Οι χωρισμένοι Κράτους- Εκκλησίας δε γιορτάζουνε ποτέ

Η συμφωνία Τσίπρα- Ιερώνυμου είναι οπωσδήποτε ιστορική, όμως επιδέχεται βεβαίως κριτικής. Χωρισμός Εκκλησίας- Κράτους φυσικά και δεν είναι, ούτε το ισχυρίστηκε ποτέ επισήμως αυτό κανείς από την κυβέρνηση. Είναι ένα πρώτο βήμα έστω προς τη σωστή κατεύθυνση;

Ο Νίκος Φίλης (που τέτοιες ημέρες πριν από δύο χρόνια έβλεπε την έξοδο από την κυβέρνηση εν μέσω αντιδράσεων της Εκκλησίας για το μάθημα των Θρησκευτικών) έχει ένα δίκιο: Η συμφωνία αυτή ευνοεί την Εκκλησία. Αλλιώς φυσικά δε θα γινόταν αποδεκτή από τον Αρχιεπίσκοπο και μάλιστα με ευχαριστίες. Οι υποστηρικτές της συμφωνίας λένε ότι

αποτελεί το πρώτο βήμα ώστε σταδιακά και ομαλά να προχωρήσει η περαιτέρω διάκριση ρόλων. Αλλά χωρίς καυγάδες με την Εκκλησία βέβαια.

Άλλωστε ακόμη και ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε πίσω το 1987 μπροστά στην αντίδραση της Εκκλησίας στο νομοσχέδιο Τρίτση για την εκκλησιαστική περιουσία. Το ΠΑΣΟΚ μετά την "Αλλαγή" το 1982 είχε ξεκινήσει διάλογο για την εκκλησιαστική περιουσία, ο οποιος διεκόπη και στη συνέχεια η κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο το οποίο πήρε πίσω. Διότι η Εκκλησία δεν δεχόταν την εκμετάλλευση των τεράστιων αγροτικών εκτάσεων της, με απόδοση στο ταμείο της μέρους των κερδών.

Ένα σημείο κριτικής στην τωρινή συμφωνία ειναι ότι αποδέχεται τη σύνδεση που η Εκκλησία έκανε μεταξύ της μισθοδότησης των ιερέων από το δημόσιο με την εκκλησιαστική περιουσία που είχε απαλλοτριωθεί και τα περιουσιακά στοιχεία που η Εκκλησία θεωρούσε αμφισβητούμενα ενώ το κράτος δεν δεχόταν ότι αποτελούν εκκλησιαστική περιουσία (δεν θα σχολιάσουμε καν ότι αποδείξεις ιδιοκτησίας κατά την Εκκλησία αποτελούν χρυσόβουλα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Η συμφωνία αναφέρεται στην απαλλοτρίωση εκκλησιαστικής περιουσίας το 1939, όμως η μισθοδοσία των ιερέων από το κράτος προβλέφθηκε πρώτη φορά το 1945 με αντιστάθμισμα την είσπραξη του 25% των τακτικών εσόδων των ενοριακών ναών από το δημόσιο. Το 1956 αυτη η εισφορά επεκτάθηκε σε πάσης φύσεως έσοδα, το 1968 αυξήθηκε και το 2004 ο κατά τα λοιπα εκσυγχρονιστής Σημίτης που θα εξευρωπάιζε τη χώρα την κατήργησε.

Η Εκκλησία πάντως διαχρονικά αντιδρούσε σε κάθε σκέψη κατάργησης της μισθοδότησης των ιερέων από το κράτος, με το επιχείρημα της περιουσίας της που απαλλοτριώθηκε. Το 1952 πάντως οπότε και συνέβη η μεγαλύτερη μεταβίβαση εκκλησιαστικής περιουσίας στο κράτος,η Εκκλησία είχε πάρει ανταλλάγματα και το θέμα της μισθοδοσίας δε συνδεόταν με την εκκλησιαστική περιουσία. Τότε η Εκκλησία έδωσε χορτολιβαδικές εκτάσεις και πήρε σε αντάλλαγμα και ακίνητα εντός του αστικού ιστού.

Στο ΤΑΕΠ μπαίνουν τα αμφισβητούμενα περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή το κράτος αποδέχεται δικαιώματα της Εκκλησίας σε αυτά, με αντιστάθμισμα ότι θα εισπράττει τα μισά από τα κέρδη του Ταμείου. Επιπλέον οι ιερείς παύουν να ειναι δημόσιοι υπάλληλοι και τη μισθοδοσία τους αναλαμβάνει η Εκκλησία, αλλά από επιδότηση που θα της δίνει το κράτος. Το θετικό είναι, λένε οι υποστηρικτές της συμφωνίας, πως στο εξής εάν η Εκκλησία θέλει να αυξήσει το αριθμό των ιερέων πχ θα πρέπει η ίδια να δει πως θα καλύψει το κόστος. Δε θα μπορεί δηλαδή πια να προσλαμβάνει ιερείς και να ζητά από το κράτος το λογαριασμό.

Εάν όμως η Εκκλησία είναι κερδισμένη από τη συμφωνία, γιατί αντιδρούν οι απλοί ιερείς; Διότι σε αυτό έχει ένα δίκιο το ΚΙΝΑΛ: Οι απλοί ιερείς θα είναι πλέον έρμαιο στα χέρια των Μητροπολιτών τους, οι οποίοι θα μπορούν να τους απολύουν κατα το δοκούν, να αλλάζουν τη μισθολογική τους κατάσταση και γενικά θα έχουν τον έλεγχο. Ερμαιο στα χέρια των εργοδοτών τους βέβαια είναι και οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, με μονη προστασία τη συλλογική τους δράση και την όποια ελάχιστη ασπίδα της εργατικής νομοθεσίας. Το ερώτημα είναι κατά πόσον θα χύσει δάκρυα η κοινωνία για τους ιερείς που πλην φωτισμένων εξαιρέσεων δεν αντέδρασαν στα όσα συνέβησαν κατά τα χρόνια της κρίσης. Οταν δε θυμόμαστε κανείς ποτέ, ακόμη και εκ των μεταρρυθμιστών, να έθεσε ζήτημα για τη μείωση του δημοσίου δια της μειώσεως του αριθμού των παπάδων.

Η συμφωνία είναι ένας συμβιβασμός λοιπόν, που οπωσδήποτε δεν φέρνει σε καθόλου δύσκολη θέση την Εκκλησία. Αν και φέρνει σε δύσκολη θέση τη ΝΔ, η οποια δεν μπορεί να στραφεί κατά του Αρχιεπισκόπου, δε μπορεί να αγνοήσει όμως και το κεντρώο φιλελεύθερο ακροατήριο της και σε κάθε περίπτωση αντέδρασε στις κυβερνητικές εξαγγελίες για 10.000 προσλήψεις στο δημόσιο στη θέση των ιερέων μετά το 2020 και εφόσον η μισθοδοσία καλύπτεται από τα έσοδα του Ταμείου. Ο Μητσοτάκης επέλεξε να μείνει πιστός στη γραμμή λιγότερο κράτος, ακόμη και εάν η δυνατότητα προσλήψεων μπορεί να έπεφτε πάνω σε δική του διακυβέρνηση.

Οι "ρεαλιστές" υπερασπίζονται αυτό το συμβιβασμό με την Εκκλησία, ενθυμούμενοι προφανώς τα παθήματα προηγούμενων κυβερνήσεων. Καλύτερα σου λένε να μοιράσουμε τα κέρδη από την περιουσία αντί να τσακωνόμαστε για αυτή και να ανακόψουμε πιθανές περισσότερες δαπάνες για μισθούς ιερέων στο μέλλον, αντί να κληθεί η Εκκλησία να τις πληρώσει απο την τσέπη της, εφόσον το ποσοστό που πλήρωνε στο δημόσιο έχει καταργηθεί.

Στην ίδια λογική κάλλιο να τροποιποιήσουμε το άρθρο 3 με αναφορά σε θρησκευτική ουδετερότητα (που κι αυτή προκάλεσε αντιδράσεις), αφού δε θα βρεθεί ούτως ή άλλως η πλειοψηφία για την κατάργηση του.

Κάποτε όμως να γίνουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεου τω Θεώ, αντί να παριστάνουμε ένα ντεμέκ Βυζάντιο σε αυτή τη χώρα.

Keywords
Τυχαία Θέματα