«Ο Ιρλανδός» – Ένα υπαρξιακό αντίο στα γκανγκστερικά όπλα

Μετά από μία έντονη συζήτηση κόντρα στη Marvel για το τι είναι σινεμά, ο Μάρτιν Σκορσέζε επιστρέφει, με τη βοήθεια του Netflix  με τη νέα του ταινία, τον «Ιρλανδό», στο αγαπημένο του θέμα, τους γκάγκστερς. Μαζί με αυτόν επιστρέφει στο είδος η ίσως πιο εμβληματική του τριάδα ηθοποιών, ο Ρόμπερτ Ντενίρο, ο Αλ Πατσίνο και ο Τζο Πέσι, κάτι που καθιστά την ταινία αυτόματα κλασικού ύφους.

Όμως ο «Ιρλανδός»

μετά από τόσα χρόνια απόστασης του σκηνοθέτη από το είδος, και τη συνολική αλλαγή οπτικής της ίδιας της κοινωνίας απέναντι στο ίδιο το θέμα και τις μορφές απεικόνισης του, δεν είναι απλά μία ακόμα στιλάτη ταινία για τους εγκληματίες του παρελθόντος. Είναι, πολύ περισσότερο, ένα συνειδητό αντίο σε εποχές περασμένες, σε κρίσεις και αξίες μιας άλλης εποχής η οποία έχει πλέον σβήσει οριστικά. Και, ίσως πάνω από όλα αυτά, είναι η συνειδητοποίηση ότι τελικά, οι  υποσχέσεις του αμερικάνικου ονείρου, που οδήγησαν σε τόσο πόνο και θάνατο ίσως να ήταν ψεύτικες…

Η ταινία βασίζεται στο βιογραφικό βιβλίο «Άκουσα πως Βάφεις Σπίτια» του Τσαρλς Μπραντ και αποτελεί το χρονικό όχι κάποιου εργαζόμενου, αλλά του ιρλανδού μικρομαφιόζου Φρανκ Σιράν.

Η ταινία ακολουθεί τον Σιράν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. με όλη του την σκληρότητα, έως τις σχέσεις του με την τοπική μαφία  και από εκεί με τον ισχυρότερο συνδικαλιστής της περιόδου 1950- 1960, τον Τζίμι Χόφα, με όλη την απότομη βία, τις πολύπλοκες διαπροσωπικές σχέσεις και τους ανδρικούς κώδικες τιμής και συμπεριφοράς, την καθήλωση πλάνων και το voice over που μπορεί να περιμένει κανείς από μια παραδοσιακή ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε. Είναι όλα εδώ και ακόμα παραπάνω.

Το έργο τεχνικά ξεκινά χρησιμοποιώντας μία αμφιλεγόμενη τεχνική, το ψηφιακό de-aging του Ντενίρο προκειμένου ο 76χρονος Ντενίρο να υποδυθεί τον 30χρονο εαυτό του. Όταν γυρίζει στην Αμερική κάνει διάφορες δουλειές μέχρι που συναντά την επιβλητική φιγούρα του Ράσελ Μπαφαλίνο (του τρομακτικού, αν και γερασμένου Τζο Πέσι) ο οποίος τον παίρνει υπό την προστασία του και τον εισάγει σε έναν κόσμο βίας, θανάτου και μόνιμου κυνηγιού χρημάτων και ευτυχίας, πάντα πιστός στο αμερικάνικο όνειρο.

Όμως, όσο η ταινία προχωρά, βλέπουμε ότι το ίδιο το αμερικάνικο όνειρο, στη πλέον συντηρητική του μορφή, αυτής των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1950, είναι κάλπικο. Υπόσχεται ευτυχία, αλλά τελικά προσφέρει μια αποκτήνωση απέναντι στη βία και την εκμετάλλευση. Υπόσχεται οικογενειακή θαλπωρή, αλλά τελικά υποβιβάζει τις γυναίκες σε τρόπαια και την ίδια την οικογένεια σε μια κατάσταση ομηρίας και φοβισμένης συνύπαρξης. Ο αυστηρός θρησκευτικός τόνος του σκηνοθέτη παραμένει διάχυτος σε όλη την ταινία, υποσχόμενος μια κάθαρση η οποία όμως ποτέ δεν παραδίδεται, τουλάχιστον ολοκληρωμένη.

Από τις μηχανορραφίες του Μπαφαλίνο μέχρι τις ίντριγκες ενός μαφιόζικου συνδικαλισμού, ο οποίος εδώ προσωποποιείται  από τον Τζίμι Χόφα του Αλ Πατσίνο, βλέπουμε, με ένα μαύρο, βιτριολικό, χιούμορ όλες τις διασυνδέσεις των δύο πλευρών της Αμερικής, των ανώτερων πολιτικών με τους κατώτερους εγκληματίες, τη CIA με τη δικαιοσύνη και τα σχέδια για πραξικοπήματα στη Λατινική Αμερική (επίπονα επίκαιρο, δεδομένης της κατάστασης στη Βενεζουέλα και τη Βολιβία).

Όλα χωράνε, όλα είναι απαραίτητα για να φτιαχτεί το μεγάλο όνειρο που λέγεται αμερικάνικος καπιταλιστικός ατομικισμός. Και όλες οι καταστροφές που αυτός επιφέρει είναι τόσο φυσικά αναμενόμενες, όσο οριστικές και αναπόδραστες.

Και είναι σε αυτό το έωλο πέρασμα του χρόνου, παρά τα 209 λεπτά διάρκειας της ταινίας, που η μελαγχολική συνειδητοποίηση έρχεται στους γερασμένους πια μαφιόζους, που η ίδια τους η ιστορία και οι μηχανορραφίες τους ξεπέρασαν.

Αυτό που απομένει είναι άνδρες αδύναμοι, αποξενωμένοι από την οικογένεια που κρατούσαν σχεδόν όμηρο με τη σιωπηλή τους βία.  Άνδρες που φοβούνται τον θάνατο, που φοβούνται να κοιμηθούν με την πόρτα κλειστή. Η μόνη τους παρηγοριά είναι οι μοναχικές προσευχές, χωρίς όμως να αισθάνονται καθόλου τύψεις για τη ζωή τους, αφού αυτή τους στέρησε τη δυνατότητα να νιώθουν. Ακόμα και αν σκότωσαν φίλους ή ανθρώπους που δεν τους άξιζε.

«Δεν υπάρχει πια κανείς», λένε οι αστυνομικοί στον γερασμένο και ετοιμοθάνατο Σίραν και τότε φαίνεται πως ακόμα και αν ο καπιταλισμός υποσχέθηκε δύναμη και σχέσεις με την κορυφή, αυτή η ίδια ποτέ δεν νοιάστηκε για τους από κάτω της. Και ο ίδιος ο χρόνος δε νοιάστηκε για αυτή, μειώνοντας τη σε μια υποσημείωση της ιστορίας.

Ο Σκορσέζε αναμειγνύει όλα αυτή τη θλίψη με μια σκωπτική αλλά και φιλοσοφική διάθεση. Πολύ μακριά από τις κουλ μορφές των «Καλών Παιδιών», παραδίδει το δικό του αντίο στο είδος που αγάπησε και υπηρέτησε, αφήνοντας τις μορφές των χαρακτήρων του.

Αν και κυκλοφορήσει στο Netflix αργότερα μέσα στον μήνα, ο Σκορσέζε αξίζει την κινηματογραφική αίθουσα. Μη σας αποθαρρύνει η μεγάλη του διάρκεια…

Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε

Σενάριο: Στιβ Ζιλάν

Διανομή στην Ελλάδα: Οdeon

Νίκος Γιακουμέλος

Πηγή: «Ο Ιρλανδός» – Ένα υπαρξιακό αντίο στα γκανγκστερικά όπλα - altsantiri

Keywords
Τυχαία Θέματα