Πλήρωναν με αυγά και λάδι για να δουν Βουγιουκλάκη σε τοίχο καφενείου

23:56 9/4/2025 - Πηγή: Sportime

Σε ένα χωριό της Ελλάδας τη δεκαετία του ’50, το βράδυ δεν είχε Netflix, ούτε καν τηλεόραση. Το μόνο φως ερχόταν από τη λάμπα του καφενείου και το λευκό σεντόνι που είχε απλωθεί στον τοίχο. Εκεί θα παιζόταν το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», ή κάποιο δράμα με την Τζένη Καρέζη και τον Παπαμιχαήλ. Και για να το δεις, δεν πλήρωνες απαραίτητα με

λεφτά. Έδινες αυγά, λάδι ή αλεύρι.

Οι πλανόδιοι κινηματογραφιστές ήταν άνθρωποι που κουβαλούσαν τον ελληνικό κινηματογράφο πάνω σε τρίκυκλα, φορτηγάκια ή γαϊδουράκια. Είχαν μαζί τους προβολέα, πανί ή σεντόνι, καλώδιο που έφτανε ως το καφενείο, και τις μπομπίνες με τις ταινίες. Γύριζαν τα χωριά, έστηναν τον «τοίχο-σινεμά» και έφερναν το κοινό αντιμέτωπο με τον Καζάκο, τον Φωτόπουλο, τη Μερκούρη ή τη Βουγιουκλάκη — σε απόσταση αναπνοής από τις κότες.

Το κοινό καθόταν σε καρέκλες που έφερνε από το σπίτι, άλλοι στο χώμα, παιδιά αγκαλιά με γαϊδουράκια. Ο ήχος ερχόταν από ένα γρατζουνισμένο μεγάφωνο, το φιλμ συχνά κόλλαγε, και όταν έπεφτε το ρεύμα, όλοι φώναζαν: «Προβολεατζή, βάλ’ το ξανά!»

Το εισιτήριο ήταν ευέλικτο. Κάποιοι πλήρωναν με λίγες δραχμές, άλλοι άφηναν αυγά, λάδι ή ένα καρβέλι ψωμί, γιατί το χρήμα δεν υπήρχε πάντα – αλλά κανείς δεν έμενε έξω. Ο κινηματογράφος ήταν λαϊκό δικαίωμα, όχι πολυτέλεια. Οι κινηματογραφιτζήδες γνώριζαν κάθε χωριό και κάθε παιδί με το μικρό του όνομα. Και πολλές φορές έπαιζαν την ίδια ταινία δύο και τρεις βραδιές, αν ο κόσμος την ξαναζητούσε.

Οι προβολές δεν ήταν απλώς ψυχαγωγία. Ήταν γιορτή, συνάντηση, απόδραση από τη φτώχεια. Μια γιαγιά με μαντίλα δάκρυζε με τη Μανταλένα. Ένα παιδί γελούσε με τον Κωνσταντάρα. Ένας νεαρός ερωτευόταν τη Βουγιουκλάκη χωρίς να ξέρει γιατί. Όλα αυτά, κάτω απ’ τα άστρα, μπροστά σ’ έναν τοίχο.

Ήταν μια εποχή που ο κινηματογράφος μοιραζόταν, δεν αγοραζόταν. Και σε κάθε χωριό, κάθε καλοκαίρι, ένα σεντόνι γινόταν η μεγαλύτερη οθόνη του κόσμου.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα