Τα μπισκότα ήταν άγνωστα στην Ελλάδα, μέχρι που ήρθαν οι πρόσφυγες και άλλαξαν τα πάντα

Το 1922, η Ελλάδα υποδέχεται πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Έφεραν μαζί τους θλίψη, γη που δεν υπήρχε πια, τραγούδια από άλλες αυλές… αλλά και συνήθειες. Μαγειρικές, πολιτισμικές, καθημερινές. Και μέσα σε όλα αυτά, έφεραν και κάτι αθώο, σχεδόν παράξενο για τον μέσο Έλληνα εκείνης της εποχής: τα μπισκότα.

Μέχρι τότε, ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα

δεν είχε ξαναφάει μπισκότο. Ήταν ένα ξενόφερτο, περίεργο πράγμα, που ούτε στα πανηγύρια δεν εμφανιζόταν. Η διατροφή ήταν βασισμένη στο ψωμί, το λάδι, τις ελιές, το τυρί. Η ζάχαρη ήταν ακριβή, τα γλυκά της γιαγιάς ήταν κυρίως σιροπιαστά ή με μέλι. Το μπισκότο φάνταζε σχεδόν… μηχανικό.

Αλλά οι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, ήξεραν τι εστί μπισκότο. Στις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ευρωπαϊκή κουζίνα είχε περάσει μέσα από τις αρμένικες, εβραϊκές, ελληνικές και ιταλικές συνοικίες. Το μπισκότο το είχαν μάθει από τους Άγγλους, τους Γάλλους, τους Ιταλούς – και το έφτιαχναν στα σπίτια τους, στις γιορτές ή για τα παιδιά.

Η οικογένεια Παπαδοπούλου ήταν μία απ’ αυτές. Έφυγαν κυνηγημένοι από την Πόλη και εγκαταστάθηκαν πρώτα στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα. Στις αποσκευές τους, μαζί με την οδύνη, είχαν και μια απλή συνταγή: μπισκότα τύπου petit beurre. Αρχικά τα έφτιαχναν με το χέρι, σε ξυλόφουρνους. Ύστερα, το 1938, αγόρασαν τον πρώτο τους μηχανικό εξοπλισμό.

Και σιγά σιγά, τα μπισκότα μπήκαν στα σπίτια. Στην αρχή για τις “καλές” επισκέψεις, μετά στα σχολικά διαλείμματα, και στο τέλος… στο ντουλάπι κάθε σπιτιού. Το μπισκότο έγινε το παράθυρο στην Ευρώπη, το βολικό γλυκό, το πρώτο βήμα προς τη βιομηχανοποιημένη νοστιμιά.

Αυτό που κάποτε ήταν άγνωστο και “ξένο”, έγινε συνώνυμο του σπιτιού. Και όλα ξεκίνησαν από μια προσφυγική κουζίνα, κι ένα κομμάτι νοσταλγίας που έπρεπε να ξαναπλαστεί με αλεύρι, βούτυρο και λίγη ζάχαρη.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα