Η Ταϊβάν επέδειξε Αντοχή εν μέσω Γεωπολιτικής Αβεβαιότητος

Γράφει ο

Ηλίας Ηλιόπουλος*

Οι κάτοικοι της Ταϊβάν εόρτασαν, τις προάλλες, την άφιξη του Νέου Σεληνιακού Έτους. Τέτοιες ημέρες προσφέρονται, κατά κανόνα, για έναν απολογισμό. Οίκοθεν τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Ήτο το παρελθόν έτος 2022 μία καλή ή μία κακή χρονιά για την νησιωτική πολιτεία;

Η απάντηση φαίνεται δύσκολη, εκ πρώτης όψεως. Μετά βεβαιότητος δύναται να λεχθεί ότι η Ταϊβάν κέρδισε, για πρώτη φορά μετά

από μισόν αιώνα σχεδόν, τόση διεθνή προσοχή αλλά και υποστήριξη. Πράγματι, κατά την διάρκεια της περασμένης χρονιάς, ένας ασυνήθως υψηλός αριθμός αξιωματούχων ξένων Κρατών, Κυβερνήσεων και Κοινοβουλίων επεσκέφθη την Ταϊβάν – περισσότεροι παρά ποτέ άλλοτε. Ηχηρότερες παρά ποτέ ακούσθηκαν δε φωνές συμπαραστάσεως στην Ταϊβάν, προερχόμενες από Κυβερνήσεις αλλά και Κοινοβούλια και πρωτοβουλίες πολιτών άλλων χωρών καθώς και από λοιπά διεθνή fora. Η πρότυπος πολιτεία της Άπω Ανατολής εφάνη να κερδίζει, επί τέλους, διεθνώς, την προσοχή που της αρμόζει και τον σεβασμό που της αξίζει.

Από την άλλη πλευρά, όμως, η στρατηγική αβεβαιότης περί το εγγύς γεωπολιτικόν περιβάλλον της αλλά και το ίδιο το μέλλον της χώρας ήγγισε το ζενίθ, υπενθυμίζοντας στους αφοσιωμένους ερευνητές της Ιστορίας και των Διεθνών Σχέσεων τις Κρίσεις – και παρ’ ολίγον συρράξεις – του Στενού της Ταϊβάν των ετών 1954-55, 1958 και 1995-96.

Βεβαίως, κατά το πρώτον εξάμηνον της παρελθούσης χρονιάς, οι Αρχές της Ταϊβάν εστίασαν την προσοχή τους στην διαχείριση των συνεπειών της επιδημίας COVID-19. Υπενθυμίζομε, παρεμπιπτόντως, ότι η Ταϊβάν υπήρξε η μόνη χώρα της υφηλίου – πλην της Δημοκρατίας της Κορέας (της ευρέως καλουμένης και Νοτίου Κορέας) – η οποία κατόρθωσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς την κρίση εκείνη, αποσπώντας την αναγνώριση και τον θαυμασμό ολοκλήρου του κόσμου (όρα μεταξύ άλλων το άρθρο των Jaron Lanier και E. Glen Weyl, «Taiwan’s initial success against the novel coronavirus is a model for the rest of the world», δημοσιευθέν εις το τεύχος Μαΐου–Ιουνίου 2020 της επιθεωρήσεως «FOREIGN AFFAIRS»).

Μετά ταύτα, η χώρα ήτο και πάλιν έτοιμη να υποδεχθεί ξένους επισκέπτες και όλα εφαίνοντο εξελισσόμενα ομαλώς. Από γεωπολιτικής επόψεως, ωστόσο, η σημαντικώτερη εξέλιξις έμελλε να σημειωθεί διαρκούντος του δευτέρου εξαμήνου του 2022. Τον Αύγουστον της χρονιάς εκείνης, αντιπροσωπεία Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, με επί κεφαλής την τότε Πρόεδρο του Σώματος κυρία Nancy Pelosi, επεσκέφθη την Ταϊβάν.

Ήδη το προανάκρουσμα της επισκέψεως, από των στηλών των «Financial Times», επυροδότησε σειρά οργίλων διαμαρτυριών, προειδοποιήσεων και απειλών από πλευράς της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας – το καθεστώς της οποίας επιμένει να θεωρεί την Ταϊβάν ως επαρχία και μέρος της επικρατείας του, παρά το γεγονός ότι, ιστορικώς, η Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν) ουδέποτε απετέλεσε τμήμα της Κομμουνιστικής Κίνας και, ως εκ τούτου, η τελευταία ουδεμίαν νόμιμον αξίωσιν έχει επί της Ταϊβάν.

Μετά δε το πέρας της επισκέψεως της πρώην Προέδρου και των λοιπών μελών της Αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων στην Ταϊπέϊ, ο Σινικός «Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός» (People’s Liberation Army), όπως είναι η επίσημος ονομασία των Ενόπλων Δυνάμεων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, διεξήγαγε σειράν στρατιωτικών ασκήσεων εις τα θαλάσσια ύδατα πέριξ της Ταϊβάν – με συμμετοχή όλων των Όπλων και με πραγματικά πυρά – οι οποίες ήσαν, τόσον από ποιοτικής όσον και από ποσοτικής επόψεως, η σοβαρώτερη στρατιωτική Απειλή, που εκλήθη να αντιμετωπίσει η Ταϊβάν κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Επηκολούθησε, ως εικός, ζωηρά διαμάχη περί το εάν η επίσκεψις των Αμερικανών αξιωματούχων εμείωσε ή, αντιθέτως, ηύξησε την πιθανότητα στρατιωτικής εμπλοκής και, κατά συνέπειαν, εάν, τελικώς, ωφέλησε ή εζημίωσε την νησιωτική πολιτεία. Αναμφιβόλως, το εάν κινήσεις υψηλού πολιτικού συμβολισμού – ή και, ενδεχομένως, συμβολικές νίκες – είναι προτιμότερες αθορύβων, πλην όμως ουσιωδών, επιτυχιών, παραμένει ένα εκ των ζητημάτων, επί των οποίων διΐστανται οι εκτιμήσεις πολιτικών, διπλωματών και αναλυτών.

Ασχέτως τούτου, όμως, αλλά και ανεξαρτήτως του εάν αποτιμώνται θετικώς ή αρνητικώς διάφορες κατά καιρούς γενόμενες ενέργειες της κυρίας Pelosi – εν συγκρίσει προς τις πολύ ευφυέστερες διπλωματικές κινήσεις του πρώην Υπουργού Εξωτερικών της Κυβερνήσεως Donald Trump, κυρίου Mike Pompeo, φερ’ ειπείν – γεγονός παραμένει ότι η υπό του Πεκίνου εφαρμοσθείσα τακτική εκφοβισμού κατέστη αφορμή για να εκδηλωθεί ένα πρωτοφανές διεθνές κύμα ηθικής αλλά και διπλωματικής και πολιτικής συμπαραστάσεως προς την Ταϊβάν.

Υπό την ως άνω έννοιαν, το γεγονός της επισκέψεως των Αμερικανών αξιωματούχων απετέλεσε, πράγματι, ορόσημον για την Ταϊβάν και την εξέλιξη των σχέσεών της με το διεθνές περιβάλλον. Η εικόνα του γιγαντιαίου [ηπειρωτικού] σινικού Κύκλωπος, απειλούντος να καταβροχθίσει τον λιλλιπούτειον [νησιωτικόν] Οδυσσέα – η οποία επεκράτησε, εν πολλοίς, στα Δυτικά, τουλάχιστον, ΜΜΕ – απεκάλυψε ως και στους καλοπίστους παρατηρητές την αληθή φύση και τις πραγματικές διαθέσεις της ιθυνούσης κομματικής και κρατικής γραφειοκρατικής ελίτ του Πεκίνου και απέδειξε ότι ο ερευνητής Ian Easton είχε δίκαιον, όταν προειδοποιούσε περί του επιθετικού επεκτατισμού του εν λόγω ολοκληρωτικού καθεστώτος. Κυρίως δε η Ταϊβάν ήλθε εις το φως της διεθνούς δημοσιότητος. Το μέλλον της κατέστη αντικείμενον, και δη πρωτεύον, γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών συζητήσεων και διαφωνιών – τόσον δημοσίων όσον και διεξαγομένων κεκλεισμένων των θυρών – στις ΗΠΑ, στην Μεγάλη Βρεττανία, στην ηπειρωτική Ευρώπη, στην Αυστραλία, στην Ιαπωνία, στην Ινδία και αλλαχού.   

Υπό το φως των ανωτέρω εκτεθέντων, εκτιμούμε ότι συντρέχει λόγος συγκρατημένης αισιοδοξίας της Ταϊβάν διά το τρέχον έτος 2023. Η υποδειγματική πολιτεία της Άπω Ανατολής επέδειξε θαυμαστή αντοχή εν μέσω ηυξημένης γεωπολιτικής αβεβαιότητος. Δύναται δε να αναμένεται βασίμως ότι ολονέν περισσότερες χώρες θα στρέφουν τα όμματά των προς το Στενόν της Ταϊβάν, θα θεωρούν δε και θα κρίνουν την Ταϊβάν όχι αποκλειστικώς υπό το στενόν πρίσμα των σχέσεών τους μετά του Πεκίνου αλλ’ επί τη βάσει αυτού που έχει επιτύχει και αυτού που είναι:  ένα Κυρίαρχον Κράτος, διαθέτον ωρίμους δημοκρατικούς θεσμούς, ίδιες Ένοπλες Δυνάμεις, διεθνείς διπλωματικούς εταίρους, πρώτης τάξεως ανθρώπινον δυναμικόν και μίαν εκ των μεγαλυτέρων Οικονομιών του πλανήτου – καθώς και την βούλησιν και αποφασιστικότητα του Λαού και της Ηγεσίας του, όπως διατηρήσουν και προασπίσουν την ελευθερία, τον κώδικα αξιών και τον τρόπον βίου των.

*Ο Καθηγητής κ. Ηλίας Ηλιόπουλος διδάσκει σήμερα στο Τμήμα Τουρκικών και Συγχρόνων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διετέλεσε επί μακράν σειράν ετών Καθηγητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου και του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

The post Η Ταϊβάν επέδειξε Αντοχή εν μέσω Γεωπολιτικής Αβεβαιότητος appeared first on Militaire.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα