Ρεπόρτερς

Πρωταθλητής στη φοροδιαφυγή λοιπόν το σινάφι μας. Δήμαρχοι, γιατροί και δημοσιογράφοι στη λίστα συναγωνίζονται ποιος έκρυψε τα περισσότερα. Ένας άλλος δημοσιογράφος κατηγορείται ότι βρέθηκε με 9 εκατ. ευρώ από πρόγραμμα για την από-ναρκοθέτηση.
Πόσοι όμως άλλοι κι άλλοι «συνάδελφοι» δεν κρύβονται καλά σε λίστες, ύποπτα γραφεία, εκδόσεις που ορθολογικά δεν μπορούν να βγάλουν κέρδος κι όμως συνεχίζουν λάθρα το βίο τους. Πόσοι και πόσοι δεν εκβιάζουν ή δηλώνουν με κάθε τρόπο δημοσιογράφοι – ακόμα κι αν δεν αμείβονται από το επάγγελμα - μόνο για να παραμείνουν στο «power game».

Γιατί κακά

τα ψέματα: «η δημοσιογραφία είναι το επάγγελμα που μπορεί να σε πάει παντού, αρκεί να φύγεις νωρίς». Ή πιο σωστά «αρκεί να μείνεις εκτός φυλακής» γιατί οι κακοτοπίες πλέον είναι πολλές.

Ποιοι όμως είναι οι Έλληνες δημοσιογράφοι;

Όταν ξεκίνησα την πορεία μου στο χώρο το 1994, αυτό που θαύμαζα ήταν η πνευματικότητα του επαγγέλματος. Μου άρεσε για παράδειγμα ο Βασίλης Ραφαηλίδης, συγκλονιζόμουν με τη βραχνή φωνή της Μαρίας Ρεζάν, υπέκυπτα στον σνομπίστικα γλυκό Φρέντι Γερμανό που στην ασπρόμαυρη τηλεόραση της οικογένειας μου είχε καταλάβει χώρο ξεχωριστό.

Από το εξωτερικό ξεχώριζαν οι Bob Woodward και Carl Bernstein που στη δεκαετία του ’70 ανάγκασαν με τις αποκαλύψεις τους τον Νίξον σε παραίτηση ή ο Νόρμαν Μέιλερ που έγραφε βιβλία σαν ρεπορτάζ.

Ώσπου η πραγματικότητα του επαγγέλματος αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Άνθρωποι με επαγγελματισμό και όραμα σαφώς υπήρξαν στα 20 αυτά χρόνια που βρίσκομαι στον γαλαξία «δημοσιογραφία». Άνθρωποι καθαροί και με διάθεση αποκάλυψης επίσης. Όμως για να μην λέμε ψέματα, αυτοί υπήρξαν μειοψηφία.

Τραγική κιόλας.

Γιατί η πλειοψηφία που επιβλήθηκε στο χώρο, η ομάδα δηλαδή εκείνη που τον άλωσε ιδιαίτερα μετά το άνοιγμα της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης στα τέλη του ’80 κι αρχές του ’90 ήταν άνθρωποι κοινωνικά απαίδευτοί, πολιτιστικά κατώτεροι των περιστάσεων, δίχως πνευματικότητα και με μοναδικό μεράκι το πώς θα κάνουν λεφτά ή θα αναδειχθούν σε τηλεπερσόνες της συμφοράς, εξασφαλίζοντας μια κενή και κούφια ως προς την κοινωνική της χρησιμότητα αναγνωρισιμότητα. Ήταν τα φτωχόπαιδα που στη δημοσιογραφία βρήκαν τρόπο κοινωνικής καταξίωσης, που μαϊμούδιζαν αστικές συμπεριφορές όπως το κάπνισμα πανάκριβων πούρων, τη γευσιγνωσία κρασιών λες κι άπαντες γεννήθηκαν στο Μπορντό και που σύχναζαν στα σικ στέκια λες και ζούσαν πάντα σε αυτά. Ήταν οι σταρλετίτσες της στιγμής που από κρεβάτι σε κρεβάτι έστησαν καριέρες και που κουνούσαν τα στιλό τους στο τηλεοπτικό κοινό λες και κατείχαν την απόλυτη αλήθεια.

Μιλώ επίσης για τους νταραβεριτζήδες συνδικαλιστές της ΕΣΗΕΑ που με τσιτάτα του Μαρξ και του Λένιν το έπαιζαν αριστεροί δίχως να έχουν διαβάσει ποτέ το Κεφάλαιο και που στο άκουσμα των έργων του Θεοδωράκη δάκρυζαν κοιτώντας το άπειρο, αν και λίγο πιο μπροστά είχαν κάνει σαράντα τεμενάδες στον κάθε Άκη ή Λιάπη.

Με αποθέωση της ευκολίας, με ύφος ξερόλα, «άμπαλοι» ως προς το ρεπορτάζ, δημιούργησαν μια νέα δημοσιογραφία. Αυτήν της αρπαχτής, της κονόμας και του ανούσιου ιλουστρέ. Και να που όπως πέφτει ολόκληρη η χώρα, όπως αποδομούνται τα πολιτικά κόμματα, ήλθε και η δική μας η ώρα. Το δικό μας «ταμείο» για μια δημοσιογραφία που ξόφλησε στη δίνη της ανυποληψίας.

Blogger Δημήτρης Μαρκόπουλος
Keywords
Τυχαία Θέματα