Γιώργος Κασόλας: Ο προτελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στη χώρα μας

Ο 58χρονος Γιώργος Κασόλας ήταν ο προτελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στη χώρα μας, πριν από τον Βασίλη Λυμπέρη. Την ιστορία του τελευταίου θανατοποινίτη παρουσιάζει το site astinomiko.gr

Τι απόψη είχε η κοινή γνώμη για την εκτέλεσή του; «Δικαιολογημένη», έλεγε τότε ο κόσμος. Είχε βιάσει την ίδια του την κόρη ένα καλοκαίρι στο χωριό, αλλά η οικογένειά του δεν είπε κουβέντα γιατί έτρεμε στην ιδέα «τι θα πει η γειτονιά». Προσπάθησε

και πάλι να της επιτεθεί με ανήθικο σκοπό, στο σπίτι τους στο Περιστέρι, αλλά υποσχέθηκε να μην το ξανακάνει και όλα ξεχάστηκαν. Όμως η τρίτη φορά ήταν και η μοιραία για την 20χρονη Ειρήνη Κασόλα. Την ώρα που η μητέρα της είχε πάει για ψώνια στη λαϊκή, ο πατέρας της άρχισε πάλι τα ίδια. Και όταν εκείνη αντέδρασε, την έσφαξε με ένα σουγιά στην κουζίνα του σπιτιού τους. Η δικαιοσύνη τον έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα…

Ο Γιώργος Κασόλας εργαζόταν ως νυχτοφύλακας στα ναυπηγεία και έμενε με τη σύζυγό του Ευαγγελία και τα οκτώ παιδιά τους στην οδό Παλλαντίου 2 στο Περιστέρι. Έπινε σχεδόν κάθε βράδυ και επέστρεφε στο σπίτι μεθυσμένος, σηκώνοντας τη γειτονιά στο «πόδι». Έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία στην κόρη του Ειρήνη, την χάιδευε συνέχεια και δεν την άφησε να σπουδάσει «γιατί έπρεπε να μείνει στο σπίτι και να βοηθάει τη μάνα της στις δουλειές». Έπαιρνε μόνο εκείνη όταν πήγαινε για ιαματικά λουτρά, «για να τον περιποιείται». Όλα αυτά δεν πέρασαν απαρατήρητα από την σύζυγό του. Μια μέρα κοίταξε από την κλειδαρότρυπα στο δωμάτιο όπου είχε κλειστεί με την Ειρήνη και είδε ότι της έκανε άσεμνες χειρονομίες. Πήγε στην Αστυνομία, έγιναν συστάσεις στον πατέρα και εκείνος υποσχέθηκε ότι ήταν η τελευταία φορά. Όμως, δεν ήταν…

Στις 6 Ιουλίου 1970 ο 58χρονος νυχτοφύλακας πλησίασε την 20χρονη κόρη του από πίσω, την ώρα που έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα και προσπάθησε να της βγάλει τα ρούχα. Ήταν μόνοι τους στο σπίτι. Η κοπέλα αντέδρασε, έβαλε τις φωνές και τον έσπρωξε. Ξαφνικά εκείνος τράβηξε σουγιά και την μαχαίρωσε στο λαιμό, κόβοντάς της την καρωτίδα. Η κοπέλα έπεσε νεκρή στο πάτωμα. Την ώρα εκείνη η σύζυγός του επέστρεφε από τη λαϊκή. Τον βρήκε αναστατωμένο, χωρίς το πουκάμισό του και την «πλημμύρισε» ένα κακό προαίσθημα. Άρχισε να φωνάζει την κόρη της, αλλά εκείνη ήταν νεκρή…
Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι ήπιε εντομοκτόνο για να αυτοκτονήσει και τον πήγαν στο νοσοκομείο. «Όλα είναι βγαλμένα από το μυαλό της γυναίκας μου, επειδή της κάνω συχνά παρατηρήσεις», είπε στην προανακριτική απολογία του, όταν πήρε εξιτήριο την επόμενη ημέρα. «Οι συκοφαντίες της, που δεν μπορούσα πλέον να ανεχθώ, αλλά και οι απειλές της κόρης μου ότι θα φύγει από το σπίτι με οδήγησαν στο έγκλημα». Όταν οι αστυνομικοί του ζήτησαν να θυμηθεί λεπτομέρειες, ήταν λακωνικός: «Δεν θυμάμαι, είχα πιει».

Ο μεγαλύτερος γιος του, Χρήστος, υπηρετούσε στην Πολεμική Αεροπορία σε μονάδα της Κρήτης. Έφυγε άρον – άρον για την Αθήνα και ήταν από τους πρώτους που κλήθηκαν για κατάθεση. «Και πριν από δύο μήνες είχε επιτεθεί στην αδελφή μου», είπε. «Απευθυνθήκαμε στο Αστυνομικό Τμήμα και του έγιναν συστάσεις. Ισχυρίστηκε ότι ήταν μεθυσμένος, ζήτησε συγνώμη και υποσχέθηκε ότι δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Δεν είχα ακούσει την αδελφή μου να λέει ότι θα φύγει από το σπίτι, αλλά και να το είπε, δίκιο θα είχε. Η ζωή στο σπίτι ήταν μαρτύριο εξαιτίας του πατέρα μου, που έπινε και έκανε φασαρία». Παρόμοια ήταν και κατάθεση της συζύγου του, Ευαγγελίας Κασόλα: «Η Ειρήνη μου είχε εκμυστηρευτεί κλαίγοντας ότι της είχε επιτεθεί με ανήθικους σκοπούς. Έκρυβε από ντροπή το πρόσωπό της όταν μου μιλούσε. Μετά τις συστάσεις στον πατέρα της από τους αστυνομικούς, μου υποσχέθηκε ότι εάν ξαναγινόταν θα μου το έλεγε αμέσως. Όμως, όποτε πήγαινα για ψώνια και την άφηνα μόνη στο σπίτι, άρχιζαν ξανά τα ίδια…».

Ο παιδοκτόνος προφυλακίστηκε και η δίκη του ορίστηκε για τις αρχές Φεβρουαρίου 1971 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών. Ο ίδιος ομολόγησε με ψυχραιμία ότι σκότωσε την κόρη του επειδή ήθελε να φύγει από το σπίτι, αλλά αρνήθηκε ότι την είχε βιάσει. Όμως τα παιδιά και η σύζυγός του τον διέψευσαν. Κατέθεσαν ότι είχε βιάσει την Ειρήνη στο χωριό, την Ανάληψη Τριχωνίδας, αλλά δεν έμαθε κανείς τίποτα, για να μην τον εκθέσουν… Η Ευαγγελία Κασόλα είπε ότι τη μοιραία ημέρα είχε πάει στη λαϊκή, αφήνοντάς την Ειρήνη στο σπίτι μαζί με δύο από τα αδέλφια της. Όμως ο πατέρας τα έδιωξε για να πάνε να βοηθήσουν τη μάνα τους με τα ψώνια. «Μόλις τα είδα στην αγορά, άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια», είπε. «Επέστρεψα βιαστικά στο σπίτι και άρχισα να φωνάζω την Ειρήνη. Όμως δεν πήρα απάντηση. Βγήκε τότε ο κατηγορούμενος ξυπόλητος, χωρίς το πουκάμισο και μου είπε “μη φωνάζεις, θα έρθει το 100”. Μαζί με γείτονες, που είχαν αναστατωθεί από τις φωνές μου, ξεκλειδώσαμε την πόρτα της κουζίνας και είδαμε το παιδί μου πλημμυρισμένο στο αίμα, με σκισμένα εσώρουχα. Ο κακούργος το έσφαξε γιατί δεν του έκανε τα κέφια…».

Όταν έφτασε η ώρα της απολογίας, ο Γιώργος Κασόλας επανέλαβε ότι θόλωσε το μυαλό του, επειδή η Ειρήνη ήθελε να φύγει από το σπίτι και η οικογένειά του τον είχε απαξιώσει. Ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν τίποτα από τη σκηνή του φόνου, αλλά όταν ο πρόεδρος επισήμανε ότι τα είχε ομολογήσει όλα κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και τον κάλεσε να μην παίζει με τη νοημοσύνη του δικαστηρίου, είπε: «Την έσφαξα, αλλά δεν θυμάμαι λεπτομέρειες». Το δικαστήριο τον καταδίκασε στην ποινή του θανάτου. Η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε και στις 26 Ιουνίου 1972 εκτελέστηκε στον Άγιο Ιωάννη Κέρκυρας.

πηγή: astinomiko.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα