Στο 28,7% η πραγματική ανεργία - Το 2030 θα πέσει κάτω από 10%

Της Μαίρης Λαμπαδίτη

Την δυσοίωνη πρόβλεψη ότι η ανεργία θα πέσει κάτω από το 10% στις αρχές της δεκαετίας του 2030 έκαναν οι συντάκτες της Ενδιάμεσης Έκθεσης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία το 2017.

Ανάμεσα στα μελανά ευρήματα της έκθεσης περιλαμβάνεται και η διαπίστωση ότι το β’ τρίμηνο του 2017 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας κυμαινόταν στο 28,7% (30,8% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016). Το ποσοστό αυτό συνεκτιμά τα πολύ υψηλά ποσοστά της υποαπασχόλησης, η οποία κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει σχεδόν τριπλασιαστεί (από 99 χιλιάδες εργαζομένους το 2008 σε 267 χιλιάδες

το 2017), και απογοητευμένων ανέργων, που επίσης υπερτριπλασιάζεται (από 37 χιλιάδες σε 109 χιλιάδες) την αντίστοιχη περίοδο.

Επίσης , όλοι οι κλάδοι εμφανίζουν μειώσεις οι οποίες κατά μέσο όρο φτάνουν στο 18,1%. Συνεπώς, και ως αποτέλεσμα της κρίσης και της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, σημειώθηκε μια οριζόντια μείωση εισοδημάτων που επηρέασε τη συντριπτική πλειονότητα τών μισθώτών. Δεύτερον, οι κλάδοι στους οποίους εμφανίζονται οι μεγαλύτερες μειώσεις είναι της εκπαίδευσης, της διασκέδασης και του τουρισμού.

Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της Εuropean Union Statistics on Income and Living Conditions (EU-SILC) για το 2015, το 34,7% τών εργαζομένών με πλήρη απασχόληση και το 42,13% τών εργαζομένών με μερική απασχόληση λαμβάνουν μισθό χαμηλότερο του κατώτατου. Το γεγονός ότι ένας αυξανόμενος αριθμός εργαζόμενων και όχι μόνο ανέργων κινείται γύρω και κάτω από το όριο της φτώχειας είναι ένδειξη της εύθραυστης κατάστασης της ελληνικής κοινωνίας.

Ο Επιστημονικός Δ/ντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης, τόνισε με έμφαση το πρόβλημα που δημιουργείται από τη φτωχοποίηση των εργαζομένων και από την κυριαρχία των ευέλικτων μορφών εργασίας.

Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ κ. Γιάννης Παναγόπουλος επικρίνοντας όχι μόνο την οικονομική αλλά και την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης ανέφερε ότι η ΓΣΕΕ δεν έχει κληθεί να παρουσιάσει τις προτάσεις της. Αντίθετα οι εργοδότες και ο κ. Ντράγκι είναι πιο συχνοί συνομιλητές της κυβέρνησης.

Τα κύρια ευρήματά και συμπεράσματα της Ενδιάμεσης Έκθεση είναι τα εξής:

* Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε σημείο καμπής. Για δεύτερη φορά μετά το 2014 αναζητά διέξοδο από την εύθραυστη σταθεροποίησή της στο χαμηλό επίπεδο δραστηριότητας στο οποίο βρίσκεται μετά τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2010-2013.

* Δεν παρατηρούνται οι μακροοικονομικοί και οι παραγωγικοί μετασχηματισμοί που θα δημιουργούσαν ουσιαστικές προϋποθέσεις μετάβασης της οικονομίας προς μια δυναμική και διατηρήσιμη ανάκαμψη.

* Οι επενδύσεις έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο κατά 63% χαμηλότερο από αυτό του α’ τριμήνου του 2008, κάνοντας εμφανές το τεράστιο επενδυτικό κενό στο οποίο έχει περιέλθει η οικονομία. Υπολογίζεται ότι –με βάση τον μέσο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων του 2016– ο όγκος των επενδύσεων θα φτάσει στο επίπεδο του α’ τριμήνου του 2008 το α’ τρίμηνο του 2033.

* Η κατανάλωση έχει σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο χαμηλότερο κατά 24 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο του α’ τριμήνου του 2008. Το επίπεδό της δεν θα είναι διατηρήσιμο δεδομένων των επικείμενων μέτρων λιτότητας και αν δεν υπάρξει ένα ισχυρό σοκ απασχόλησης και εισοδημάτων στην οικονομία.

* Ο όγκος των εξαγωγών σε πραγματικούς όρους απέχει πολύ από το να καταστεί βασικός αναπτυξιακός μοχλός της οικονομίας.

* Παρατηρούνται υψηλά ποσοστά υποαπασχόλησης, η οποία κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει σχεδόν τριπλασιαστεί (από 99 χιλιάδες εργαζομένους το 2008 σε 267 χιλιάδες το 2017), και των απογοητευμένων ανέργων, που επίσης υπερτριπλασιάζεται (από 37 χιλιάδες σε 109 χιλιάδες) την αντίστοιχη περίοδο.

* Η σημαντική αύξηση των επισφαλών θέσεων εργασίας επηρεάζει τη μεταβολή των μισθών, καθώς ο μέσος μισθός των απασχολουμένων με μερική απασχόληση ήταν το 2016 397,67 ευρώ. Η εξέλιξη αυτή επιφέρει σοβαρές μακροοικονομικές επιπτώσεις, καθώς ουσιαστικά λειτουργεί ως κρυφός μηχανισμός λιτότητας.

* Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της EU-SILC για το 2015, το 34,7% των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση και το 42,13% των εργαζομένων με μερική απασχόληση λαμβάνουν μισθό χαμηλότερο του κατώτατου. Το γεγονός ότι ένας αυξανόμενος αριθμός εργαζομένων κινείται γύρω και κάτω από το όριο της φτώχειας είναι ένδειξη της εύθραυστης κατάστασης της ελληνικής κοινωνίας.

Η εκτίμηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αναζητά έναν δυναμικό μηχανισμό δημιουργίας εισοδημάτων και ροών ρευστότητας που θα ενεργοποιήσει διατηρήσιμες επεκτατικές τάσεις στον πραγματικό τομέα, θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης και θα βελτιώσει τη φερεγγυότητα και τη ρευστότητα του τραπεζικού και του δημόσιου τομέα της οικονομίας. Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι προϋπόθεση για την ουσιαστική έξοδο της χώρας από την κρίση χρέους και για τη δημιουργία βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων που θα την αποδεσμεύσουν από την επιτροπεία των δανειστών.

Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο ισορροπημένο μοντέλο ανάπτυξης, ένα επεκτατικό μείγμα εσωστρέφειας και εξωστρέφειας. Η επεκτατική εσωστρέφεια επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη δραστηριοτήτων ικανοποίησης της εγχώριας δαπάνης με υποκατάσταση εισαγωγών. Η επεκτατική εξωστρέφεια επιτυγχάνεται με την αύξηση των εθνικών μεριδίων παραγωγής στην παγκόσμια αγορά.

Keywords
Τυχαία Θέματα