Η ΕΕ ενώπιων κρίσιμων προκλήσεων

Η ΕΕ αντιμετωπίζει ίσως τις πιο κρίσιμες προκλήσεις από την ίδρυσή της. Αναμφίβολα, πρέπει να λάβει σημαντικές αποφάσεις που θα καθορίσουν την πορεία της στο μέλλον. Αυτές περιλαμβάνουν ζωτικής σημασίας οικονομικά και πολιτικά θέματα καθώς και ζητήματα ασφαλείας. 

Αξιολογώ την ιστορική πορεία της ΕΕ διαχωρίζοντάς την σε τρία μέρη.

Πρώτον, από τη δεκαετία του 1950 έως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την επανένωση της Γερμανίας.

Δεύτερον, από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 έως την εισαγωγή του ευρώ.

Τρίτον, από τις αρχές του 21ου αιώνα έως σήμερα. Κατά την πρώτη περίοδο

επετεύχθησαν οι στόχοι της ΕΟΚ/ΕΕ: συμφιλίωση, ειρήνη, οικονομική ανάπτυξη, ευημερία και ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία τελικά διαλύθηκε. Παράλληλα, η ΕΟΚ/ΕΕ άρχισε να προβάλλεται ως παγκόσμια δύναμη (με ήπια ισχύ). Η δεύτερη περίοδος χαρακτηρίστηκε από τον στόχο της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Τα αποτελέσματα ήταν ανάμεικτα. Συγκεκριμένα, καθώς προχωρούσε η οικονομική ενοποίηση παρατηρήθηκαν σοβαρές περιπτώσεις κοινωνικής συρρίκνωσης σε αρκετές χώρες. Για παράδειγμα, το κράτος πρόνοιας επηρεάστηκε σοβαρά σε πολλά κράτη. Στην τρίτη περίοδο, η οποία δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, η ΕΕ αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις και οι επιδόσεις της δεν είναι ικανοποιητικές. Θα μπορούσε να είχε υπάρξει καλύτερη διαχείριση της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας COVID-19. Και ενώ η Ευρώπη και ο κόσμος ανέμεναν μια πιο αισιόδοξη πορεία, προέκυψε μια νέα μεγάλη  κρίση με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Θα έλεγα ότι με ισχυρή ευρωπαϊκή ηγεσία ο πόλεμος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. 

Η ΕΕ καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα κρίσιμες προκλήσεις. Και για να το πράξει πρέπει να πάρει σημαντικές αποφάσεις. Είναι ουσιώδες να ληφθεί υπ’ όψιν ότι το υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό υπόδειγμα της ΕΕ δεν έχει οδηγήσει σε ικανοποιητικά αποτελέσματα. Η οικονομική μεγέθυνση στην ΕΕ είναι πολύ χαμηλότερη απ’ αυτή των ΗΠΑ και της Κίνας. Πράγματι, στην ΕΕ τα τελευταία χρόνια υφίστανται πολύ χαμηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης καθώς και υψηλές τιμές. Ο στασιμοπληθωρισμός φαίνεται να επανεμφανίζεται και ενδέχεται να επηρεάσει τις ευρωπαϊκές οικονομίες τα επόμενα χρόνια. 

Επιπλέον, η ανισότητα αυξάνεται. Οι νεότερες γενιές αντιμετωπίζουν πολλαπλές προκλήσεις, περιλαμβανομένου του υψηλού κόστους στέγασης. Η Ευρώπη σήμερα έχει, κατά μέσο όρο, υψηλότερες τιμές ενέργειας από τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ινδία και την Ιαπωνία. Ως εκ τούτου, η Ευρώπη διατρέχει τον κίνδυνο αποβιομηχάνισης. 

Η Ευρώπη πρέπει να επαναξιολογήσει το οικονομικό της μοντέλο. Πρέπει επίσης να επανεκτιμήσει τους στόχους της για την Πράσινη Μετάβαση / Πράσινη Ανάπτυξη. Ακόμα και πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις κυρώσεις, αρκετοί ειδικοί είχαν εκφράσει την άποψη ότι η Πράσινη Μετάβαση, όπως είχε σχεδιαστεί, συνεπαγόταν τεράστιο κοινωνικοοικονομικό κόστος. Ο Πρόεδρος Τραμπ των ΗΠΑ την απέρριψε εξ ολοκλήρου. Η ΕΕ δεν μπορεί να αγνοήσει το ζήτημα αυτό και πρέπει να αναπροσαρμόσει τους στόχους της. Τονίζω ότι η Πράσινη Ανάπτυξη, περιλαμβανομένης της προστασίας του περιβάλλοντος, δεν θα πρέπει να αλλάξει ως στόχος. Εκείνο που απαιτείται είναι η επανεξέταση του τρόπου υλοποίησής του ούτως ώστε να μειωθεί δραστικά το κοινωνικοοικονομικό κόστος. 

Δεν μπορούμε επίσης να αγνοήσουμε τις υφιστάμενες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ Βόρειας και Νότιας, Δυτικής καθώς και Ανατολικής Ευρώπης. Υπάρχουν διαφορετικές οικονομικές δομές, κοινωνικά αξιακά συστήματα και πολιτικές προτεραιότητες. Επιπλέον, φαίνεται να υπάρχουν πολλές τριβές στο εσωτερικό των περισσότερων κρατών-μελών, με την άνοδο ακραίων πολιτικών ρευμάτων καθώς και του λαϊκισμού. 

Η ΕΕ πρέπει να εργαστεί ώστε να ανακτήσει την αξιοπιστία της και το raison d’être της. Για παράδειγμα, αν συγκρίνει κανείς τη στάση της ΕΕ στις περιπτώσεις της Ουκρανίας και της Κύπρου, παρατηρείται ότι υφίστανται δύο μέτρα και δύο σταθμά. Μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να διατηρηθεί επ’ αόριστον. 

Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να επανεξετάσει την εξωτερική της πολιτική και τις προκλήσεις ασφαλείας. Αναπόφευκτα, πρέπει να διαμορφώσει μια νέα ισορροπία στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Η Ευρωατλαντική Συμμαχία υπήρξε καθοριστική για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και ευημερία στο παρελθόν. Δεν υπάρχει λόγος να μην συνεχίσει να υπάρχει και σήμερα παρά τις υφιστάμενες διαφορές. 

Προφανώς, η κυβέρνηση Τραμπ έχει διαφορετικές αντιλήψεις και θέσεις από τον τέως Πρόεδρο Μπάιντεν σε πολλά ζητήματα. Ο Πρόεδρος Τραμπ θεωρεί την Κίνα ως τη βασική ανταγωνιστική δύναμη των ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, εκτός από την προσπάθεια αναθεώρησης των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, δεν επιθυμεί να δει τη Ρωσία προσκολλημένη στην Κίνα. Έτσι, υπήρξε μια προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας. Η ΕΕ δεν μπορεί να αγνοήσει αυτή την εξέλιξη. Και ανεξάρτητα από τη στάση των ΗΠΑ, είναι ουσιώδες να έχουμε κατά νου ότι η γεωγραφία δεν αλλάζει. Μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας πρέπει επίσης να περιλαμβάνει μια συμφωνία που να εμπλέκει τις ΗΠΑ και τη Ρωσία (όπως συνέβαινε στο παρελθόν). Επιπλέον, ενώ η ΕΕ μπορεί να γίνει μεγάλη συμβατική στρατιωτική δύναμη, δεν μπορεί να καταστεί πυρηνική δύναμη. Οι πραγματικότητες αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά τη διαμόρφωση μιάς κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. 

Η ΕΕ θεωρεί ότι η Τουρκία θα πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Ωστόσο, δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι η Τουρκία κατέχει το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, κράτους-μέλους της ΕΕ, ενώ ταυτόχρονα απειλεί την Ελλάδα. Αυτά τα ζητήματα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Επιπλέον, η Τουρκία εμποδίζει την ηλεκτρική διασύνδεση ενέργειας της Κύπρου με την Ελλάδα και την ΕΕ. Η στάση της Τουρκίας παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο και υποσκάπτει την αξιοπιστία της ως εταίρου της ΕΕ. 

Πέραν αυτών, τα σοβαρά δημοκρατικά ελλείμματα στην Τουρκία, που επανήλθαν στο προσκήνιο με τη σύλληψη του υποψήφιου της αντιπολίτευσης για την Προεδρία και Δημάρχου της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου (και πολλών άλλων), εγείρουν ερωτήματα για τη δυνατότητα συμμετοχής της Τουρκίας σε ευρωπαϊκά κονδύλια, στο πρόγραμμα EU Preparedness 2030 αλλά και για την αμυντική της βιομηχανία. 

Εν κατακλείδι, η ΕΕ πρέπει να επανεξετάσει το κοινωνικοοικονομικό της υπόδειγμα, να καθορίσει τις προκλήσεις ασφαλείας της και να προχωρήσει ανάλογα και με πραγματισμό. Επιπλέον, είναι σημαντικό να δοθεί έμφαση στο ίδιο το αξιακό της σύστημα και να μειωθεί το χάσμα μεταξύ ρητορικής και πραγματικότητας. Τέλος, η ΕΕ πρέπει να ενθαρρύνει περαιτέρω τους θεσμούς της, καθώς και όλα τα κράτη-μέλη, να προωθήσουν τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη την αρχή της αλληλεγγύης. 

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων το οποίο είναι διασυνδεδεμένο με το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.

Keywords
Τυχαία Θέματα