Πληθωρισμός και κέρδη: Δύο όψεις

Οι αγορές, αυτά τα ανεξάρτητα και απρόβλεπτα θηλυκά, άρχισαν να ανησυχούν για τον πληθωρισμό. Τα σημάδια ότι μπορεί να βρίσκεται προ των πυλών είναι, κατ’ αυτές, πολλά:

-Ελλείψεις σε πρώτες ύλες – όπως στον χαλκό και το βαμβάκι

-Ανεπάρκεια τροφίμων – όπως στα σιτηρά

-Αδυναμία της προσφοράς και καλύψει την ζήτηση για μικροεπεξεργαστές

-Άνοδο της τιμής των ρύπων, που επηρεάζει την τιμή ενέργειας

-Ασύμμετρα

γεγονότα, όπως το χακάρισμα αγωγού πετρελαίου στις ΗΠΑ, που επίσης ακριβαίνει το κόστος ενέργειας

-Ευρύτερα προβλήματα στην ομαλή λειτουργία των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, όπως το φρακάρισμα στην διώρυγα του Σουέζ

-Φόβοι, ότι η διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας θα αναστατώσει την ροή του παγκόσμιου εμπορίου, με αρνητική επίπτωση στις τιμές.

Σε όλα αυτά οι εταιρείες απαντούν προειδοποιώντας τους καταναλωτές για επερχόμενες αυξήσεις στις τιμές. Ορισμένες ενεργειακές εταιρείες, όπως η Colonial,  το πράττουν ήδη, έχοντας συνδέσει την τελική τιμή με την χονδρεμπορική. ‘Άλλες, όπως η Procter & Gamble, το ανακοινώνουν επίσημα.

Βέβαια, αρκετά από αυτά τα φαινόμενα μπορεί να είναι παροδικά, καθώς η προσφορά θα επιδιώξει να προσαρμοστεί στην ζήτηση.—όπως για δεκαετία συμβαίνει με τα τρόφιμα.  Άλλα, μπορεί να μην είναι τόσο σοβαρό – όπως για παράδειγμα η «σφιχτή» εφοδιαστική αλυσίδα που στηριζόταν στην άμεση παράδοση– οπότε δεν είχε την ανάγκη να διατηρεί απόθεμα, μπορεί τώρα να «χαλαρώσει» με πολύ μικρή επίδραση στο κόστος.

Το πρόβλημα είναι πως το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα εξακολουθεί να κυριαρχείται από τον καπιταλισμό-καζίνο – όπου η διοίκηση μίας εταιρείας έχει ένα και μοναδικό στόχο: να μεγιστοποιήσει τα κέρδη σε όφελος των μετόχων.

Βέβαια, πολλές εταιρείες παίζουν ένα έξυπνο παιγνίδι δημοσίων σχέσεων και προφασίζονται ότι έχουν κατά νου το συμφέρον της κοινωνίας. Η πρακτική αυτή, γνωστή πλέον ως Greenwashing, συνεπάγεται την υιοθέτηση από την εταιρεία ενός περιορισμένου στόχου – κατά κανόνα που να σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή—και την προβολή του ως απόδειξη κοινωνικής ευθύνης, ενώ στην ουσία συνεχίζεται χωρίς έλεος το κυνήγι για το μέγιστο άμεσο κέρδος.

Εξάλλου, αύξηση που περνά στην αγορά δεν δίνεται πίσω. Ποτέ.

Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος.

Η άλλη αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό. Είναι αρκετές οι χώρες που εμμένουν σ’ αυτήν την πρακτική, στην Ελλάδα πάντως έχει αναδειχθεί ως ένα bras de fere ανάμεσα στην εκάστοτε κυβέρνηση και τα συνδικάτα. Το αποτέλεσμα είναι η άσκηση κοινωνικής πολιτικής κατά το κομματικό δοκούν, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υγεία της επιχείρησης.

Στην περίοδο 1978-1982, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έδιναν αφειδώς αυξήσεις μισθών με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν δεκάδες επιχειρήσεων που δεν άντεχαν την οικονομική επίπτωση της συγκεκριμένης πολιτικής.

Στην ίδια λογική, η αύξηση του κατώτατου μισθού συμπαρέσυρε τις κλαδικές αμοιβές τουλάχιστον στην ίδια άνοδο, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η ιστορία επαναλαμβανόταν και σε επίπεδο επιχείρησης – ανάλογα με τον ιδιωτικό ή δημόσιο χαρακτήρα της, την ύπαρξη ή όχι ισχυρού συνδικάτου, την ευρύτερη σημασία της ή μη στην κοινωνία.

Δεν απαιτείται παρά κοινή λογική για να συνειδητοποιηθεί ότι η συλλήβδην αύξηση του εργατικού κόστους δεν συμβαδίζει υποχρεωτικά με την ικανότητα της επιχείρησης να την καταβάλει. Το αντίθετο μάλιστα. Υπάρχουν επιχειρήσεις που μπορούν να δώσουν αμοιβές πολύ πιο πάνω από τα κατώτατα όρια – και το κάνουν — κι άλλες όπου η οικονομική κατάσταση τους επιβάλει αντίθετα την μείωση του εργατικού κόστους.

Όπως δεν μπορεί να υπάρχει κοινή νομισματική πολιτική ανάμεσα στην Ελλάδα και π.χ. την Γερμανία, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την κατώτατη αμοιβή. Μόνο που εδώ, δεν υπάρχει η δυνατότητα να περάσει το κόστος στον καταναλωτή—οπότε η εταιρεία κλείνει. Οι ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να ακολουθήσουν την τακτική της Procter & Gamble αν κατείχαν την ολιγωπολιακή θέση της. Δεν την κατέχουν όμως, — οπότε η πορεία είναι προς το λουκέτο.

Το λάθος βρίσκεται στην στρεβλή άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Το κράτος δεν πρέπει να καθορίζει τον κατώτατο μισθό αλλά το κατώτατο εισόδημα και να το καταβάλει το ίδιο. Και για να μην ακουστούν τα συνηθισμένα φληναφήματα της δεξιάς ότι έτσι οι τεμπέληδες θα καταστρατηγήσουν το κοινωνικό κράτος, ο καθορισμός και καταβολή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος μπορεί να συνοδεύεται με την όρο ότι όποιος άνεργος αρνηθεί την δουλειά που του προσφέρεται, χάνει το εισόδημα.

Στην οικονομία δεν χωρά η λογική του ενός μεγέθους για όλους. Το δοκίμασε η Ε.Ε. με την Γερμανική νομισματική ορθοδοξία και έφερε την Ευρώπη στο όριο της διάλυσης. Η λογική του κατώτατου μισθού αποτελεί άσκηση κοινωνικής πολιτικής σε βάρος της υγείας της οικονομίας. Αντίθετα, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δημιουργεί την βάση για μία διαφανή, συνεκτική και αποτελεσματική κοινωνική πολιτική.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα το έκανε ποτέ, διότι θέλει να κλείνουν οι επιχειρήσεις. Η Ν.Δ. έχει το θάρρος; Θα έχει κάνει την τομή στην οικονομία. Και, ως παράπλευρη  απώλεια θα έχει αφήσει την αξιωματική αντιπολίτευση ξεγυμνωμένη.

Keywords
Τυχαία Θέματα