνωστο γι’ αυτά και ο οποίος τελικά αποδεικνύεται σκληρότερος από τον δικό τους μικρόκοσμο.

Το βιβλίο αποτελεί μια παραβολή για την επιρροή της αποικιοκρατίας στη ζωή των ανθρώπων της Αφρικής, εξωθώντας τους στην αναζήτηση μιας άλλης ζωής, ξένης προς αυτούς, μακριά από τις αξίες του δικού τους πολιτισμού. Όπως λέει η Νένε, η πιο συμπαθής ηρωίδα του βιβλίου, στον γιο της: «Είναι καλό που θέλεις να με κάνεις ευτυχισμένη, αλλά είμαι ήδη όσο ευτυχισμένη θέλω. Η πάρα πολλή ευτυχία σκοτώνει· χρειάζομαι μόνο όση ευτυχία μπορεί να με ταξιδεύει από τη μια μέρα στην άλλη».

Αξιοσημείωτη σκηνή στη νουβέλα είναι όταν ο ήρωας, καθώς κλυδωνίζονται στη βάρκα, ξορκίζει τους φόβους του με ένα παιδικό τραγούδι για την πατρίδα: «Ω, σπίτι μου, σπίτι μου, πότε θα δω το σπίτι μου;/ Πότε την πατρίδα θα δω;/ Ποτέ δεν θα ξεχάσω το σπίτι μου». Ο Οσοντού μάς υπενθυμίζει πόσο μεγάλος είναι ο δεσμός του ανθρώπου με το σπίτι του, που το κουβαλά συνεχώς μέσα του, όπου κι αν βρίσκεται, εκφράζοντας ίσως και τη δική του νοσταλγία για την πατρίδα του, τη Νιγηρία. Το Γκούλου Στέισιον μετατρέπεται στο βιβλίο σε σύμβολο μιας κοινωνίας που δεν έχει τίποτα να προσφέρει στα παιδιά της, παρά μόνο φτώχεια και στέρηση στοιχειωδών αγαθών. Παγιδευμένοι στην απελπισία τους, οι άνθρωποί της έχουν διέξοδο μόνο στα όνειρα, που συχνά δεν ευοδώνονται. Είναι όμως μια πατρίδα, από τη νοσταλγία της οποίας δεν λυτρώνεται ποτέ ο άνθρωπος.

Με τρυφερότητα και διακριτικό χιούμορ, με αφηγηματική φινέτσα και εκλεπτυσμένο πνεύμα, ο συγγραφέας μάς χαρίζει μια ιστορία που ξεφεύγει από την κοινοτοπία και τον μελοδραματισμό απομυθοποιώντας τους μύθους για τον παράδεισο της ζωής σε άλλες χώρες κι αποκαλύπτοντας, παράλληλα, το σκληρό πρόσωπο του σύγχρονου κόσμου. Με ανύποπτο τρόπο, θέτει προβληματισμούς και ερωτήματα γύρω από τα όρια και τις δυνατότητες του ανθρώπου στο όνειρο, πόσο μακριά, δηλαδή, μπορεί να φτάσει κανείς για ν’ αλλάξει τη μοίρα του. Ωστόσο, ο Οσοντού δεν είναι απαισιόδοξος, αλλά ενθαρρυντικός. Κάποιοι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη, φτάνει να έχεις συναίσθηση των κινδύνων.

Το βιβλίο διακρίνεται σε μικρά κεφάλαια με ευφάνταστους τίτλους και είναι εμπλουτισμένο με πολλά στοιχεία από την αφρικάνικη κουλτούρα και παράδοση, επενδυμένο με μια φιλοσοφία ζωής που την έχουν ανάγκη και οι λαοί της Δύσης. Συνθέτοντας τη λυρικότητα της αφήγησης με τον ωμό ρεαλισμό, ο Οσοντού πετυχαίνει να συναρπάσει τον αναγνώστη, ώστε να διαβάσει απνευστί τη νουβέλα. Μέσα από μια στοχαστική και φαινομενικά απλή αφήγηση, χωρίς διδακτισμό, ο συγγραφέας διερευνά θέματα ταυτότητας, μετατόπισης από την πατρίδα και επιβίωσης σε έναν γρήγορα μεταβαλλόμενο κόσμο. Μας προσφέρει μια ιστορία βαθύτατα συγκινητική για την ελπίδα, τη φιλία και την αγάπη, αφηγημένη με γοητευτική απλότητα και ειλικρίνεια, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις φρούδες υποσχέσεις, την εκμετάλλευση και τις ματαιωμένες ελπίδες όσων αναζητούν αστέρια στον ουρανό, τα οποία τελικά δεν εμφανίζονται, γιατί ο ουρανός δεν είναι ποτέ έτοιμος για κάποια ανθρώπινα όντα στη γη.

Όταν ο ουρανός είναι έτοιμος, τα αστέρια θα φανούν
E. C. Osondu
μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς
Κριτική
192 σελ.
ISBN 978-960-586-438-5
Τιμή €11,00

Keywords
Τυχαία Θέματα