Η Δημόσια Διοίκηση και τα προβλήματα της

Η συντριπτική μερίδα της κοινής γνώμης εκφράζει την άποψη ότι η Δικαιοσύνη και η Δημόσια Διοίκηση είναι οι μεγάλοι «ασθενείς» στη χώρα μας. Η άποψη αυτή —με την οποία, σε μεγάλο βαθμό, συντάσσομαι— στηρίζεται κυρίως: για μεν τη Δικαιοσύνη, στη βραδύτητα απονομής της και στη μη αποτελεσματικότητά της στην πάταξη της εγκληματικότητας· για δε τη Δημόσια Διοίκηση, στο ότι οι ρυθμοί λειτουργίας της δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της εποχής μας και δεν παράγει επαρκές έργο, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, δεν τηρείται η νομιμότητα και επικρατούν η κακοδιοίκηση και η διαφθορά.

Σαφώς, η κυβέρνηση καταβάλλει προσπάθειες για τη βελτίωση της κατάστασης και στους δύο τομείς, κυρίως μέσω της ψηφιοποίησής τους. Για μεν τη Δικαιοσύνη, με την εισαγωγή νέων Κωδίκων —χωρίς όμως, μέχρι στιγμής, απτά αποτελέσματα—, καθώς η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης εξακολουθεί να καθυστερεί, λόγω της μη παράτασης της λειτουργίας των ποινικών ακροατηρίων επί δίωρο. Για δε τη Δημόσια Διοίκηση, με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, περιορίστηκε η γραφειοκρατία και, τουλάχιστον στο Κέντρο, αποκόπηκε η επαφή του πολίτη με τον υπάλληλο. Έτσι όμως, η διοίκηση έγινε απρόσωπη, ενώ στην Περιφέρεια διατηρούνται οι παλιοί ρυθμοί και οι άμεσες επαφές.

Η κυβέρνηση έχει εκδηλώσει την πρόθεσή της να ενεργοποιήσει το λανθάνον δυναμικό των δημοσίων υπαλλήλων, δεδομένου ότι, από τους 54.000 αξιολογημένους υπαλλήλους, μόνο 15.000 κρίθηκαν ως επαρκείς, ενώ το 2023, με το τότε σύστημα αξιολόγησης, το 85% των δημοσίων υπαλλήλων είχαν βαθμολογηθεί ως άριστοι.

Ο Πρωθυπουργός, μιλώντας στη Βουλή, άνοιξε το θέμα της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, τονίζοντας ότι η αξιολόγηση πρέπει να είναι υποχρεωτική και ότι η άρνηση συμμετοχής θα συνιστά ιδιώνυμο πειθαρχικό αδίκημα, με την ποινή της οριστικής παύσης του υπαλλήλου μετά από δύο αρνήσεις.

Με τον ν. 4940/2022 ανατράπηκε το προηγούμενο καθεστώς αξιολόγησης και καθιερώθηκε νέο σύστημα, το οποίο κατήργησε τη βαθμολόγηση και εισήγαγε την κατηγοριοποίηση των υπαλλήλων σε «επαρκείς» και «μη επαρκείς». Το νέο σύστημα προέβλεπε, επίσης, παροχές κινήτρων και ανταμοιβές (bonus), όταν επιτυγχάνονται συγκεκριμένοι στόχοι.

Ωστόσο, σύμφωνα με δήλωση του Πρωθυπουργού, το σύστημα αυτό «δεν περπάτησε» και χρήζει επανεξέτασης.

Προκάλεσε κατάπληξη η είδηση ότι, σύμφωνα με δημοσκόπηση εφημερίδας, το 65% των πολιτών και το —εξωπραγματικά υψηλό— 48% των δημοσίων υπαλλήλων τάσσονται υπέρ της κατάργησης της μονιμότητας στο Δημόσιο. Μάλιστα, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε ότι, στην προσεχή αναθεώρηση του Συντάγματος, η Νέα Δημοκρατία θα ταχθεί υπέρ της κατάργησης του άρθρου 103 παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει τη μονιμότητα.

Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων υπήρξε επί δεκαετίες ένα πολιτικό «ταμπού», το οποίο κανείς δεν τολμούσε να θίξει, εξαιτίας του τεράστιου πολιτικού κόστους. Δεν πιστεύω ότι στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση θα τεθεί τελικά τέτοιο θέμα, καθώς ενδέχεται να προκαλέσει μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις στον δημόσιο τομέα. Επιπλέον, αμφιβάλλω αν, ακόμη κι αν τεθεί, θα μπορέσει να συγκεντρώσει τις απαιτούμενες 180 ψήφους κατά την ψηφοφορία στη Βουλή, δεδομένου ότι απαιτείται η συναίνεση περισσότερων κομμάτων.

Κατά τη προσωπική μου γνώμη, η πλέον επιτυχής αξιοποίηση του υπαλληλικού δυναμικού της χώρας δεν επιτυγχάνεται με οριζόντιες λύσεις, όπως η κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων —η οποία, με τη συνταγματική της καθιέρωση από το Σύνταγμα του 1911, αποτελεί ένα διαχρονικό κεκτημένο—, αλλά μέσω της θέσπισης σειράς μέτρων, στη βάση του υφιστάμενου νομικού καθεστώτος. Συγκεκριμένα:

Η επαναφορά του κωλύματος εντοπιότητας σε κρίσιμους ή ευαίσθητους τομείς του κράτους (όπως η Δικαιοσύνη, η Αστυνομία, η Εφορία, η Πολεοδομία κ.ά.).

Η κατανομή των αρμοδιοτήτων και του ανθρώπινου δυναμικού ανά φορέα και υπηρεσία, σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες και ορθολογικά κριτήρια — και όχι ο συνωστισμός σε καλύτερα αμειβόμενες θέσεις μέσω μετατάξεων, αποσπάσεων ή άλλων μεθόδων.

Η πρόσληψη δημοσίων υπαλλήλων με απολύτως νόμιμες διαδικασίες και όχι μέσω νομιμοποιήσεων εκτάκτων ή συνεργατών πολιτικών.

Η αποτροπή τοποθέτησης σε μετακλητές θέσεις ευθύνης προσώπων με αποκλειστικά πολιτικά κριτήρια.

Η καθιέρωση εσωτερικής κινητικότητας του προσωπικού, με εναλλαγή σε θέσεις ευθύνης.

Η επιλογή σε θέσεις ευθύνης με αξιοκρατικά και όχι πολιτικά κριτήρια.

Η συνεχής αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, με συγκεκριμένες συνέπειες όπου απαιτείται.

Η άσκηση των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιακών προϊσταμένων ως μονομελών πειθαρχικών οργάνων — και όχι με την υπερβολική χρήση Ένορκων Διοικητικών Εξετάσεων (ΕΔΕ), οι οποίες συχνά αποδεικνύονται άσκοπες.

Κατά την προαγωγή των υπαλλήλων, η τοποθέτησή τους σε άλλη υπηρεσία, καθώς σε πολλές περιπτώσεις αδυνατούν να επιβληθούν στους πρώην συναδέλφους τους.

Ο περιορισμός των συνδικαλιστών αποκλειστικά στα συνδικαλιστικά τους καθήκοντα.

Η εντατικοποίηση της πειθαρχικής διαδικασίας και, κυρίως, η ταχεία και αξιόπιστη απονομή της δικαιοσύνης.

Λέανδρος Τ.Ρακιντζής

Αρεοπαγίτης ε.τ.

Keywords