Οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι πέθαιναν δίπλα σε νεκρούς και ακαθαρσίες. Όσοι απήγγειλαν Ευριπίδη, σώθηκαν.

01:06 3/6/2025 - Πηγή: Sportime

Το καλοκαίρι του 413 π.Χ., οι δρόμοι της Αθήνας γέμισαν σιωπή. Η τεράστια εκστρατεία στη Σικελία είχε τελειώσει. Όχι με νίκη, αλλά με πανωλεθρία. Είχαν φύγει χιλιάδες νέοι, στρατηγοί, ιππείς, ερέτες, ελπίζοντας να κατακτήσουν τη Σικελία. Κανείς τους δεν είχε γυρίσει. Επικρατούσε η αίσθηση ότι θάφτηκαν ζωντανοί. Και δεν απείχε πολύ από την αλήθεια.

Όσοι Αθηναίοι αιχμαλωτίστηκαν, περίπου 7.000 άνδρες, οδηγήθηκαν σε κάτι που

κανείς δεν είχε φανταστεί πως μπορεί να υπάρχει στην ελληνική οικουμένη. Όχι σε φυλακή, ούτε σε στρατόπεδο. Αλλά σε λατομεία. Τεράστιες, πέτρινες χαράδρες έξω από τη Συρακούσα, όπου οι άνθρωποι στοιβάζονταν όπως τα πετρώματα που κάποτε αφαιρούνταν από εκεί.

Ο Θουκυδίδης δεν ωραιοποιεί. Περιγράφει την πείνα, τη δίψα, τον ήλιο, τους νεκρούς που στοιβάζονταν στους ζωντανούς, την αηδία, τη δυσωδία, την αποσύνθεση. Δεν είχαν τουαλέτες, δεν είχαν σκιά, δεν είχαν ελπίδα. Η τροφή και το νερό που τους έδιναν ήταν τόσο λίγα που δεν προλάβαιναν καν να πεθάνουν από γήρας· πέθαιναν από τα βασικά: τη λάσπη, τη μόλυνση, την εξάντληση.

Και τότε, μέσα σ’ αυτό το τοπίο της ντροπής, ξεπήδησε το πιο απίστευτο κριτήριο σωτηρίας. Όχι γενναιότητα, όχι δύναμη. Ποίηση. Όσοι Αθηναίοι αιχμάλωτοι μπορούσαν να απαγγείλουν στίχους του Ευριπίδη, να τραγουδήσουν μελοποιημένα αποσπάσματα από τραγωδίες του, ή να διδάξουν έργα του στους Συρακούσιους, σώθηκαν. Τους άφησαν να φύγουν. Κάποιοι έγιναν δάσκαλοι. Άλλοι έγιναν φίλοι με τους πρώην εχθρούς τους.

Ο Πλούταρχος το λέει καθαρά: οι Σικελιώτες αγαπούσαν τόσο πολύ τον Ευριπίδη, που τον θεωρούσαν θησαυρό. Όποιος τον μετέφερε, έσωζε το τομάρι του. Ένας Αθηναίος που ήξερε “Μήδεια” ή “Τρωάδες” μπορούσε να επιστρέψει σπίτι. Όποιος ήξερε μόνο πώς να κρατάει δόρυ, όχι.

Ήταν μια εκδίκηση της ποίησης απέναντι στον πόλεμο. Μια νίκη του λόγου μέσα σε θανάτους από δίψα. Μια ανεξήγητη κίνηση του ανθρώπινου θαυμασμού, εκεί που όλοι είχαν χάσει την ανθρωπιά τους. Σε μια εποχή που ο πολιτισμός φαινόταν να καίγεται στις φλόγες της Σικελικής αποτυχίας, μερικοί στίχοι έγιναν διαβατήριο ζωής.

Αιώνες αργότερα, κανείς δεν θυμάται τα ονόματα εκείνων των αιχμαλώτων. Δεν γνωρίζουμε ποιοι σώθηκαν, ούτε αν επέζησαν μακροπρόθεσμα. Ξέρουμε μόνο πως για μια σύντομη ιστορική στιγμή, σε έναν θεόξερο τόπο λαξευμένο με κασμά, η ποίηση του Ευριπίδη άξιζε περισσότερο από οποιοδήποτε όπλο.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα