Οι φτωχοί έγιναν πειρατές για να επιβιώσουν. Έκλεβαν στρείδια από τους πλούσιους και τα πουλούσαν στο λαό.

Στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, στα τέλη του 19ου αιώνα, δεν χρειαζόσουν πλοίο με κανόνια για να σε λένε πειρατή. Αρκούσε μια ξύλινη βάρκα, ένα φανάρι, και η τόλμη να βγεις νύχτα για να μαζέψεις στρείδια από τα νερά που οι πλούσιοι είχαν οικειοποιηθεί. Οι oyster pirates, όπως τους είπαν, δεν λήστευαν χρυσό· λήστευαν φαγητό. Και οι κάτοικοι τους αγάπησαν.

Τα στρείδια στον Κόλπο δεν ήταν πάντοτε προϊόν πολυτελείας. Στην αρχή, η θάλασσα τα έδινε σε όποιον ήξερε πού να ψάξει.

Όμως σταδιακά, μεγάλες εταιρείες αγόρασαν τα βυθισμένα εδάφη, τα περιφρούρησαν σαν ιδιωτική ιδιοκτησία και μετέτρεψαν τα στρείδια σε μονοπώλιο. Οι τιμές ανέβηκαν. Οι φτωχοί δεν μπορούσαν ούτε να φάνε, ούτε να ψαρέψουν. Και τότε ξεκίνησε η πειρατεία.

Κάθε βράδυ, βάρκες χωρίς φώτα ξεκινούσαν από σκιερές προβλήτες. Οι άντρες κουνούσαν τα κουπιά αθόρυβα, κρατώντας χαμηλά τα κεφάλια. Έφταναν στις περιοχές των μονοπωλίων, βουτούσαν και μάζευαν όσα στρείδια μπορούσαν. Το πρωί, τα πουλούσαν στις αγορές του Όουκλαντ, φτηνά. Ο κόσμος ήξερε. Αλλά δεν μιλούσε. Τους προτιμούσαν από τις μεγάλες εταιρείες.

Η αστυνομία δεν ήξερε αν έπρεπε να τους κυνηγήσει. Ο κόσμος τούς υποστήριζε. Το φαγητό που πουλούσαν ήταν προσιτό και ποιοτικό. Οι πλούσιοι τους έλεγαν εγκληματίες. Οι φτωχοί, σωτήρες. Ακόμα και πολλοί αστυνομικοί έκαναν τα στραβά μάτια. Το όριο ανάμεσα στο έγκλημα και τη δικαιοσύνη είχε γίνει θολό, γεμάτο θαλασσινή λάσπη και μυρωδιά από φρεσκοκομμένα στρείδια.

Ανάμεσά τους και ένας νεαρός ονόματι Τζακ Λόντον. Παιδί εργάτη, τα παράτησε όλα στα δεκαπέντε και πήρε δάνειο από την πρώην νταντά του για να αγοράσει μια βάρκα. Έγινε oyster pirate, έζησε με τους φτωχούς, γλίτωσε από θαλασσοταραχές, κυνηγήθηκε και επέζησε. Μετά έγραψε για όλα αυτά. Έγινε συγγραφέας, αλλά δεν ξέχασε ποτέ τις νύχτες στη θάλασσα.

Στην Ανατολική Ακτή, η κατάσταση ήταν ίδια – ίσως χειρότερη. Οι Πόλεμοι των Στρειδιών στον κόλπο του Τσέζαπικ κράτησαν δεκαετίες. Ήταν κανονικές συγκρούσεις, με βάρκες, όπλα και νεκρούς. Το φαγητό είχε γίνει αιτία πολέμου. Όχι για τη γεύση του. Αλλά γιατί οι πλούσιοι το ιδιωτικοποίησαν και οι φτωχοί δεν άντεχαν άλλο να πεινάνε.

Κάποιοι τους θυμούνται σαν εγκληματίες. Κάποιοι σαν λαϊκούς ήρωες. Μα όποιος έχει νιώσει την πείνα, ξέρει: ο πειρατής δεν ήταν πάντα κλέφτης. Μερικές φορές, ήταν απλώς πεινασμένος.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Έκλεβαν,eklevan