Παναγιώτης Κουστένης: Ένας χρόνος από τις εκλογές του 2019

Ο Δρ. Πολιτικής Επιστήμης αναλύει τους λόγους που διαμορφώθηκε το εκλογικό αποτέλεσμα.

Την Τρίτη συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την επάνοδο της ΝΔ στην εξουσία, εξέλιξη που εντούτοις είχε ήδη σηματοδοτηθεί από τις προηγηθείσες ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου, οι οποίες τοποθετούμενες για πρώτη φορά στην «ύστερη περίοδο» του εκλογικού κύκλου, λάμβαναν αναμφισβήτητα χαρακτήρα βαρομέτρου για τις επερχόμενες βουλευτικές, όποτε

κι αν αυτές διεξάγονταν. Η επικράτηση άλλωστε της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ με διαφορά 9,4% (33,1% έναντι 23,8%), την ιστορικά μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ποτέ σε ευρωεκλογές, δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας για το αποτέλεσμα των βουλευτικών, των οποίων την διεξαγωγή και επέσπευσαν.

Κυρίαρχο στίγμα των ευρωεκλογών ήταν οι ευρείες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ (μείωση κατά 11,7% ως προς το Σεπτέμβριο του 2015, Γράφημα 1), με τη μαζική διαρροή σχεδόν 900.000 ψηφοφόρων του και με τη συσπείρωσή του να περιορίζεται σχεδόν στο μισό (53%-54%*), αποτυπώνοντας ένα σαφές κύμα διαμαρτυρίας, συσσωρευμένο και ουσιαστικά ανέκφραστο εκλογικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της υπερτετραετούς και περιπετειώδους διακυβέρνησής του. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι οι μισοί από αυτούς τους ψηφοφόρους απομακρύνθηκαν μεν από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά χωρίς συγκεκριμένο πολιτικό προορισμό, επιλέγοντας είτε τα Λοιπά κόμματα είτε την Αποχή, ενώ η τελική υποχώρηση της δύναμής του μετριάστηκε απλώς από την προσέλκυση 300.000 νέων ψηφοφόρων, είτε από τα μικρότερα κόμματα είτε από νέους εγγεγραμμένους.

Γράφημα 1 – Ποσοστά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, 2015-2019 (σε παρένθεση οι ψήφοι σε χιλιάδες)

Οι διαρροές λοιπόν αυτές ήταν ο κύριος παράγοντας διαμόρφωσης της διαφοράς-ρεκόρ των ευρωεκλογών. Εν τούτοις, η απευθείας μετακίνηση από τον ΣΥΡΙΖΑ στη ΝΔ ήταν σχετικά περιορισμένη (αντιστοιχούσε στο 10% της εκλογικής του βάσης), εξού και η τελική αύξηση της δεύτερης (κατά 5% σε σχέση με το 2015), τροφοδοτήθηκε επίσης σημαντικά με κέρδη της από τα μικρότερα κόμματα (ΚΙΝΑΛ, Χρ. Αυγή, Ποτάμι, ΑΝΕΛ). Βεβαίως η

απεικόνιση της κυριαρχίας της ΝΔ υπήρξε ακόμα εντονότερη στον χάρτη των αυτοδιοικητικών εκλογών της ίδιας ημέρας, με τους επίσημους υποψηφίους της να επικρατούν εν τέλει στις 11 από τις 13 περιφέρειες της χώρας. Αντίθετα οι περισσότερες επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ιδιαίτερα απογοητευτικές, γεγονός που οφείλεται πρωτίστως στο μικρό ποσοστό των ψηφοφόρων του (των ευρωεκλογών) το οποίο υποστήριξε και τις τοπικές υποψηφιότητες του κόμματος (στις Περιφερειακές περίπου 55%), γεγονός που αυτομάτως υποδείκνυε ως βασικό πρόβλημα την περιορισμένη δυνατότητα οργανωτικής κινητοποίησής του.

Έτσι, οι συσχετισμοί που διαμορφώθηκαν ειδικά στις αυτοδιοικητικές εκλογές μαρτυρούσαν απόλυτα τη γενικευμένη παγίωση ενός αντι-ΣΥΡΙΖΑ κλίματος, το οποίο μάλιστα στον δεύτερο γύρο φάνηκε να επεκτείνεται περαιτέρω, συνολικότερα απέναντι στις δυνάμεις της Αριστεράς, με την ήττα τελικά όχι μόνο των περισσότερων κυβερνητικών υποψηφίων, αλλά και εκείνων του ΚΚΕ (Ικαρία, Χαϊδάρι, Πετρούπολη, Καισαριανή, με μόνη εξαίρεση την Πάτρα). Παρόλα αυτά, και αυτό το γεγονός πρέπει στις περισσότερες περιπτώσεις να αποδοθεί στην περιορισμένη (σε σχέση με το 2014) υποστήριξη των τελευταίων από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, όπως προκύπτει από τη λεπτομερή ανάλυση των στοιχείων.

Βεβαίως, το 39,9% που έφτασε η ΝΔ στις βουλευτικές εκλογές που προκηρύχθηκαν για τις 7 Ιουλίου 2019,εκ πρώτης όψεως φάνηκε να προκύπτει από την προέκταση των προαναφερθέντων κερδών της στις ευρωεκλογές, όπως περίπου δείχνει και η εξέλιξη της επιμέρους επιρροής της στις διάφορες κοινωνικές και δημογραφικές ομάδες του εκλογικού σώματος (πχ. βλ. Ηλικίες στο Γράφημα 2).Ωστόσο, δεν προκύπτει η ίδια εικόνα από την ανάλυση των μετακινήσεων, σύμφωνα με τις οποίες η διαρροή από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΝΔ δεν διευρύνθηκε περαιτέρω μεταξύ των δύο αναμετρήσεων, παραμένοντας τελικά στα ίδια επίπεδα με εκείνα των ευρωεκλογών*. Ως εκ τούτου, η νέα ενίσχυση της ΝΔ στον μήνα που μεσολάβησε προήλθε κυρίως από ψηφοφόρους των μικρότερων κομμάτων (διπλασιάζοντας σχεδόν τις αντίστοιχες τάσεις του Μαΐου), τόσο από το Ποτάμι και το ΚΙΝΑΛ, όσο και από τους ΑΝΕΛ ή τη Χρ. Αυγή. Μάλιστα, στην περίπτωση της τελευταίας το νέο ρεύμα μεταστροφής προς τη ΝΔ είχε διαφανεί ήδη από τον Β’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, όπου συγκεκριμένα αποδείχθηκε καθοριστικό για την επικράτηση των γαλάζιων υποψηφίων στις περιφέρειες Ιονίου, Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου.

Γράφημα 2 – Ψήφος ανά ηλικία: ΝΔ

Φυσικά, η μη περαιτέρω διείσδυση της ΝΔ στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ συνιστούσε την αφετηρία και για τη δική του ανάκαμψη, η οποία αποτέλεσε το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο των

βουλευτικών εκλογών και σε κάποιες περιπτώσεις έφτασε σε επίπεδα εντυπωσιακά, με το ποσοστό του να καταλήγει στο 31,5%, δηλαδή μόλις 4% χαμηλότερο σε σχέση με το 2015. Μάλιστα, στις περισσότερες περιφέρειες της χώρας η υποχώρηση της δύναμη τους κυμάνθηκε από 2% έως 5% και μόνο στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία άγγιζε το 7%, γεγονός που προφανώς συνδέεται με τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά ήταν σαφώς μικρότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις. Έτσι, το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών, σε αντίθεση με τη ΝΔ για την οποία προέκυψε σε γενικές γραμμές ως προέκτασή των ρευμάτων των ευρωεκλογών, για τον ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε από την ανατροπή τους, δικαιώνοντας εκ του αποτελέσματος την απόφαση για ετεροχρονισμένη διεξαγωγή των δύο αναμετρήσεων.

Η ανάκαμψη αυτή, η οποία αφενός ερμηνεύεται από την εκτόνωση της διαμαρτυρίας στις ευρωεκλογές και αφετέρου από την ενεργοποίηση στις βουλευτικές των αντιδεξιών αντανακλαστικών μίας μερίδας του εκλογικού σώματος ενόψει της επανόδου της ΝΔ στην εξουσία, τα οποία έτειναν να αντισταθμίσουν εν μέρει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ κλίμα. Συνέπεια ήταν μία μαζική επιστροφή ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που στις ευρωεκλογές είχαν επιλέξει κυρίως τα Λοιπά κόμματα ή την Αποχή, ανεβάζοντας την τελική συσπείρωσή του στο 70% (ως προς το 2015)και αφορούσαν κυρίως τα νεανικά κοινά, κάτω των 35 ετών (και ειδικά τις γυναίκες), τα οποία έτσι από φορείς της διαμαρτυρίας τον Μάιο αποτέλεσαν την κύρια έκφραση της αντιδεξιάς επανασυσπείρωσης τον Ιούλιο (και αντίστοιχα μετρίασαν την άνοδο της ΝΔ, βλ. Γράφημα 2).

Πράγματι, στις περσινές βουλευτικές εκλογές ήταν η πρώτη φορά που το ισχυρότερο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ καταγράφηκε στις ηλικίες κάτω των 35 ετών (περίπου ισοδύναμο με το Σεπτέμβριο του 2015), στις οποίες σταθερά την περίοδο 2012-2015 εξασφάλιζε μεν τη μεγαλύτερη υπεροχή του (λόγω των συστηματικά χαμηλών ποσοστών της ΝΔ), αλλά η ισχυρότερη επιρροή του εντοπιζόταν πάντα στα δυναμικά κοινά (35-55 ετών), δηλαδή στον κύριο όγκο των απασχολουμένων. Σε αυτά ακριβώς τα δυναμικά κοινά εντοπίσθηκε η κύρια υποχώρηση της δυναμικής του στις βουλευτικές του 2019. Σε συνδυασμό μάλιστα με το νεανικό κύμα διαμαρτυρίας των ευρωκλογών και την πιο περιορισμένη διακύμανση στις μεγάλες ηλικίες, η φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε μια έντονη μεταβλητότητα η οποία αντικατοπτρίζεται στην ηλικιακή κατανομή της ψήφου του, με τρεις σαφώς διακριτές καταγραφές της από το 2015 και μετά (Γράφημα 3).

Γράφημα 3 – Ψήφος ανά ηλικία: ΣΥΡΙΖΑ

Πράγματι οι κυριότερες και κρισιμότερες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ παρατηρήθηκαν στον χώρο των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (ακόμα και των χαμηλόμισθων), οι οποίοι έως τότε είχαν αποτελέσει τον ισχυρότερο πυλώνα του, ενώ αντιθέτως τώρα η ΝΔ έφτασε να πλειοψηφεί με ευρείες διαφορές, όπως και στο μεγαλύτερος μέρος των απασχολουμένων

(Ελ. Επαγγελματίες, Αγρότες), γεγονός που προσέδιδε στην πλειοψηφία της έναν ευρύ και σχετικά συνεκτικό κοινωνικό (και ηλικιακό) χαρακτήρα, πολύ περισσότερο από εκείνον του 2012. Αντίθετα, στις βουλευτικές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ αποκατέστησε την πλειοψηφική δυναμική του στους δημοσίους υπαλλήλους, ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι διεύρυνε την υπεροχή του στους ανέργους, κορυφώνοντας σε αυτό το σημείο μία τάση που παρατηρείται (και ενισχύεται)σταθερά μετά το 2012 και προφανώς συνδέεται και με συγκεκριμένες επιλογές της κοινωνικής («επιδοματικής») πολιτικής του.

Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι η τελική του συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ σε επίπεδα 65%-70% επαναλαμβάνεται για δεύτερη συνεχόμενη αναμέτρηση (όπως και το Σεπτέμβριο του 2015), αλλά χωρίς σημαντικές διακυμάνσεις στο συνολικό εκλογικό του μέγεθος (από 2,25 εκ. τον Ιανουάριο του 2015 έως 1,78 εκ. τον Ιούλιο του 2019). Μαρτυρώντας έτσι μεν τη δυνατότητα συνεχούς ανανέωσης της εκλογικής του βάσης (με τους μισούς περίπου σημερινούς ενεργούς ψηφοφόρους να εκτιμάται ότι τον έχουν τουλάχιστον σε μία αναμέτρηση από τον Ιανουάριο του 2015), αλλά και τη ταυτόχρονη ρευστότητά της η οποία παραπέμπει στη σταδιακή μεταβολή της πολιτικής του ταυτότητας τα τελευταία χρόνια, με τον ΣΥΡΙΖΑ να μη σηματοδοτεί προ πολλού πλέον μια «αντικαθεστωτική» εκλογική επιλογή.

Η εν λόγω ρευστότητα αντικατοπτρίζεται άλλωστε και στα ποσοστά της ιδεολογικής εγγύτητας, καθώς οι ψηφοφόροι του που αισθάνονταν ιδεολογικά κοντά στο κόμμα ήταν μόνο 58%, ενώ ειδικά για όσους δεν τον είχαν επιλέξει στις ευρωεκλογές (παρότι κυρίως πρώην ψηφοφόροι του) το αντίστοιχο ποσοστό έπεφτε μόλις στο 37%. Αντίθετα για τη ΝΔ, παρά την ξαφνική εκλογική της άνοδο, η εν λόγω τιμή ήταν σαφώς ανώτερη (68%), παραπέμποντας σε αυτή τη φάση σε μια ισχυρότερα οικοδομημένη σχέση εκπροσώπησης.

Σε γενικές γραμμές πάντως, το αποτέλεσμα των εκλογών του 2019 ήρθε να επισφραγίσει το κλείσιμο του κύκλου της δημοσιονομικής κρίσης, με την ανάδειξη αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και την άνοδο του εκλογικού ποσοστού του πρώτου κόμματος στο 40% για πρώτη φορά από το 2012, καθώς και τον περιορισμό των κοινοβουλευτικών κομμάτων σε 6, μετά και τον αποκλεισμό της Χρ. Αυγής, παρά το γεγονός ότι ένα 10-15% του εκλογικού σώματος εξακολουθεί σταθερά να κινείται εκτός του φάσματος των ιστορικών κομματικών επιλογών. Το ίδιο πάντως το άθροισμα των ποσοστών ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στο 71,4%, δηλαδή σε επίπεδα που υπό συνθήκες παρουσίαζε και ο παλαιός δικομματισμός σε περιόδους αποστοίχισης ή χαλαρής ψήφου (π.χ. ευρωεκλογές), αποτέλεσε μια βασική ένδειξη της συγκρότησης ενός νέου δικομματισμού, με τα δύο κόμματα να έχουν κυριαρχήσει πλήρως στους δύο βραχίονες του ιδεολογικού άξονα (ΚεντροΔεξιά και ΚεντροΑριστερά), αλλά με ανοιχτά ερωτήματα για τον κάθε πόλο.

Αφενός για τον ΣΥΡΙΖΑ το ερώτημα αφορά την ίδια την εκλογική του συνοχή, με τρεις διαφορετικές ουσιαστικά καταγραφές σε Αυτοδιοικητικές, Ευρωπαϊκές και Βουλευτικές εκλογές και με μια διακύμανση η οποία καθιστά ασαφή τα όρια μεταξύ του κοινωνικού και του εκλογικού μεγέθους του. Αφετέρου για τη ΝΔ, η ιδεολογικά αμφίπλευρη εκλογική της διεύρυνση τόσο προς συντηρητικά όσο και προς φιλελεύθερα κοινά (του παραδοσιακού ή του εκσυγχρονιστικού Κέντρου) καθιστούσε ζητούμενο το πολιτικό στίγμα της διακυβέρνησής της, γεγονός που φάνηκε έντονα τους πρώτους μήνες όταν ένα από τα κεντρικά ζητήματα της κυβερνητικής πολιτικής ήταν το θέμα της δημόσιας ασφάλειας (το οποίο ωστόσο συχνά προσέλαβε τον χαρακτήρα της κοινωνικής καταστολής) και μάλιστα υπό την ευθύνη του κατεξοχήν πασοκογενούς υπουργού της, του Μ. Χρυσοχοΐδη, ενώ αντίθετα η φιλελεύθερη ατζέντα της ανάπτυξης παρουσίασε μάλλον περιορισμένα αποτελέσματα.

Πράγματι, την πρώτη περίοδο, η κυβερνητική πολιτική φάνηκε να απευθύνεται πρωτίστως στο συντηρητικό ακροατήριο, ενώ το κλίμα αυτό προς στιγμήν αντιστράφηκε και με την αναζωπύρωση του προσφυγικού. Σημείο καμπής ωστόσο υπήρξε η μεταφορά του θέματος στον Έβρο και η σχετική εμπλοκή στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, δημιουργώντας για πρώτη

φορά τις προϋποθέσεις ενός ευρύτερου κλίματος συναίνεσης στους κυβερνητικούς χειρισμούς, το οποίο πλαισιώθηκε σύντομα με την εμφάνιση του κορωνοϊού στην Ελλάδα. Τα πρόσφατα δημοσκοπικά ευρήματα εμφανίζουν την ΝΔ να ενισχύεται και να πιστώνεται τον εξορθολογισμό του κρατικού μηχανισμού, ειδικά σε ό,τι αφορά την διαχείριση κρίσεων, τόσο λόγω της αντικειμενικής επιτυχίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας όσο και λόγω της σύγκρισης με το κυβερνητικό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ, στοιχείο που έχει προεκτείνει την «περίοδο χάριτος» στα θεωρητικά μέγιστα χρονικά όριά της. Τη στιγμή μάλιστα που η επικράτηση ενός ύφους τεχνοκρατικού φιλελευθερισμού στην κυβερνητική πολιτική έρχεται σε ρήξη με τον παραδοσιακό παλαιοκομματισμό της ΝΔ, ενώ χρειάστηκε να διευθετήσει δύσκολες σχέσεις ακόμα και με ιστορικούς συντηρητικούς θεσμούς (Εκκλησία).

Φυσικά, με τον περιορισμό της πανδημίας και με τις επιπτώσεις του lockdown να βρίσκονται εν εξελίξει (αναδεικνύοντας ήδη την ευαλωτότητα διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων), τα συναισθήματα φόβου και ανασφάλειας έχουν πλέον μεταφερθεί στο πεδίο της οικονομίας και του εργασιακού μέλλοντος, όπου μάλιστα οι κυβερνητικές παρεμβάσεις δεν φαίνεται να έχουν την ίδια θετική αποδοχή, χωρίς ωστόσο ακόμα ορατά σημάδια δημοσκοπικής φθοράς. Από την άλλη, δεν είναι αυτονόητο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ωφεληθεί από μια νέα οικονομική κρίση, η εύλογη συναίνεση του οποίου τόσο στη διαχείριση του κορωνοϊού όσο και προηγουμένως στα ελληνοτουρκικά περιορίζει τις αντιπολιτευτικές του δυνατότητες, ενόψει μάλιστα της προαναγγελθείσας οργανωτικής του ανασυγκρότησης. Η τελευταία άλλωστε συνίσταται στο δύσκολο στοίχημα της ενσωμάτωσης στην παραδοσιακή (αλλά αποψιλωμένη μετά το Δημοψήφισμα του 2015) κομματική του βάση της διευρυμένης πλέον εκλογικής, που κατά κύριο λόγο τουλάχιστον από τον Ιούνιο 2012 και μετά εξακολουθεί να αποτελείται κατά 65% περίπου από εκλογείς προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ του 2009, όταν η αντίστοιχη παρουσία των παραδοσιακών ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά μετά το 2015, δεν υπερβαίνει το 10%. Χωρίς την εσωκομματική εκπροσώπηση της διευρυμένης αυτή εκλογικής βάσης, είναι σχεδόν αδύνατο η εκλογική επιρροή να μετατραπεί σε κομματική ταύτιση.

Η ενισχυμένη δημοσκοπική υπεροχή της κυβέρνησης είναι που συχνά πυροδοτεί σενάρια πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, όπως άλλωστε έχει συμβεί ήδη από τον Ιανουάριο, μετά την εσπευσμένη αλλαγή του εκλογικού νόμου. Πράγματι, είτε για λόγους πολιτικής (και ενδεχομένως κοινοβουλευτικής) ενίσχυσης είτε για λόγους εσωκομματικής ενίσχυσης της ηγεσίας της, η κυβέρνηση θα είχε λόγο να εξετάσει το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, όσο και αν αυτό έχει αποκλειστεί ρητά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Από την άλλη πλευρά, η ενδιάμεση εφαρμογή της Απλής Αναλογικής (και πιθανότατα της αδυναμίας ανάδειξης πλειοψηφίας στις αμέσως επόμενες εκλογές), θα απαιτούσε μια μακρά προεκλογική περίοδο, τουλάχιστον 6-8 εβδομάδων, με την απαίτηση των διπλών εκλογών και πιθανότατα με τη μεσολάβηση ενός υπηρεσιακού κυβερνητικού σχήματος.

Γεγονός που είναι ικανό από μόνο του να υπονομεύσει το προφίλ της υπευθυνότητας που η κυβέρνηση φαίνεται προς στιγμή ότι έχει καταφέρει να εμπεδώσει, οπότε μία τέτοια κίνηση δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί παρακινδυνευμένη, ειδικά με άγνωστες τις πιθανότητες επιστροφής του κύματος του κορωνοϊού και εν εξελίξει την εκδίπλωση των επιπτώσεων του. Επιπλέον η άμεση παράκαμψη της απλής αναλογικής, η οποία σήμερα λειτουργεί εν μέρει ως ένας παράγοντας συντήρησης του παρόντος κομματικού συστήματος και η εφαρμογή του πλειοψηφικού «μπόνους» στις μεθεπόμενες θα μπορούσε να ενισχύσει συνολικότερα τον νέο δικομματισμό, αν όχι αριθμητικά, πάντως σίγουρα πολιτικά, έστω και σε μια ασύμμετρη εκδοχή του.

Keywords
εκλογες, εκλογες 2012, χρονος, εν λόγω, νεα δημοκρατια, μαΐου, συριζα, συγκεκριμένο, οφείλεται, ΚΚΕ, πατρα, νέα, ελλαδα, επιρροή, εμφάνιση, lockdown, δημοψηφισμα 2015, ΠΑΣΟΚ, ρητά, αποτελεσματα δημοτικων εκλογων 2010, εκλογες 2010 αποτελεσματα , εκλογες 2010, σταυροι δημοτικων εκλογων, ψηφοι δημοτικων συμβουλων, αποτελεσματα περιφερειακων εκλογων, εκλογικα αποτελεσματα, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, δημοψηφισμα, νεα κυβερνηση, Καλή Χρονιά, οφειλετες δημοσιου, μειωση μισθων, κοινωνικη συμφωνια, βουλευτικές εκλογές 2012, βασεις 2012, αλλαγη ωρας 2012, αποτελεσματα ευρωεκλογων, εκλογες 2014, εκλογες 2015, κομματα, αποτελεσματα, οικονομικη κριση, ρητά, οψεως, το θεμα, αυγη, ηττα, θεμα, αυξηση, αθροισμα, ατζεντα, γεγονος, δευτερο, δυναμη, δυνατοτητα, δικη, δειχνει, εκφραση, εν λόγω, εν μερει, εμφάνιση, εξελιξη, επιρροή, ερχεται, ετων, ευθυνη, ιδια, ιδιο, ηλικια, εικονα, κυβερνηση, κυμα, κινηση, κυρια, κλιμα, κομμα, λογο, μαΐου, μακεδονια, μηνες, μικρο, παντα, ορια, ουσιαστικα, οφείλεται, πεδιο, πετρουπολη, πιθανοτητες, ρεκορ, ρευμα, ρηξη, σιγουρα, συγκεκριμένο, συγκεκριμενα, συντομα, σημαδια, στιγμα, ταση, τιμη, τριτη, φορα, χρονικα, αδυνατο, εφαρμογη, ιδιαιτερα, ογκο, ομαδες, υπεροχη, βεβαιως
Τυχαία Θέματα
Παναγιώτης Κουστένης, 2019,panagiotis koustenis, 2019