Ο ξένος ρεπόρτερ που είδε τους Έλληνες να σκοτώνουν τα παιδιά τους στα βουνά της Ηπείρου

13:02 4/6/2025 - Πηγή: Sportime

Τον Μάρτιο του 1948, ένας Αυστραλός ρεπόρτερ με το όνομα H.G. Kippax βρέθηκε στην Ήπειρο. Δεν πήγε για τουρισμό. Ανέβηκε στις πιο αιματοβαμμένες ράχες του Εμφυλίου· στη διαδρομή από τα Γιάννενα στην Κόνιτσα, στις πλαγιές της Κλέφτης και του Ανώνυμου, εκεί που ο Εθνικός Στρατός ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους αντάρτες του «στρατηγού Μάρκου». Δεν ήξερε τότε ότι θα γίνει μάρτυρας ενός από τα πιο σπαρακτικά στιγμιότυπα του ελληνικού διχασμού.

Καθώς η πομπή με τα μουλάρια ανεβαίνει τα δύσβατα μονοπάτια, ο Κίππαξ συναντά έναν παλιό χωρικό. Τον λένε κύριο Τσίκα. Είναι 60άρης, γκριζομάλλης, ντυμένος με φθαρμένα ρούχα, και θυμάται καθαρά τον πόλεμο του 1912. «Και τότε ήρθαν Τούρκοι, αλλά όχι έτσι», λέει. «Όχι με τόσο μίσος». Και ύστερα του αφηγείται κάτι που θα χαραχτεί ανεξίτηλα στο σημειωματάριο του ρεπόρτερ:

«Πριν έναν μήνα, ήρθαν άνθρωποι του Μάρκου στο χωριό. Εγώ έλειπα. Πήραν τους δυο μου γιους. Είπαν ότι ήταν μοναρχοφασίστες. Τους πήραν μαζί τους. Δεν τους ξαναείδα.»

Ο Κίππαξ δεν γράφει δραματικά. Γράφει ψυχρά. Αλλά πίσω από τις λέξεις υπάρχει κάτι αβάσταχτο. Ο πατέρας που λέει «αυτοί που θα πολεμήσω αύριο, ίσως είναι τα παιδιά μου». Ο ρεπόρτερ καταλαβαίνει ότι αυτός ο πόλεμος δεν είναι για πολιτική, δεν είναι καν για εξουσία. Είναι πόλεμος αίματος. Πόλεμος που χωρίζει σπίτια στα δύο. Κυριολεκτικά.

Από την Κόνιτσα και πάνω, ο Κίππαξ καταγράφει τον βηματισμό του πεζικού μέσα σε παγωμένο χιόνι, τον ήχο από τα μουλάρια, τους στρατιώτες που περνούν από σιωπηλά χωριά που έχουν αδειάσει από τους κατοίκους. Το ξημέρωμα, στις πλαγιές του Ανώνυμου, αρχίζει το χτύπημα του πυροβολικού. Στη συνέχεια: το προσκλητήριο, το «προχωράτε!», οι πρώτες σφαίρες που σκίζουν τα κλαδιά.

Η μάχη διαρκεί ώρες. Τα σπιτφάιρ κάνουν χαμηλές διελεύσεις και ρίχνουν ρουκέτες σε θέσεις του ΔΣΕ. Οι άνδρες του Εθνικού Στρατού προχωρούν με την αγωνία να μη σκοτώσουν φίλους ή συγγενείς. Στο πίσω μέρος του νου τους πλανιέται πάντα η ίδια σκέψη: μπορεί να είναι εκεί ο ξάδερφός μου. Ο αδελφός μου. Ο γιος μου.

Ο Κίππαξ το αντιλαμβάνεται. Καθώς κάθεται σε ένα πρόχειρο καταφύγιο το βράδυ, βλέπει τους στρατιώτες να τρώνε αμερικανικές κονσέρβες, να κρατούν φωτογραφίες μέσα στα κράνη τους. Γράφει: «Ο κύριος Τσίκα έδειχνε στον κόσμο πρόσωπο ήρεμο, αλλά είχε ένα βλέμμα χαραγμένο βαθιά. Μόνο εγώ ήξερα γιατί».

Αυτός ο πόλεμος δεν ήταν μόνο φονικός — ήταν προσωπικός. Ένας 60χρονος πατέρας κρατούσε τουφέκι για να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Αλλά δεν ήξερε αν το πρόσωπο πίσω από την επόμενη πέτρα θα ήταν ο ίδιος του ο γιος. Κι ένας ξένος, από τη μακρινή Αυστραλία, ήταν εκεί για να το δει.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords