Αποτελεσματα "ΑΡΤΕΜΙΣ" 2012-2013

10:52 2/9/2013 - Πηγή: iHunt
Το πρόγραμμα «'Aρτεμις» είναι μια διαρκής μελέτη καταγραφής της κυνηγετικής κάρπωσης και παρακολούθησης των θηραματικών πληθυσμών βάση της ετήσιας ρυθμιστικής. Διανύει το 19ο της ζωής του, είναι έργο της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος και εκπονείται από τετραμελή ομάδα επιστημονικών συνεργατών της.Σ’ αυτό το άρθρο σας παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα του προγράμματος από στοιχεία που συλλέκτηκαν από την κυνηγετική περίοδο 1995-1996 έως και την κυνηγετική περίοδο 2010-2012. Γράφημα 1 Στο γράφημα 1 βλέπουμε ότι τα θηράματα μπεκάτσα, ορτύκι, πετροπέρδικα και νησιώτικη πέρδικα που κυνηγιούνται με
σκύλο φέρμας συγκεντρώνουν το 36,06% των συνολικών κυνηγετικών εξορμήσεων, τα θηράματα του καρτεριού δηλ. τα τσιχλοκότσυφα, το τρυγόνι, τα υδρόβια και παρυδάτια, η φάσσα και το αγριοπερίστερο συγκεντρώνουν το 28,44% του συνόλου των κυνηγετικών εξορμήσεων και τα τριχωτά λαγός, αγριόχοιρος, αγριοκούνελο και αλεπού το 35,06%. Παρακάτω θα παρουσιάσουμε στατιστικά στοιχεία που αφορούν σε πέντε θηράματα που προκαλούν το ενδιαφέρον μεγάλης μερίδας των Ελλήνων κυνηγών. Μπεκάτσα Γράφημα 2.1 Στο γράφημα 2.1 βλέπουμε ότι η κατανομή ακολουθεί την σειρά του μεγέθους (σε έκταση) των κυνηγετικών περιφερειών και αυτό συμβαίνει αφενός γιατί η μπεκάτσα απαντάται και κυνηγιέται σε όλη την Ελλάδα και αφετέρου διότι οι κυνηγοί που συμπληρώνουν το ερωτηματολόγιο “Άρτεμις” προέρχονται και δραστηριοποιούνται σε όλες τις κυνηγετικές περιφέρειες. Γράφημα 2.2 Στο γράφημα 2.2 βλέπουμε την εξέλιξη της αφθονίας του πληθυσμού της μπεκάτσας που δεν είναι άλλοι από τον μέσο αριθμό των μπεκατσών που σηκώνει ο κυνηγός σε μια εξόρμηση και από τον μέσο αριθμό μπεκατσών που θηρεύει αντίστοιχα σε μια εξόρμηση. Φαίνονται λοιπόν οι πολύ πλούσιες χρονιές του 1998-99, 1999-00 και 2007-08 και η φτωχή του 2002-03 στην οποία παρατηρήθηκε κάμψη του πληθυσμού λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας που έπληξε τη χώρα μας τον προηγούμενο χειμώνα του 2001-02. Επίσης φαίνεται η φτωχή χρονιά του 2006-07. Βλέπουμε επίσης ότι η σχέση του “σηκώνω : παίρνω” διατηρείται σταθερή παρά την ενδεχόμενη διακύμανση της αφθονίας του πληθυσμού. Η καμπύλη της κυνηγετικής ζήτησης που εκφράζεται με το ποσοστό των εξορμήσεων της μπεκάτσας ακολουθεί πιστά την αφθονία των πληθυσμών της. Γράφημα 2.3 Στο γράφημα 2.3 φαίνεται η εξέλιξη της μέσης ετήσιας κάρπωσης ανά κυνηγό, δηλαδή η μέση ετήσια “τσάντα” του μπεκατσοκυνηγού, η οποία δείχνει τις πλούσιες και φτωχές χρονιές όπως το γράφημα 2.2. Επίσης φαίνεται ότι η θηραματική προτίμηση των Ελλήνων κυνηγών στη μπεκάτσα κυμαίνεται από 40 έως 65% (ποσοστό κυνηγών που θήρευσαν τουλάχιστον μια μπεκάτσα τη χρονιά) και ακολουθεί πιστά την αφθονία των πληθυσμών της. Λαγός Γράφημα 3.1 Στο γράφημα 3.1 φαίνεται ότι η σειρά των περιφερειών ακολουθεί το μέγεθος της έκτασης τους, εκτός από την περιφέρεια της Κρήτης-Δωδεκανήσου που προηγείται της Ηπείρου παρά την μικρότερη εδαφική της έκταση, διότι στην περιφέρεια αυτή το κυνήγι του λαγού προτιμάται περισσότερο από κάθε άλλη περιφέρεια (30% των κυνηγετικών εξορμήσεων). Γράφημα 3.2 Στο γράφημα 3.2 φαίνεται η πορεία της αφθονίας του θηράματος αυτού στις 17 κυνηγετικές περιόδους μέσα από τους δείκτες θηραματικής αφθονίας, που δεν είναι άλλοι από τους πόσους λαγούς συναντά ο μέσος κυνηγός σε μια κυνηγετική του εξόρμηση και πόσους θηρεύει αντίστοιχα. Βλέπουμε ότι η κυνηγετική ευκαιρία είναι ανάλογη της κάρπωσης και αυτή η αναλογία διατηρείται περίπου σταθερή σε όλα τα χρόνια. Η κυνηγετική ζήτηση του λαγού παρουσιάζει μια ελαφρά ανοδική τάση, η οποία βέβαια τείνει να σταθεροποιηθεί τα τελευταία χρόνια κυμαινόμενη από 15 έως 22%. Γράφημα 3.3 Στο γράφημα 3.3 φαίνεται ότι ενώ η θηραματική προτίμηση του λαγού τα τελευταία χρόνια είναι σταθερή, αντιθέτως η μέση ετήσια κάρπωση του λαγοκυνηγού αυξάνεται. Αυτό σημαίνει ότι οι πληθυσμοί του λαγού διατηρούνται σταθεροί και όταν μειώνεται η κυνηγετική προτίμηση αυξάνεται η μέση ετήσια “τσάντα” του λαγοκυνηγού και αντιστρόφως. Η σταθερότητα των πληθυσμών καταδεικνύεται και από το γράφημα 3.2 όπου ασχέτως με την διακύμανση της κυνηγετικής ζήτησης η συχνότητα συνάντησης του θηράματος όπως και της κάρπωσής του παραμένου σταθερές. Πετροπέρδικα Γράφημα 4.1 Στο γράφημα 4.1 φαίνεται ότι κατανομή των εξορμήσεων για την πετροπέρδικα ακολουθεί πιστά την έκταση των κυνηγετικών περιφερειών. Η κυνηγετική ζήτηση δηλαδή της πετροπέρδικας κατανέμεται αναλογικά σε όλη τη χερσαία Ελλάδα που είναι και η γεωγραφική της εξάπλωση. Γράφημα 4.2 Στο γράφημα 4.2 φαίνεται η εξέλιξη των δύο κυνηγετικών δεικτών αφθονίας των πληθυσμών στα δεκαεπτά χρόνια που είναι σε εφαρμογή το πρόγραμμα, που είναι ο μέσος αριθμός πουλιών που συναντά ο κυνηγός ανά εξόρμηση και ο μέσος αριθμός πουλιών που θηρεύει ο κυνηγός ανά εξόρμηση. Εδώ, ενώ φαίνεται αρχικά μια σταθερότητα στην αφθονία των πληθυσμών με μικρές διακυμάνσεις η κυνηγετική ζήτηση του θηράματος αυτού τέσσερα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αύξηση. Γράφημα 4.3 Επίσης στο γράφημα 4.3 ο δείκτης “μέση κυνηγετική κάρπωση ανά κυνηγό και έτος” που είναι όπως είπαμε και πριν, η μέση ετήσια “τσάντα” των περδικοκυνηγών, έδειξε μια απότομη πτώση την κυνηγετική περίοδο 2005-06 συνοδευόμενη όμως και από αντίστοιχη μείωση της προτίμησης των Ελλήνων κυνηγών προς το θήραμα αυτο. Τα στοιχεία αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πληθυσμοί της πετροπέρδικας χρειάζονται ανάκαμψη και γι αυτό η ΚΣΕ εισηγήθηκε στο αρμόδιο υπουργείο την μετατόπιση της κυνηγετικής περιόδου της πετροπέρδικας και από το 2007 η περίοδος του είδους είναι 1-10 έως 15-12 αντί 15-9 έως 30-11 που ήταν τα προηγούμενα χρόνια. Βέβαια η όποια μείωση παρατηρείται στους πληθυσμούς της πετροπέρδικας τα τελευταία χρόνια οφείλεται στις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει το είδος στην αναπαραγωγική του διαδικασία λόγω του υπερπληθυσμού των εδαφόβιων αρπάγων. Ορτύκι Γράφημα 5.1 Το γράφημα 5.1 που εκφράζει στην ουσία την κατανομή των συλλεχθέντων πληροφοριών για το ορτύκι στην Ελληνική επικράτεια δείχνει ότι η κατανομή ακολουθεί την έκταση των κυνηγετικών περιφερειών, επηρεαζόμενη όμως και από την αφθονία των πληθυσμών. Γράφημα 5.2 Στο γράφημα 5.2 φαίνεται η αφθονία του ορτυκιού σε εθνικό επίπεδο για δεκαεπτά χρόνια εκφρασμένη ως μέσος αριθμός συναντηθέντων θηραμάτων ανά κυνηγό και εξόρμηση κατά έτος (μέση ετήσια κυνηγετική ευκαιρία) και μέσος αριθμός θηρευθέντων θηραμάτων ανά κυνηγό και εξόρμηση κατά έτος (μέση ετήσια κυνηγετική κάρπωση ανά εξόρμηση). Έτσι βλέπουμε ότι κατά βάση οι πληθυσμοί παραμένουν σταθεροί παρά τις όποιες τυχαίες ετήσιες αυξομειώσεις, οι οποίες οφείλονται σε πολλούς βιολογικούς παράγοντες. Χαρακτηριστικό επίσης είναι η σταθερότητα στη σχέση μεταξύ των συναντήσεων και των καρπώσεων. Ο λόγος δηλ. “σηκώνω:παίρνω” παραμένει σταθερός από χρονιά σε χρονιά και κυμαίνεται περίπου στο 50-60%. Θα έλεγε κανείς ίσως ότι το ποσοστό αυτό είναι μεγάλο! Ναι αλλά ας μην ξεχνάνε :Το όριο θήρευσης που είναι 12 πουλιά ανά κυνηγό και εξόρμησηΠόσα δεν σηκώνουμε από αυτά που υπάρχουν και τα προσπερνάμε εμείς και τα σκυλιά μαςΑυτό που βλέπουμε στο γράφημα δεν είναι παρά ένας μέσος όρος που βγαίνει από χιλιάδες περιπτώσεις κάθε χρονιά και που μέσα σ’αυτές, οι μηδενικές κυμαίνονται μεταξύ 10-30%. Η καμπύλη της κυνηγετικής ζήτησης ακολουθεί κατά κανόνα την αφθονία των πληθυσμών και κυμαίνεται από 13 έως 20%, ανάλογα με την αφθονία της χρονιάς. Γράφημα 5.3 Στο γράφημα 5.3 στο οποίο αποτυπώνεται η θηραματική προτίμηση του ορτυκιού φαίνεται ότι το 50 με 62% των Ελλήνων κυνηγών θηρεύουν τουλάχιστον ένα ορτύκι τη χρονιά. Η φθίνουσα τάση των τριών τελευταίων ετών οφείλεται προφανώς στην αποδημία του είδους. Η αφθονία του 2006-2007 που φαίνεται στο γράφημα 5.3 οφείλεται προφανώς στα μεγάλα “περάσματα” της χρονιάς εκείνης. Αγριόχοιρος Γράφημα 6.1 Στο γράφημα 6.1 φαίνεται ότι η ποσοστιαία κατανομή των εξορμήσεων για αγριόχοιρο ακολουθεί τη σειρά του μεγέθους των περιφερειών ενδημίας του και βεβαίως η παρουσία του στην περιφέρεια Αρχιπελάγους διαφαίνεται εδώ αφού η Σάμος διαθέτει πλέον έναν αξιόλογο πληθυσμό του είδους. Γράφημα 6.2 Στο γράφημα 6.2 φαίνεται η εξέλιξη των πληθυσμών του στα 15 χρόνια ζωής του προγράμματος “Αρτεμις” με δείκτες θηραματικής αφθονίας τον μέσο αριθμό ζώων που συναντά ο κυνηγός ανά εξόρμηση (Μέση ετήσια κυνηγετική ευκαιρία) και τον μέσο όρο αριθμών ζώων που θηρεύει ο κυνηγός ανά εξόρμηση (Μέση ετήσια κυνηγετική κάρπωση ανά εξόρμηση). Βλέπουμε μια περιοδικότητα στην αφθονία των πληθυσμών η οποία είναι απόλυτα φυσιολογική και οφείλεται στην περιοδικότητα της πληροκαρπίας (πλήρης καρποφορία) των δασικών δένδρων και κυρίως της δρυός, της οξυάς, και του πρίνου που αποτελούν την κύρια πηγή τροφής του. Επίσης χαρακτηριστικό είναι το χαμηλό μέσο ποσοστό κάρπωσης σε σχέση με τις συναντήσεις το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 10-20%.Επίσης φαίνεται η ανοδική τάση της κυνηγετικής ζήτησης τα τελευταία χρόνια η οποία έχει φτάσει στο 22% την κυνηγετική περίοδο 2007-08. Γράφημα 6.3 Στο γράφημα 6.3 αποτυπώνεται πεντακάθαρα η αυξητική τάση των πληθυσμών του αγριόχοιρου, από την αυξητική τάση της μέσης ετήσιας “τσάντας” των κυνηγών αφενός καιαπό την αυξητική τάση της θηραματικής προτίμησης των Ελλήνων κυνηγών για το θήραμα αυτό αφετέρου. Όμως τα πέντε τελευταία χρόνια στην κυνηγετική προτίμηση παρατηρείται σταθεροτητα. Πηγή : Ετήσιο Έντυπο Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας ΕλλάδοςΔιαβάστε περισσότερα για Αποτελεσματα "ΑΡΤΕΜΙΣ" 2012-2013Προσθήκη νέου σχολίου
Keywords
Τυχαία Θέματα