Αύρα εσπερινή

Όταν στάθηκε στη σειρά για την ανάκρουση του ελληνικού εθνικού ύμνου, το σαγόνι του Δημήτρη Ιτούδη ήταν τόσο σφιγμένο, τόσο που θαρρείς πως είχε πάρει τον έλεγχο του προσώπου του, να ασφαλίσει μέσα το συναίσθημα που απειλούσε. Το βλέμμα είχε καρφωθεί στη σημαία, ακίνητο. Τα χείλη έψαχναν την ευκαιρία να επαναστατήσουν, να τραγουδήσουν τους στίχους, αλλά δεν τα κατάφεραν ποτέ.

Ο νέος προπονητής της Ελλάδας είναι ένας σκληρός, συμπαγής τύπος που κάνει την παρουσία του εμφανή από την πρώτη χειραψία – αν πας χαλαρός

θα τινάζεις το χέρι σου από το μούδιασμα. Η θεατρικότητα του τον βοηθά να χτίσει τη δική του περσόνα. Είχα κολλήσει το βλέμμα μου πάνω του από το ζέσταμα. Του πήρε γεμάτα δύο αγωνιστικά λεπτά να αρθρώσει λέξη: ξεκίνησε καθιστός, σηκώθηκε, δεν μόρφαζε καν βλέποντας την εθνική να μπαίνει μουδιασμένα και να κυνηγά τους Βρετανούς στο ξεκίνημα.

ΠΗΓΗ: In Time Sports

Εικοσιτρία χρόνια συμπληρωμένα στο υψηλότερο επίπεδο, ναι, αλλά στη Λάρισα ήταν αλλιώς. Ήταν γαλανόλευκα. Ήταν τα εκατοντάδες παιδιά στην κερκίδα, η προσμονή και ο θαυμασμός που θαρρείς πως μπορούσες να κόψεις με το μαχαίρι. Μαζί η ευθύνη, πως αντιπροσωπεύεις από τη θέση σου ένα ολόκληρο έθνος.

Καθώς το παιχνίδι κυλούσε, έγινε ο γνωστός, Ιτουδικός εαυτός του. Να διδάσκει στον πάγκο για ό,τι πήγαινε στραβά στο παρκέ, να ουρλιάζει παραινέσεις σαν αυτή στον Καλαϊτζάκη: «Πάρτου το επιθετικό (σ.σ φάουλ). Πάρτου το. ΠΑΡΤΟ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!». Μια ωραία ιστορία της πρώτης φοράς, αυτή που δεν ξεχνάς ποτέ.

Γύρω του μια ομάδα που έπαιζε την τελευταία μέρα του Ιούνη. Αναγνώριζα πάνω τους την κούραση της σεζόν, αφού κάμποση από αυτή την είχαμε και εγώ, ο Δημήτρης, ο Νικήτας. Το τελευταίο παιχνίδι της σεζόν είναι στο κατώφλι της παραλίας. Για ορισμένους η χρονιά είχε χρυσό στο τέλος, τον Ντόρσεϊ, τον Παπανικολάου, τον Λούντζη, τον Αντετοκούνμπο, για τον Γκίκα και τον Αγραβάνη γλυκό φινάλε, για τον Καλαϊτζάκη γλυκόπικρο. Άλλοι βρέθηκαν στην άλλη πλευρά, ο Παπαπέτρου, ο Παπαγιάννης, ο Μποχωρίδης, χρονιά ταλαιπωρίας και εσωστρέφειας, συμβαίνει σε όλους. Ο καθένας τους ήταν αλλιώς, όμως όλοι διάβαζαν την ίδια σελίδα, με αυτήν την καθαρτική δύναμη που έχει η εθνική.

ΠΗΓΗ: In Time Sports

Το γκρουπ ήταν κοντά, συμπαγές, ενωμένο. Δεκτόν, η πίεση της Μεγάλης Βρετανίας δεν δοκίμασε τις αντοχές, όμως μικρά πράγματα αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Το 1-12 στο ξεκίνημα έφερε σχεδόν όλους τους παγκίτες όρθιους, να ξυπνήσουν τον αφηρημένο, να εμψυχώσουν τον διστακτικό. Όλοι ήταν έτοιμοι να συνεισφέρουν, με μεγαλύτερη απόδειξη τον Lef Bo. Σηκώθηκε τελευταίος από τον πάγκο κάπου στο 18΄, η ομάδα τον αισθάνθηκα κατευθείαν, την ηρεμία, τη συγκέντρωση, το μέγεθος, το αμυντικό του φίλτρο. Ο περπατημένος Ιτούδης δεν δίστασε να τον στείλει στο παρκέ από την εκκίνηση στο δεύτερο ημίχρονο και πρακτικά να μην τον αποσύρει ποτέ ως το φινάλε της τρίτης περιόδου. Ο Ντόρσεϊ πήρε δικαίως τα εύσημα για το πλήρες παιχνίδι του, τα 2v2 που έστησε με τον Παπαγιάννη έσπειραν αισιοδοξία, όμως ο Μποχωρίδης ήταν αυτός που εξισορρόπησε την αλεγρία του Ελληνοαμερικανού που επέστρεψε στην Εθνική μετά από καιρό. Νωρίτερα ο Παπαπέτρου με τον Αγραβάνη περιόρισαν τη ζημιά και έφεραν την ομάδα στην ευθεία της απογείωσης. Βλέποντας τον ψηλό να κυριαρχεί σκέφτηκα πως θα ταιριάξει στην ίδια πεντάδα με τον Γιάννη και πως αν ταιριάξει, θα είμαστε σε θέση να τρομάξουμε κόσμο.

Όλα αυτά ενώ στην κερκίδα φυσούσε αύρα εσπερινή¸ όπως λέει και το τραγούδι. Τα παιδιά ίσως κέρδισαν αριθμητικά τη μάχη της κερκίδας από τους μεγάλους, χαμόγελα που δεν έχεις συνηθίσει, ουρλιαχτά και στριγγλιές σαν να βλέπουν τους Μπιτλς, όχι τους Έλληνες διεθνείς. «Όταν τους το πρωτοείπα ότι θα έρθουμε εδώ, νόμιζαν ότι τους δουλεύω», μου έλεγε ο Δήμος Ντικούδης. Όταν η ομάδα πήρε φόρα και ξεκίνησε να μοιράζει καρφώματα και τρίποντο οι μικροί αφήνιασαν, αν ήταν στο χέρι τους θα σφύριζαν πέμπτο δεκάλεπτο, μπορεί και έκτο. Το ματς ήταν για σβηστή 20άρα στην τέταρτη περίοδο και τα ντεσιμπέλ χτύπαγαν κόκκινο στο 38΄, κι άλλο, δώστε μας κι άλλο. Και πώς να τους αρνηθείς, οι διεθνείς έπαιξαν στα κόκκινα ως το φινάλε.

ΠΗΓΗ: In Time Sports

Στις court seats βρισκόταν μεταξύ άλλων ο Tony Bollier, διευθυντής των μπασκετικών επιχειρήσεων των Μιλγουόκι Μπακς. Απλός και προσιτός, απέφυγε ευγενικά να παραχωρήσει κάποια συνέντευξη και είδε με ενδιαφέρον το παιχνίδι. Πριν από αυτό δέχτηκε θερμό χαιρετισμό από όλους τους Έλληνες επισήμους και φωτογραφήθηκε μαζί τους, ενώ το τέλος του αγώνα τον βρήκε έξω από τα αποδυτήρια της Εθνικής να κουβεντιάζει με τον Νίκο Ζήση: φαινόταν πως ο δικός μας τον είχε πιάσει αιχμάλωτο με το χάρισμα, την ευγένεια και την διπλωματία του. Η εικόνα της εξωστρέφειας ήταν ενθαρρυντική και ενδεικτική πως η ζημιά που είχαν προκαλέσει οι ανεκδιήγητοι χειρισμοί και δηλώσεις είναι επισκευάσιμη.

ΠΗΓΗ: In Time Sports

Στο φινάλε η εθνική σκόρπισε, ο καθένας είχε το ελεύθερο να τραβήξει για όπου τραβούσε η ψυχή του, να πάρει τις ανάσες του και αν επιστρέψει για το μάζεμα του Ευρωμπάσκετ. Στη διαδρομή της επιστροφής, μου είχε κολλήσει το ίδιο τραγούδι:

«Και κουβαλάω μες την ψυχή/Μιαν ανυπόταχτη κραυγή/Και κάποια ανείπωτη ελπίδα που έχεις κρύψει».

Keywords
Τυχαία Θέματα