Όταν μια ολόκληρη ομάδα μπέιζμπολ έστησε το πρωτάθλημα του 1919

Στην Αμερική των αρχών του 20ού αιώνα, το μπέιζμπολ δεν ήταν απλώς άθλημα. Ήταν θρησκεία, τελετουργία, η καρδιά μιας χώρας που έψαχνε ηρωισμούς σε γήπεδα και όχι σε πεδία μάχης. Το 1919, όμως, το «παιχνίδι των Αμερικανών» τραυματίστηκε βαθιά από ένα σκάνδαλο που έμελλε να αλλάξει για πάντα τη σχέση του κοινού με το άθλημα. Ήταν η χρονιά του «Black Sox Scandal», όταν οκτώ παίκτες των Chicago White

Sox κατηγορήθηκαν ότι έστησαν το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα για να το χάσουν εσκεμμένα, με αντάλλαγμα χρήματα από έναν κύκλο παράνομου στοιχηματισμού. Ήταν η πρώτη φορά που το μπέιζμπολ βρέθηκε στο εδώλιο – όχι για το τι έγινε στο γήπεδο, αλλά για το τι έγινε στις σκιές γύρω του.

Το σκάνδαλο ξεκίνησε από έναν σιωπηρό θυμό. Οι White Sox ήταν η καλύτερη ομάδα της χρονιάς, με αστέρες όπως ο Shoeless Joe Jackson, ο Buck Weaver και ο Eddie Cicotte. Όμως πίσω από τη λάμψη της φανέλας κρυβόταν ένα κύμα δυσαρέσκειας. Οι παίκτες πληρώνονταν ελάχιστα και εξαρτιόνταν από τις ορέξεις του ιδιοκτήτη τους, Charles Comiskey, ο οποίος αρνιόταν να τους αυξήσει τους μισθούς, παρότι η ομάδα του έφερνε τεράστια κέρδη. Η αδικία άνοιξε την πόρτα σε μια πρόταση που ήρθε από τους λάθος ανθρώπους, τη λάθος στιγμή.

Μια ομάδα μαφιόζων, με επικεφαλής τον περίφημο Arnold Rothstein, προσέγγισε μεσάζοντες και παίκτες, προτείνοντας χιλιάδες δολάρια σε όποιον δεχόταν να στήσει τους τελικούς. Η συμφωνία δεν καταγράφηκε ποτέ γραπτώς, αλλά οι συνέπειες φάνηκαν μέσα στο γήπεδο. Οι White Sox έπαιξαν χωρίς πάθος, με περίεργα λάθη και άστοχες φάσεις που δεν ταίριαζαν στην κλάση τους. Οι Cincinnati Reds πήραν το πρωτάθλημα με 5 νίκες έναντι 3, αλλά η νίκη τους επισκιάστηκε από το βάρος της υποψίας.

Το κοινό, που λάτρευε το άθλημα σαν κάτι σχεδόν ιερό, αισθάνθηκε προδομένο. Ο Τύπος βούιξε από φήμες και μαρτυρίες. Ένα χρόνο αργότερα, το 1920, η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια. Οι οκτώ παίκτες αρνήθηκαν τις κατηγορίες, όμως οι αποδείξεις –ιδιαίτερα κάποιες καταθέσεις που αργότερα «εξαφανίστηκαν»– προκάλεσαν θύελλα. Αν και οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν από ποινικές ευθύνες, η καταδίκη ήρθε αλλού: ο νέος Επίτροπος του μπέιζμπολ, ο Kenesaw Mountain Landis, τους τιμώρησε δια βίου αποκλείοντάς τους από κάθε δραστηριότητα που σχετιζόταν με το άθλημα.

Η ιστορία του Shoeless Joe Jackson, του πιο διάσημου από τους οκτώ, συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Αν και δεν υπήρξε ποτέ ξεκάθαρη απόδειξη ότι έλαβε χρήματα ή έπαιξε άσχημα επίτηδες –αντίθετα, είχε εξαιρετική στατιστική απόδοση στους τελικούς– το όνομά του συνδέθηκε για πάντα με το σκάνδαλο. Ο μύθος λέει πως ένα παιδί τον πλησίασε φωνάζοντας “Say it ain’t so, Joe!” – μια φράση που έμεινε στην αμερικανική πολιτιστική μνήμη ως η κραυγή μιας γενιάς που είδε τους ήρωές της να καταρρέουν.

Η υπόθεση των Black Sox άφησε ανεξίτηλο σημάδι στο μπέιζμπολ, οδηγώντας σε ριζικές αλλαγές στον τρόπο που διοικείται το επαγγελματικό άθλημα. Η έννοια της “ακεραιότητας του παιχνιδιού” απέκτησε κεντρική θέση στον αθλητισμό και ο ρόλος του Επιτρόπου θεσμοθετήθηκε ακριβώς για να αποτραπεί ξανά παρόμοια προδοσία. Όμως, παρά τις νομικές και θεσμικές απαντήσεις, το ερώτημα παραμένει: πώς μπορείς να ξανακερδίσεις την εμπιστοσύνη όταν το ίδιο το παιχνίδι έχει πουληθεί;

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα