Καρδιακή ανεπάρκεια – Η κύρια αιτία απώλειας ποιότητας ζωής

11:52 4/5/2022 - Πηγή: Mononews

Η εβδομάδα 2-8 Μαΐου 2022 πανευρωπαϊκά είναι αφιερωμένη στην Καρδιακή Ανεπάρκεια και στην προσπάθεια ενημέρωσης του κοινού για την πρόληψη, έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της νόσου.

Γιατί όμως δίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε αυτή τη νόσο και γιατί η Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία θέτει ως προτεραιότητα την ενημέρωση πολιτών και ασθενών για την Καρδιακή Ανεπάρκεια;

Η απάντηση έγκειται στο γεγονός ότι η Καρδιακή

Ανεπάρκεια αποτελεί τη συχνότερη αιτία νοσηλειών στις καρδιολογικές κλινικές, αλλά και την κύρια αιτία απώλειας ποιότητας ζωής.

Η συχνότητα της είναι περίπου 1% στα άτομα κάτω των 65 ετών, και αυξάνει προοδευτικά στο 7% σε άτομα 75 έως 84 ετών και στο 15% σε άτομα άνω των 85 ετών.

Πώς θα περιέγραφε κάποιος την Καρδιακή Ανεπάρκεια;

Στην πραγματικότητα τις περισσότερες φορές δεν αποτελεί νόσο μόνη της αλλά είναι η τελική κατάληξη όλων των άλλων καρδιαγγειακών νοσημάτων, δηλαδή της παραμελημένης αρτηριακής υπέρτασης, της μη ελεγμένης χρόνιας αρρυθμίας, της στεφανιαίας νόσου, του σακχαρώδη διαβήτη, παθήσεων των νεφρών, των πνευμόνων και του θυρεοειδούς αδένα, ενώ φλεγμονές του καρδιακού μυός και κληρονομικά νοσήματα μπορεί σπανιότερα να οδηγήσουν επίσης στην εμφάνισή της.

1. Τι είναι η καρδιακή ανεπάρκεια και σε τι οφείλεται;

Καρδιακή ανεπάρκεια είναι η κατάσταση εκείνη που η καρδιά ως μυς αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις ανάγκες του οργανισμού, δηλαδή να εξωθήσει το αίμα που χρειάζονται τα υπόλοιπα όργανα για την θρέψη και λειτουργία τους.

Επειδή το αίμα και το οξυγόνο δεν φτάνουν για να θρέψουν τους μυς και τα όργανα του σώματος, οι μύες κουράζονται και ο ασθενής με καρδιακή ανεπάρκεια εμφανίζει εύκολα κόπωση.

Παράλληλα δεν επιστρέφει αρκετό αίμα στην καρδιά, επειδή η αδύναμη καρδιά δεν μπορεί να το τραβήξει πίσω. Το αίμα που δεν μπορεί να γυρίσει πίσω μαζεύεται στις φλέβες, αυξάνεται η πίεση μέσα σε αυτές, οπότε αρχίζουν να βγαίνουν υγρά στους γύρω ιστούς, κυρίως στα πόδια (οιδήματα- πρήξιμο) και την κοιλιά.

Στην πραγματικότητα τις περισσότερες φορές δεν αποτελεί νόσο μόνη της αλλά είναι η τελική κατάληξη όλων των άλλων καρδιαγγειακών νοσημάτων, δηλαδή της παραμελημένης αρτηριακής υπέρτασης, της μη ελεγμένης χρόνιας αρρυθμίας, της στεφανιαίας νόσου, του σακχαρώδη διαβήτη, παθήσεων των νεφρών, των πνευμόνων και του θυρεοειδούς αδένα, ενώ φλεγμονές του καρδιακού μυός και κληρονομικά νοσήματα μπορεί σπανιότερα να οδηγήσουν επίσης στην εμφάνισή της.

Επίσης η χορήγηση ογκολογικής θεραπείας (χημειοθεραπευτικά/ακτινοβολίες) μπορεί να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια, η οποία συχνά είναι αναστρέψιμη , εφόσον δοθεί έγκαιρα η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή σε μια στενή συνεργασία ογκολόγου με καρδιολόγο.

2. Πώς γίνεται η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας;

Η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας γίνεται από τον ιατρό με το ιστορικό και την φυσική εξέταση, και η επιβεβαίωση από παρακλινικές εξετάσεις όπως ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπερηχοκαρδιογράφημα, ακτινογραφία θώρακα, στεφανιογραφία, μαγνητική τομογραφία καρδιάς και ειδικότερες εξετάσεις αναπνευστικής λειτουργίας εφ όσον κριθούν απαραίτητες.

O βιοχημικός και αιματολογικός έλεγχος μπορεί να αναδείξει παθογόνες καταστάσεις που συμβάλλουν στην εμφάνισης της καρδιακής ανεπάρκειας, ενώ η μέτρηση ειδικών πεπτιδίων στο αίμα βοηθά στον αποκλεισμό καρδιολογικής αιτιολογίας των συμπτωμάτων και σημείων.

3. Μπορεί να παρουσιαστεί σε νεότερους ενήλικες; Ο ρόλος της ηλικίας

Η καρδιακή ανεπάρκεια ευτυχώς δεν είναι συχνή σε μικρές ηλικίες. Η μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης της είναι σε ηλικίες άνω των 65 ετών, καθώς η στεφανιαία νόσος που αποτελεί και την κύρια αιτία της εκφράζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες.

Η συχνότητα της είναι περίπου 1% στα άτομα κάτω των 65 ετών, και αυξάνει προοδευτικά στο 7% σε άτομα 75 έως 84 ετών και στο 15% σε άτομα άνω των 85 ετών.

Σε νεαρούς ενήλικες το κύριο αίτιο καρδιακής ανεπάρκειας είναι οι συγγενείς καρδιοπάθειες που αποτελούν δομικές παθήσεις της καρδιάς από την γέννηση και οι μυοκαρδίτιδες που αποτελούν φλεγμονώδη προσβολή της καρδιάς από ιούς. Στην περίπτωση της μυοκαρδίτιδας η εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας δύναται να συνοδεύει λιγότερο από το 1/3 των περιπτώσεων και σε μεγάλο ποσοστό είναι αναστρέψιμη.

5. Ποια είναι η βασική της διαχείριση;

Η θεραπεία της έγκειται στην θεραπεία της πρωταρχικής νόσου, κυρίως όταν η καρδιακή ανεπάρκεια είναι σε αρχικά στάδια, δηλαδή της αρτηριακής υπέρτασης, παχυσαρκίας, στεφανιαίας νόσου, βαλβιδικής νόσου.

Ανάλογα με το στάδιο και τα συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρκειας τροποποιείται η χορηγούμενη αγωγή, από τα βασικά φάρμακα που βελτιώνουν την καρδιακή λειτουργία όπως οι αναστολείς του άξονα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, οι β αποκλειστές και νεότερα ανάλογα και τα διουρητικά για την ανακούφιση των συμπτωμάτων από την κατακράτηση υγρών, έως την αντιμετώπιση του κινδύνου πρώιμου αρρυθμιολογικού θανάτου με τοποθέτηση ειδικού βηματοδότη-απινιδωτή και την μεταμόσχευση καρδιάς ή την τοποθέτηση συσκευών υποβοήθησης του έργου της καρδιάς στα προχωρημένα στάδια.

Η διατροφή, η ψυχολογική υποστήριξη και η συμμετοχή σε προγράμματα αποκατάστασης που περιλαμβάνουν άσκηση και διαιτητική συμβουλευτική είναι απαραίτητη για τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια αλλά και τους οικείους τους.

Στόχος είναι η ενημέρωση των ασθενών ώστε να γίνουν οι ίδιοι ικανοί να διαχειρίζονται τη νόσο τους, να προλαμβάνουν υποτροπές και να διατηρούν καλή ποιότητα ζωής στον χώρο τους.

Ιδιαίτερα η διατροφή των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια προκαλεί «πονοκέφαλο» στους θεράποντες, μια και οι ασθενείς ενδέχεται να εμφανίζουν πρόωρο αίσθημα κορεσμού και κατά συνέπεια μειωμένο αίσθημα πείνας, εξαιτίας αλλαγών στη γεύση, ενοχλημάτων ναυτίας, δύσπνοιας ή λόγω της ανορεκτικής δράσης διαφόρων βιολογικών παραγόντων που είναι ιδιαίτερα αυξημένοι στον οργανισμό τους εξαιτίας της νόσου..

Επιπλέον, οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια λαμβάνουν μεγάλο αριθμό φαρμάκων, που από μόνη της είναι μια κατάσταση που επηρεάζει τις διατροφικές τους συνήθειες.

Ο περιορισμός του νατρίου (όχι περισσότερο από 2 γρ. ημερησίως) και η πρόσληψη καλίου στη διατροφή (όταν δεν συνυπάρχει νεφρική ανεπάρκεια) αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο στις διατροφικές συστάσεις ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια και είναι από τις πιο συχνές, μη φαρμακολογικές προσεγγίσεις.

Γίνεται φανερό ότι ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο να εκπαιδευθούν οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια στο να διαβάζουν τις ετικέτες των τροφίμων και έτσι να γνωρίζουν πόσο νάτριο, το κάλιο αλλά και τα άλλα θρεπτικά συστατικά περιέχουν τα τρόφιμα που καταναλώνουν.

Η αντιμετώπιση της καχεξίας που συνοδεύει τα προχωρημένα στάδια καρδιακής ανεπάρκειας αντιμετωπίζεται με μέτρηση των αναγκών σε λεύκωμα και ισοζυγισμένη δίαιτα.

Σχετικά με την πρόσληψη λίπους, πρέπει να γίνεται με σύνεση (περίπου το 30% της καθημερινής προσλαμβανόμενης ενέργειας) και να είναι ιδιαίτερα περιορισμένη η «κακή» μορφή του λίπους, δηλαδή το κορεσμένο.

Αντιθέτως, όπως σε κάθε άνθρωπο έτσι και στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια προάγεται η πρόσληψη φυτικών ινών σε ημερήσια βάση (περίπου 25-35 γρ.), ενώ το προσλαμβανόμενο νερό μπορεί να χρειαστεί να μειωθεί σε ασθενείς με σοβαρή υπονατριαιμία (νάτριο

Keywords
Τυχαία Θέματα