Μπλακ άουτ κατά της υπογεννητικότητας

Με αφορμή το πρόσφατο μπλακ άουτ στην Ιβηρική Χερσόνησο — που άφησε εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς ρεύμα σε Ισπανία και Πορτογαλία — θυμήθηκα το περίφημο μπλακ άουτ του Νοεμβρίου 1965 στη Νέα Υόρκη, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα, εννέα μήνες αργότερα, τη γέννηση αριθμού παιδιών εννεαπλάσιου του κανονικού και έμεινε στην ιστορία ως το «baby boom». Δεν αμφισβητώ γενικά την αποτελεσματικότητα αυτής της... «λύσης», αλλά φοβάμαι ότι, ειδικά για τη χώρα μας, λόγω του μεγέθους του δημογραφικού προβλήματος

και του γηρασμένου πληθυσμού, ακόμη και ένα μπλακ άουτ μεγάλης διάρκειας μάλλον δεν θα ωφελήσει.        

Η χώρα μας, όπως και πολλές ευρωπαϊκές, αντιμετωπίζει τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα, εξαιτίας της υπογεννητικότητας σε συνδυασμό με το αυξημένο προσδόκιμο ζωής, τη μαζική μετανάστευση των νέων σε αναζήτηση καλύτερων συνθηκών, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την αστικοποίηση. Πρόκειται για παράγοντες που, μέσα σε προβλέψιμο χρονικό διάστημα, θα οδηγήσουν σε μείωση του πληθυσμού στους 9,5 εκατομμύρια – υπό την προϋπόθεση μηδενικής μετανάστευσης – και σε γήρανσή του σε τέτοιο βαθμό, ώστε η Ελλάδα να μετατραπεί σε μια «χώρα γερόντων».

Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι έως το 2030, το ένα τρίτο του πληθυσμού θα έχει ξεπεράσει την ηλικία των 60 ετών, ενώ έως το 2050 το ποσοστό αυτό θα φτάσει το ήμισυ του συνολικού πληθυσμού. Η μέση ηλικία, από 39 έτη το 2019, προβλέπεται να ανέλθει στα 49 έτη το 2050. Παράλληλα, στη χώρα μας διαμένει — λόγω του ευνοϊκού κλίματος — μεγάλος αριθμός ηλικιωμένων αλλοδαπών συνταξιούχων από βόρειες χώρες, οι οποίοι συνεχώς αυξάνονται αλλά δεν συμβάλλουν στην αύξηση των γεννήσεων. Αντιθέτως, τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα υπολογίζονται στην αύξηση των γεννήσεων και συμβάλλουν ουσιαστικά σε αυτή.

Από τη δεκαετία του 1960 παρατηρείται στη χώρα μας συνεχής πτώση της γεννητικότητας κάτω από το όριο αναπλήρωσης των γενεών, το οποίο είναι 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Ο δείκτης αυτός έχει μειωθεί σε 1,5 παιδιά ανά γυναίκα, δημιουργώντας αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων/θανάτων και οδηγώντας σε αναστροφή της ηλικιακής πυραμίδας — γεγονός που κατατάσσει την Ελλάδα στις έξι χώρες παγκοσμίως με τον ταχύτερα γηράσκοντα πληθυσμό.

Η γήρανση του πληθυσμού συνεπάγεται τη μείωση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού. Παρά την αξιοποίηση αλλοδαπών εργαζομένων — νόμιμων και μη — στη χώρα μας εξακολουθούν να υπάρχουν περίπου 300.000 κενές θέσεις εργασίας. Το έλλειμμα αυτό δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην οικονομική δραστηριότητα, ενώ επιβαρύνει το ασφαλιστικό σύστημα, καθώς αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός των συνταξιούχων λόγω της ανόδου του προσδόκιμου ζωής.

Παράλληλα, η γήρανση του πληθυσμού συμβάλλει στην εγκατάλειψη και την ερημοποίηση της υπαίθρου, καθώς σε πολλά χωριά — ιδίως τα ορεινά — διαμένουν πλέον μόνο ελάχιστοι υπερήλικες συνταξιούχοι, που επιβιώνουν με οικόσιτη παραγωγή.

Το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, που ίσως αποτελεί το σοβαρότερο ζήτημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί με άμεσα και μετρήσιμα αποτελέσματα — και όχι με στατιστικές που απλώς ευδοκιμούν στα χαρτιά — έχει απασχολήσει εδώ και πολλές δεκαετίες όχι μόνο την ελληνική Πολιτεία, αλλά και τη διεθνή κοινότητα. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης από κρατικούς φορείς, οργανώσεις, ερευνητικά κέντρα, ειδικούς επιστήμονες αλλά και απλούς πολίτες που αγωνιούν και διατυπώνουν δημόσια προτάσεις για την επίλυσή του.

Πρόσφατα, το Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας κατάρτισε Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Δημογραφικό με ορίζοντα το 2035, βασισμένο σε πέντε βασικούς άξονες: 1) Ενίσχυση των γεννήσεων και στήριξη της οικογένειας, 2) Ενίσχυση της απασχόλησης, 3) Διαχείριση της μακροζωίας και της γήρανσης, 4) Τοπική ανάπτυξη και προώθηση της καινοτομίας, και 5) Ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και έρευνα. Το σχέδιο περιλαμβάνει 20 στόχους και 100 επιμέρους δράσεις, με συνολικό προϋπολογισμό 20 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Αν και, εκ πρώτης όψεως, πρόκειται για ένα φιλόδοξο και ολοκληρωμένο σχέδιο, φοβάμαι ότι ενδέχεται να έχει την τύχη πολλών άλλων μεγάλων σχεδίων στα οποία ενεπλάκη η πολιτική τάξη: υψηλό κόστος, περιορισμένα αποτελέσματα και, τελικά, ατελέσφορη εφαρμογή.

Κατά την προσωπική μου άποψη, θα πρέπει να εξεταστεί σε βάθος ποια είναι η σημερινή δημογραφική σύσταση της χώρας, ποια επιθυμούμε να διατηρηθεί πάση θυσία και πώς προβλέπεται να εξελιχθεί τα επόμενα χρόνια. Δεν έχει νόημα να καλύψουμε τα κενά απλώς με εισροή μεταναστών, χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό. Χρειάζεται να μελετήσουμε ποιες θα είναι οι συνέπειες του φαινομένου της υπογεννητικότητας, ώστε να διαμορφώσουμε αποτελεσματικές πολιτικές που θα αυξήσουν τον δείκτη γονιμότητας, με προσαρμογή στα νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα.

Με απλά λόγια, από έναν μη ειδικό: η υπογεννητικότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο μέσω του θεσμού της οικογένειας ανάμεσα σε άτομα δύο φύλων, που παντρεύονται σε νεαρή, γόνιμη ηλικία και έχουν την οικονομική δυνατότητα — από την εργασία τους — να ζουν με ασφάλεια, χωρίς υπερβολικό άγχος. Αυτές οι προϋποθέσεις μπορούν να διασφαλιστούν μόνο με τη γενναιόδωρη στήριξη της Πολιτείας και άλλων κοινωνικών δομών, αλλά και με την ενίσχυση των οικογενειακών δεσμών.

Κάθε νέα οικογένεια που δημιουργείται και φέρνει στον κόσμο περισσότερα παιδιά από τον δείκτη γονιμότητας, αποτελεί μια μικρή εθνική νίκη. Συνεπώς, ο «πόλεμος» κατά της υπογεννητικότητας κερδίζεται σταδιακά, με στοχευμένες και πρακτικές λύσεις, προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα κάθε οικογένειας.

Το πρόβλημα της μείωσης του γηγενούς πληθυσμού δεν είναι καινούργιο· είναι διαχρονικό. Ήδη από την αρχαιότητα, η Αθήνα το αντιμετώπισε μέσω του θεσμού των μετοίκων, οι οποίοι — υπό ορισμένες προϋποθέσεις — μπορούσαν σταδιακά να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη.

***

Λέανδρος Τ.Ρακιντζής, Αρεοπαγίτης ε.τ.

Keywords
Τυχαία Θέματα