Στο σπίτι το παιδί συνέχεια μου λέει “ΟΧΙ” και δεν ξέρω τι να κάνω για να με ακούσει!

Απαντά η Σοφία Αντύπα, Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια

Η αρνητικότητα ενός παιδιού μέσα στο σπίτι, μπορεί να δημιουργεί μεγάλη αναστάτωση στην οικογένεια καθημερινά. Ένα παιδί που λέει συνέχεια “όχι” σε ότι του πούνε ή ζητήσουν οι γονείς, είναι ένα παιδί που δηλώνει μεγάλη απροθυμία να συνεργαστεί και να υπακούσει. Πολύ συχνά η συμπεριφορά του είναι πρότυπο και για τα αδέρφια του, ιδιαίτερα αν είναι μικρότερα. Κάτι το οποίο μεγεθύνει τη δυσκολία των γονιών, στην αντιμετώπιση της συμπεριφοράς του παιδιού αυτού. Μπορεί οι γονείς αυτοί να νιώσουν απελπισία, αγανάκτηση, και θυμό προς το παιδί

αυτό, με αποτέλεσμα να δημιουργείτε ένταση ανάμεσα και στο ζευγάρι. Τι κάνει λοιπόν ένας γονιός, σε αυτήν την περίπτωση? Πως πρέπει να συμπεριφέρεται απέναντι στο παιδί του?

Καταρχήν χρειάζεται να καταλάβουμε, πως τα παιδιά είναι φυσιολογικό να φέρνουνε κάποιες αντιρρήσεις και να μην δείχνουν στωικότητα σε ότι τους ζητηθεί. Δεν αναφέρομαι στην ηλικία των 2-3 χρόνων, όπου τα παιδιά αρχίζουν να ανεξαρτητοποιούνται και λένε συνέχεια “όχι”. Αναφέρομαι σε πιο μεγάλα παιδιά 7 και 8 χρόνων, που φέρνουνε αντιρρήσεις σε ότι τους ζητηθεί, όπως το να μαζέψουν τα πράγματά τους, να βουρτσίσουν τα δόντια τους, ή να καθίσουν στο τραπέζι να φάνε το φαγητό τους. Η αντίδραση μας σε αυτού του είδους τη συμπεριφορά αν δεν είναι η κατάλληλη, θα δημιουργήσει περαιτέρω εντάσεις και τσακωμούς μέσα στην οικογένεια.

Ένας γονιός μπορεί να θεωρεί πως το παιδί του μέσα από το “όχι”, προσπαθεί να τον χειριστεί, ή πως φέρεται εγωιστικά. Αυτό είναι λάθος, και είναι απαραίτητο οι γονείς να το συνειδητοποιήσουν αυτό ώστε να αλλάξουν την τακτική διαπαιδαγώγησης τους. Η αντίσταση του παιδιού, είναι ενστικτώδης και δηλώνει πως κάτι πάει στραβά. Για αυτό το λόγο λέμε πως το παιδί δηλώνει απροθυμία, όταν νιώθει πως το πιέζουν να κάνει κάτι.

Η απροθυμία ενός παιδιού είναι φυσιολογική και δημιουργείται με σκοπό να το προστατεύει, και να το βοηθήσει να αναπτύξει την προσωπικότητα και την ατομικότητα του. Με άλλα λόγια χρειάζεται να υπάρχει. Γνωρίζουμε πως το πιο σημαντικό πράγμα στην ανάπτυξη ενός παιδιού είναι η σύνδεση που έχει με τους γονείς του. Όταν η σύνδεση αυτή είναι δυνατή τότε το παΐδι ακολουθεί τις υποδείξεις των γονιών και σπάνια φέρνει αντιρρήσεις. Η σύνδεση αυτή όμως όσο δυνατή και φυσιολογική και αν είναι, και όσο καλοί γονείς και αν είστε, δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, όσο το παιδί μεγαλώνει. Η σύνδεση, υπάρχει μαζί σας αλλά όχι πια όλες τις στιγμές της ημέρας. Αυτό σημαίνει, πως αν .π.χ. παίζει με τα παιχνίδια του, εκείνη τη στιγμή είναι συνδεδεμένο με τα παιχνίδια και δεν θα ακούσει αυτό που του λέτε. Ή αν παίζει με μια φίλη, η σύνδεση εκείνη τη στιγμή έχει γίνει με τη φίλη. Αργότερα στην εφηβεία αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο. Για τον ίδιο λόγο, αν το παιδί σας δεν κάνει καλή σύνδεση (σχέση), με το δάσκαλο του στο σχολείο, είναι πολύ πιθανόν να μην τον ακούει και να μην προσέχει το μάθημα στην τάξη.

Ο στόχος λοιπόν είναι να ελαττώσετε την απροθυμία του παιδιού και όχι να την εξαφανίσετε. Όπως είπαμε και παραπάνω, τη χρειάζεται. Η συμβουλή είναι να μην το παίρνετε προσωπικά. Γνωρίζω πως αυτό είναι πολλές φορές πολύ δύσκολο,και πως μπορεί να μην έχετε την υπομονή να το κάνετε, όμως η δική σας αρνητική συμπεριφορά δημιουργεί μεγαλύτερο χάσμα στη σχέση σας κάποιες φορές. Όσο εσείς προσπαθείτε με αυτόν τον τρόπο, τόσο θα μεγεθύνετε την αντιδραστικότητα του παιδιού σας, και θα χαλάτε τη σχέση σας μαζί του. Είναι καλύτερο να προσπαθείτε να έρθετε κοντά του, πριν του υποδείξετε τι θα θέλατε να κάνει. Με τον τρόπο αυτό, το “μαζεύεται” το παιδί, πριν το κατευθύνεται. Το “μάζεμα” σημαίνει πως δημιουργείτε σχέση μαζί του εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Δημιουργείτε πάλι τη σύνδεση μαζί σας.

Για παράδειγμα, αν το παιδί σας παίζει εκείνη τη στιγμή, καθίστε μαζί του λίγο συμμετέχοντας στη δραστηριότητα, και σιγά σιγά του υποδεικνύετε αυτό που θέλετε. Το παιδί έτσι θα νιώσει πως είστε δίπλα του, και θα σας ακούσει. Κάποιοι γονείς λένε πως δεν έχουνε το χρόνο να το κάνουνε αυτό και βιάζονται π.χ. να φύγουνε. Η πραγματικότητα όμως είναι πως θα ξοδέψουν παραπάνω χρόνο αν μπούνε σε αντιπαράθεση και τσακωμούς με το παιδί, π.χ. για να ντυθεί και να φύγουνε, από ότι θα ξόδευε αν έκανε αυτό που προτείνω παραπάνω. Εννοείτε πως το παιδί πρέπει να ακούει τους γονείς και να συμμορφώνετε στους κανόνες του σπιτιού, όμως αυτό γίνεται πολύ πιο εύκολα όταν το παιδί θέλει και επιθυμεί να μας ακούσει, και πολύ δύσκολα όταν το παιδί νιώθει πως το πιέζουμε να μας ακούσει. Τα παιδιά που έχουνε καλή σύνδεση με τους γονείς τους επιθυμούν να ακολουθούν τις υποδείξεις και προτάσεις των γονιών τους, και τους φαίνεται έτσι και αλλιώς λάθος να μην το κάνουνε.

Ένας ακόμα τρόπος αντιμετώπισης είναι να αφήνεται το παιδί να νιώθει κάποιες φορές πως έχει αυτό τον έλεγχο των πραγμάτων. Για παράδειγμα, προτείνετε δυο φαγητά που θα θέλατε και σας είναι εύκολο να μαγειρέψετε και αφήστε το παιδί σας να διαλέξει ποιο θα ήθελε να φάει. Με αυτό τον τρόπο, νιώθει πως αποφασίζει αυτό και εσείς δεν σπαταλάτε παραπάνω ενέργεια.

Είναι αρκετά δύσκολο να έχετε όλα τα παραπάνω στο μυαλό σας μέσα στην καθημερινότητα, όμως προσπαθήσετε να εστιάσετε στις πιο σημαντικές και “μεταβατικές” ώρες της ημέρας. Οι οποίες είναι το πρωί όταν ξυπνάνε, μετά το σχολείο, και το βράδυ πριν κοιμηθούνε τα παιδιά. Σκεφτείτε πως είστε μια οικογένεια, μια ομάδα, που εσείς βασικά την κατευθύνετε! Αν το παιδί σας νιώσει πως είστε δίπλα του τη στιγμή ακριβώς που του μιλάτε, τότε θα επιθυμεί να σας ακούει.

Keywords
Τυχαία Θέματα