Η χιλιετία της αθωνικής Μονής Καρακάλλου

Η χιλιετία της αθωνικής Μονής Καρακάλλου24.09.2018Άρθρα

Η περίοδος ουσιαστικής ακμής αρχίζει στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα, ίσως στα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, αλλά γίνεται ιδιαίτερα εμφανής επί της βασιλείας του διαδόχου του Ανδρονίκου Β'

Από τον
Κρίτων Χρυσοχοϊδη*

Η Μονή Καρακάλλου συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν μονῶν πού ἱδρύθηκαν στά πρῶτα περίπου πενήντα χρόνια ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ ὀργανωμένου κοινοβιακοῦ βίου στόν Ἄθω, πού συμπίπτει μέ τήν ἐκεῖ παρουσία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, και τήν ἵδρυση τῆς Μεγίστης Λαύρας.
Τόσο οἱ ἀπαρχές τῆς

ἴδιας ὅσο καί ἡ προέλευση τῆς ὀνομασίας της παραμένουν ὥς τώρα σκοτεινές, γεγονός πού ὁδήγησε στή δημιουργία θρύλων καί παραδόσεων πού δέν φαίνεται νά βασίζονται σέ κάποια ἱστορική πραγματικότητα. Ἤδη στόν 17ο αἰώνα πρέπει νά εἶχε παγιωθεῖ ἡ παράδοση ὅτι ἱδρυτής τῆς μονῆς ὑπῆρξε ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας τοῦ 3ου αἰώνα Ἀντώνιος Καρακάλλας.

Ἡ προέλευση τῆς ὀνομασίας τῆς μονῆς πιθανότατα πρέπει νά συνδεθεῖ μέ τόν ἐπιθετικό προσδιορισμό τοῦ ἱδρυτοῦ της. Τήν εἰκασία αυτἠ διατυπώνει ἤδη κατά τόν 14ο αἰώνα καί ὁ πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος στόν Βίο τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ Μαρούλη. Ὡστόσο τό ἐπώνυμο Καράκαλ(λ)ος ἤ Καρακαλ(λ)ᾶς, ἀπό ὅσο κατέστη δυνατόν νά διαπιστωθεῖ μετά ἀπό ἔρευνα τῶν πάσης φύσεως βυζαντινῶν πηγῶν, δέν ἀπαντᾶται στούς μέσους βυζαντινούς χρόνους. Τό ἐπώνυμο Καράκαλος μᾶς εἶναι γνωστό μόλις στά τέλη τοῦ 13ου αἰώνα· πρόκειται γιά τόν μητροπολίτη Νικομηδείας Καράκαλο (τό ὄνομά του δέν παραδίδεται), μεταξύ τῶν ἐτῶν 1289 καί 1309.
Ἡ πρώτη μνεία τῆς μονῆς στίς πηγές ἀνάγεται στό 1018-1019, ἔτος κατά τό ὁποῖο ὁ Πρῶτος Νικηφόρος καί ἡ Σύναξη τῶν Καρυῶν ἐπιλύουν τή συνοριακή διαφορά μεταξύ τριῶν γειτονικῶν μονῶν: Λαύρας, Ἀμαλφηνῶν καί Καρακάλλου. Ἀπό τό ἔγγραφο γίνεται σαφές ὅτι ἡ μονή βρίσκεται ἤδη ἐν λειτουργίᾳ καί διαθέτει σημαντική περί αὐτήν ἔκταση, ἡ ὁποία συνορεύει μέ ἐκείνη τῆς Μονῆς τῶν Ἀμαλφηνῶν. Δέν θά ἦταν παράτολμο νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἱδρύθηκε λίγο νωρίτερα, στά τέλη τοῦ 10ου ἤ στά πρῶτα χρόνια τοῦ 11ου αίώνα, καί ἀφιερώθηκε ἐξἀρχῆς στούς πρωτοκορυφαίους Αποστόλους Πέτρο καί Παῦλο, ἄν καί ἡ ἀφιέρωση στούς Ἁγίους Ἀποστόλους μαρτυρεῖται γιά πρώτη φορά σέ ὑπογραφή τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Θεοδούλου τοῦ 1076.

Ἡ ἑπόμενη μνεία της μονῆς πρέπει νά χρονολογηθεῖ περίπου πενήντα ἔτη ἀργότερα, στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ Δ΄ τοῦ Διογένη (1068-1071).
Οἱ πληροφορίες γιά τή μονή στά ἑπόμενα χρόνια καί ὥς τά τέλη τοῦ 13ου αἰώνα εἶναι λιγοστές, καί περιορίζονται κυρίως σέ ὀνόματα ἡγουμένων καί ἐκπροσώπων της πού ὑπογράφουν διάφορα ἔγγραφα, καθώς καί σέ ἀναφορές γεγονότων πού στηρίζονται κυρίως σέ ἁγιολογικές πηγές. Ὡστόσο, τεκμηριώνουν τόν ἀδιάσπαστο καί συνεχή μοναστικό βίο, γεγονός τό ὁποῖο δέν συνάδει μέ διάχυτες ἀτεκμηρίωτες πληροφορίες γιά περιοδικές ἐρημώσεις.

Ἡ Τέταρτη Σταυροφορία τοῦ 1204 θά σημάνει γιά τόν Ἄθω μία περίοδο ὀδυνηρῶν συνεπειῶν, καθώς, πέρα ἀπό τίς διοικητικές καταπιέσεις τῆς λατινικῆς κατάκτησης, Λατίνοι πειρατές λυμαίνονται ἀνενόχλητα τό Ἅγιον Ὄρος, λεηλατοῦν καί ἐρημώνουν μοναστήρια, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τή Μονή Καρακάλλου. Σύμφωνα μέ τούς Βίους τοῦ ἁγίου Σάβα, ἀρχιεπισκόπου Σερβίας καί συνιδρυτοῦ τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου, πού συνεγράφησαν ἀπό τόν Δομεντιανό καί τόν Θεοδόσιο γύρω στά 1204, καί ὁπωσδήποτε μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του ἁγίου Συμεών (πρώην ἡγεμόνος Στεφάνου Νεμάνια), Λατίνοι πειρατές λεηλάτησαν καί ἐρήμωσαν τή μονή αἰχμαλωτίζοντας τόν ἡγούμενο καί ὅλη τήν ἀδελφότητα. Προκειμένου νά σωθοῦν ἀπό βέβαιο θάνατο, ἡ Μονή τῆς Λαύρας δέχθηκε νά καταβάλει τά λύτρα γιά την ἀπελευθέρωση τῶν μοναχῶν, μέ τήν ὑποχρέωση ὅμως ἡ Μονή Καρακάλλου, με ὅλα τά κτήματά της, να καταστεῖ μετόχι τῆς πρώτης. Ὁ ἅγιος Σάβας ἐξόφλησε τά καταβληθέντα λύτρα καί ἀπελευθέρωσε τήν «ἑλληνική αὐτή μονή» ἀπό τήν ἐξάρτηση καί τίς ὑποχρεώσεις ἀπέναντι στή Λαύρα κερδίζοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο αἰώνιο μνημόσυνο γιά τόν ἴδιο καί τούς γονείς του. Ἐπιπλέον προέβη σέ εὐρύτατες ἐπισκευές τῶν κατεστραμμένων κτιρίων.
Μέ τό τέλος τῆς Λατινοκρατίας, τήν ἀνακατάληψη τῶν ἐδαφῶν τῆς Μακεδονίας καί ἀργότερα τῆς Κωνσταντινουπόλεως στά 1261 ἀπό τούς Βυζαντινούς, ἡ μονή φαίνεται νά ἀνακάμπτει σταδιακά.

Ἡ περίοδος οὐσιαστικῆς ἀκμῆς ἀρχίζει στίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 13ου αἰώνα, ἴσως στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαήλ Η´Παλαιολόγου, ἀλλά γίνεται ἰδιαίτερα ἐμφανής ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ διαδόχου του Ἀνδρονίκου Β´, καί ὀφείλεται ἐν πολλοῖς στήν ἰδιαίτερη πνευματική σχέση πού ἀνέπτυξε ἡ μονή μέ τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἅγιο Ἀθανάσιο Α' (1289-1293 καὶ 1303-1309). Ἡ εὐεργετική παρέμβαση τοῦ τελευταίου γιά τήν ἀνάκτηση ἀπολεσθέντων κτημάτων ἤ τήν ἀπόκτηση νέων μνημονεύεται στό χρυσόβουλλο τοῦ Ἀνδρονίκου Β' τοῦ 1294, μέ τό ὁποῖο κατοχυρώνονται οἱ ἰδιοκτησίες τῆς μονῆς. Εἶναι τό πρῶτο ἔγγραφο στό ὁποῖο ἀποτυπώνεται ἡ περιουσιακή κατάσταση τῆς Μονῆς Καρακάλλου.

Τόν 14ον αἰώνα οἱ ἰδιοκτησίες τῆς μονῆς φαίνεται ότι αὐξάνουν σημαντικά. Ἐκτός Ἁγίου Ὄρους, ἡ μονή κατέχει ἀγροτικές ἐκτάσεις (χωράφια) στήν περιοχή τῆς Ἱερισσοῦ. Στήν περιοχή τῆς Θεσσαλονίκης, ἐκτός ἀπό τό μονύδριον τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Ἁγιομαυρίτου, τό ὁποῖο μνημονεύεται γιά πρώτη καί μοναδική φορά στό χρυσόβουλλο τοῦ 1294, ἡ μονή ἀποκτᾶ σημαντικές γεωργικές ἐκτάσεις. Περί τό 1330 ὁ ἡγούμενος Ὑάκυνθος Κεραμεύς ἀγοράζει ἀπό τόν Ἀναστάσιο Δούκα Τορνίκη καὶ τή σύζυγό του Θεοδώρα χωράφια 450 βασιλικών μοδίων στὴν τοποθεσία τοῦ Ἁγίου Θωμᾶ, τὴν ὀνομαζόμενη τοῦ Λιμοϊωάννου, ἔξω ἀπὸ τὸ ἀνατολικὸ μέρος τῆς Θεσσαλονίκης, ἔναντι 250 ὑπερπύρων. Παρά τίς νέες προσκτήσεις σέ διάφορους τόπους, οἱ μεγάλες καί παραγωγικές ἰδιοκτησίες τῆς μονῆς κατά τόν 14ο αἰώνα εἶναι ἐκεῖνες στήν περιοχή ἀνατολικά τοῦ Στρυμόνα καί σέ μέρος τῆς λίμνης τοῦ Ἀχινοῦ.Ἡ ἀκμή τῆς μονῆς κατά τόν 14ο αἰώνα ἀντανακλᾶται καί στή συχνή καί ἐνεργή συμμετοχή τῶν μοναχῶν της στά ἁγιορειτικά δρώμενα, ὅπως τεκμαίρεται ἀπό τίς ἀρχειακές μαρτυρίες, οἱ ὁποῖες παραδίδουν ἰκανοποιητικό ἀριθμό ὀνομάτων ἡγουμένων καί ἄλλων ἐκπροσώπων της.

Ἡ οἰκονομική καί δημογραφική ἄνθηση τῆς μονῆς, ἰδιαίτερα ἐμφανής στά τέλη τοῦ 13ου καί στό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰώνα, συνδέεται μέ τήν ἐκεῖ παρουσία στά ἴδια χρόνια λαμπρῶν πνευματικῶν ἀνδρῶν. Ὁ ἰδιαίτερος δεσμός τῆς μονῆς, στό τελευταῖο τέταρτο τοῦ 13ου αἰώνα, μέ τόν Πατριάρχη ἅγιο Ἀθανάσιο Α´, προδρομική μορφή τοῦ ἡσυχαστικοῦ κινήματος, αὐστηρό ἀσκητή καί ὐπέρμαχο τῆς συνέπειας στήν τήρηση τῶν μοναστικῶν κανόνων, φαίνεται νά διαμόρφωσε τό πνευματικό κλίμα τῆς μονῆς στά ἑπόμενα χρόνια, τό ὁποῖο καί προσήλκυσε μοναστές πού ἐνεφοροῦντο ἀπό τό ἴδιο πνεῦμα. Ἡ σχέση πού ἀνέπτυξε μέ τή μονή πρέπει νά τεθεῖ κατά τή δεύτερη καί σύντομη παραμονή του στό Ἅγιον Ὄρος περί τό 1278, ἡ ὁποία συνέπεσε μέ τίς διώξεις τῶν Ἀθωνιτῶν ἀπό τόν Μιχαήλ Η΄ καί τόν Ἰωάννη Βέκκο, ἐξαιτίας τῆς ἀρνήσεώς τους νά ἀποδεχθοῦν τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν μετά τή Σύνοδο τῆς Λυών. Στόν Βίο τοῦ Ἀθανασίου δέν προσδιορίζεται ὁ τόπος διαμονῆς του (ἀναφέρεται ἀόριστα ὅτι κατετρύφα... ταῖς ἐρημίαις τοῦ Ἄθω), ὡστόσο τό προοίμιο τοῦ χρυσοβούλλου τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου τοῦ 1294 εἶναι περισσότερο διαφωτιστικό γιά τό θέμα. Σέ αὐτό ἀναφέρονται οἱ πολλαπλές εὐεργετικές παρεμβάσεις τοῦ Πατριάρχη πρός τόν αὐτοκράτορα γιά τήν ἔκδοση διαταγμάτων ὑπέρ τῆς Μονῆς Καρακάλλου, στήν ὁποία παλαιότερα διέμεινε (ἐν ᾗ καὶ πρώην τὰς διατριβὰς ποιούμενος ἦν).

Ἡ μαρτυρία τοῦ ἐγγράφου πρέπει νά εἶναι ἀκριβής, ἐφόσον, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ εὐσεβής αὐτοκράτορας διατηροῦσε στενή φιλική σχέση μέ τόν Ἀθανάσιο καί γνώριζε προσωπικά τόν πρότερο μοναστικό βίο του. Πρίν ἀπό τό 1310 ἐγκαταβιώνει στή μονή ὁ μοναχός Ὑάκινθος Κεραμέας, γόνος τῆς ἀριστοκρατικῆς οἰκογένειας τῶν Κεραμέων ἀπό τή Θεσσαλονίκη καί συγγενής τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ Μαρούλη, μολονότι δέν εἶναι ἀκριβῶς γνωστή ἡ μεταξύ τους συγγένεια. Ὁ Ὑάκινθος, ἡγούμενος γιά περίπου 23 χρόνια (1310-1333), ἐπηρέασε βαθύτατα τήν τύχη τῆς μονῆς στήν ἐποχή του. Ὁ Βίος τοῦ ἐπίσης Θεσσαλονικέως ἁγίου Γερμανοῦ, γραμμένος ἀπό τόν παλαιό Ἁγιορείτη Πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο, εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικός γιά τίς σχέσεις μέ τούς μεγάλους ἀσκητές τῆς ἐποχῆς ἀλλά καί τό ἡσυχαστικό κλίμα πού ἐπικρατοῦσε στή μονή. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος καί μέλη τῆς οἰκογενείας του, ὅπως ὁ ἀδελφός του Ἀνδρόνικος Μαρούλης καί ὁ γιός του Ἰωάννης, συνδέονταν μέ τή μονή. Ὁ Ἀνδρόνικος μάλιστα ἐκάρη ἀργότερα μοναχός, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης θεραπεύθηκε ἀπό τόν ἅγιο θεῖο του, ὅταν ἀσθένησε βαρύτατα στή μονή. Ὁ συνασκητής τοῦ Γερμανοῦ, κοντά στόν πνευματικό γέροντα Ἰωάννη, ἱερομόναχος ὀνόματι Πεζὸς, ὑπῆρξε ἀδελφός τῆς μονῆς, ἐνῶ καί ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος διατηροῦσε στενές σχέσεις μέ τόν ἡγούμενο Ὑάκινθο. Στή μονή πιθανόν νά ἐφησύχαζε περί τό 1324 καί ὁ πρώην μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Μαλαχίας. Ὁ Μαλαχίας, «ἀνὴρ ἀσκητικώτατός τε καὶ κατὰ πάντα σπουδαῖος», ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Πατριάρχου Ἀθανασίου καί πνευματικός πατέρας τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ, ἐνῶ πρίν ἀπό τήν ἀνάρρησή του στόν θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης χρημάτισε ἡγούμενος στή Μεγίστη Λαύρα περί τό 1305. Τήν ἴδια ἐπoχή στή σκήτη τῆς Γλωσσίας, ἡ ὁποία πρέπει νά τεθεῖ στά ὅρια τῆς Μονῆς Καρακάλλου, ἐγκαταβίωσε γιά δύο ἔτη (1322-1324) ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κοντὰ στὸν ἀσκητὴ Γρηγόριο τὸν Δριμύ. Ἡ ἀποχώρησή τους πρός ἀσφαλέστερους τόπους ἀποδίδεται στίς συχνές ἐπιδρομές πειρατῶν.

Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ πεπαιδευμένοι μοναχοί πού ἐγκαταβιώνουν στή μονή τήν ἐποχή αὐτή ἀναπτύσσουν καλλιγραφικές δραστηριότητες, ὅπως ὁ μοναχός Ἰσαάκ, χορηγός καί ἀντιγραφέας πολυτελοῦς Εὐαγγελίου, τό ὁποῖο καί προσήλωσε στή μονή στά 1290.
Γιά τό οἰκοδομικό συγκρότημα τῆς μονῆς κατά τή βυζαντινή περίοδο δέν διαθέτουμε πληροφορίες, ἐφόσον τίποτε δέν ἔχει διασωθεῖ. Γνωρίζουμε μόνον ἀόριστα τίς ἐπισκευές πού ἔγιναν μετά τήν ἐπιδρομή Λατίνων πειρατῶν περί τό 1204 μέ χορηγία τοῦ ἁγίου Σάβα τοῦ Χιλανδαρινοῦ. Ἐξαίρεση πιθανόν ἀποτελεῖ ὁ πύργος τοῦ ἀρσανᾶ τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μέ τήν ἔρευνα προϋπῆρχε τῶν οἰκοδομικῶν ἐργασιῶν τοῦ 1534.

Τό 1424 τό Ἅγιον Ὄρος πέρασε ὁριστικά στήν ὀθωμανική ἐπικράτεια. Ἡ νέα πολιτική Αρχή ἀναγνώρισε ἀρχικά τό ὑφιστάμενο ἰδιοκτησιακό καθεστώς καί τά κεκτημένα προνόμια τῶν μονῶν. Ἡ νέα ὅμως πραγματικότητα δέν μποροῦσε νά συγκριθεῖ μέ τήν ἀπελθοῦσα περίοδο τῆς χριστιανικῆς βασιλείας.

* Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών/ Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών

Keywords
Τυχαία Θέματα