«Τα ντοκιμαντέρ πρέπει να έχουν κοινωνική συνείδηση»

Για πόλεμο μαθαίνουν στα ρωσικά σχολεία οι μαθητές, αλλά για ποιον πόλεμο; Αυτόν που η κυβέρνηση Πούτιν θεωρεί ότι ξεκίνησαν οι δυνάμεις των «νεοναζί» της Ουκρανίας; Αυτόν που στέλνει στο πεδίο τους συμμαθητές τους για να τρέχουν στη συνέχεια εκείνοι στα μνήματα; Ή εκείνον που πρέπει πάση θυσία να μην αποκτήσει «ορατότητα» διατηρώντας τη Μόσχα στην απολυταρχική ασφάλειά της; Ο εκπαιδευτικός Πάσα Ταλάνκιν, υποδυόμενος τον υπεύθυνο οπτικοακουστικού υλικού, κινηματογραφεί κρυφά για εκατοντάδες ώρες όσα συμβαίνουν στα μαθήματα

και στους διαδρόμους του λυκείου στο χωριό Καραμπάς μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Το αποτέλεσμα είναι έξι σκληροί δίσκοι τους οποίους παρέδωσε στον σκηνοθέτη Ντέιβιντ Μπορενστάιν για να συν-δημιουργήσουν το ντοκιμαντέρ «Mr Nobody Against Putin», το οποίο παρακολουθήσαμε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (6-16 Μαρτίου). Στις πρώτες εβδομάδες της εισβολής εισάγεται μια νέα πολιτική πατριωτικής εκπαίδευσης και ο Ταλάνκιν, προσπαθώντας να διαχειριστεί την ενοχή του, αποφασίζει να καταγράψει τους τρόπους με τους οποίους ο πόλεμος αλλάζει το σχολείο, τη ζωή και τους συμπατριώτες του, ενώ τελικά αναγκάζεται να σχεδιάσει μια επικίνδυνη απόδραση από τη Ρωσία. Για το ντοκιμαντέρ, το οποίο έτυχε θερμής υποδοχής, μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη Ντέιβιντ Μπορενστάιν.

Γιατί πιστεύεις ότι ο ήρωάς σου αποφάσισε να πάει κόντρα στο ρεύμα στη Ρωσία; Ποιο ήταν το βαθύτερο κίνητρό του;

Οταν άρχισα να μιλάω για πρώτη φορά με τον Πάσα, μου είπε ότι κίνητρό του ήταν να δημιουργήσει ένα ιστορικό αρχείο για το τι συνέβαινε στο σχολείο του. Ανέφερε επίσης ότι ήθελε αυτός ο σκληρός δίσκος να χρησιμεύσει ως υπενθύμιση. Μια υπενθύμιση που θα μπορούσε να μοιραστεί με τους συναδέλφους του και άλλους δασκάλους σε ολόκληρη τη Ρωσία στο μέλλον, ωθώντας τους να αναλογιστούν τη δική τους συνενοχή σε ό,τι συνέβαινε στα παιδιά μέσα στην πατρίδα τους. Αφορούσε λοιπόν τη μνήμη και την ευθύνη, όχι μόνο για το κράτος αλλά και για τους απλούς Ρώσους.

Παρακολουθούμε έναν άνθρωπο που αγαπά την πατρίδα του, αλλά αισθάνεται ότι πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα ενάντια στο καθεστώς του Πούτιν. Πόσο διάχυτο και συνηθισμένο είναι αυτό το συναίσθημα στη σύγχρονη Ρωσία;

Είτε στις ΗΠΑ είτε στο Ισραήλ είτε στη Ρωσία οι γονείς συχνά αισθάνονται άβολα με την ιδέα της εμπλοκής των νέων στον πόλεμο. Κρίνοντας από τη μαζική αντίδραση στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης – και τα εκπληκτικά θετικά σχόλια από αμέτρητους Ρώσους στο Διαδίκτυο – φαίνεται ότι η στάση του Πάσα είναι ευρέως διαδεδομένη, τουλάχιστον μεταξύ εκείνων που αισθάνονται ικανοί να την εκφράσουν. Φυσικά σε μια χώρα όπου η κοινή γνώμη διαμορφώνεται από τον κρατικό έλεγχο και την καταστολή, είναι δύσκολο να μετρηθεί η πλήρης έκταση αυτών των συναισθημάτων. Ωστόσο, η κλίμακα της απάντησης υποδηλώνει ότι ο Πάσα δεν είναι μόνος. Γι’ αυτό πιστεύω ότι αυτή η ταινία αποτελεί μοναδικό κίνδυνο για το καθεστώς. Αυτό που ανάγκασε τον Πάσα να κάνει το βήμα είναι η κατάφωρη υπέρβαση μιας προφανούς και καθολικής ηθικής κόκκινης γραμμής.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στην αποφυγή του συναισθηματισμού ή ενός διδακτικού τόνου στην ταινία;

Η διαδικασία συγγραφής ακολούθησε έναν απλό στόχο: να «συνδέσει» τους θεατές με την οπτική γωνία του Πάσα, να τους οδηγήσει να νιώσουν αυτό που νιώθει. Ο Πάσα είναι συναισθηματικός άνθρωπος. Νοιάζεται βαθιά για την τάξη του, τους μαθητές του και το Καραμπάς – ειδικά όταν αντιμετωπίζει την αποκαρδιωτική ανάγκη να τους αφήσει όλους πίσω. Το να απογυμνώσει η ταινία αυτά τα συναισθήματα για χάρη της αισθητικής θα σήμαινε ότι αγνοούσε το πιο ουσιαστικό μέρος της ιστορίας. Η αποφυγή του διδακτισμού είναι σημαντική για μένα, αν και ίσως τον ορίζω με τον δικό μου τρόπο. Δεν υπάρχουν ειδικοί ή επίσημοι σε αυτή την ταινία, αλλά εξίσου σημαντικό είναι ότι δεν προσποιείται πως είναι ουδέτερη – μια επιλογή που έχω κάνει στη δημιουργία ταινιών μου για την οποία νιώθω όλο και πιο άβολα. Κάποιοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι η χρήση του voice over είναι διδακτική, αλλά αξίζει να ληφθεί υπόψη ότι η vérité αισθητική – μια αισθητική και τίποτα περισσότερο – εμπλέκεται επίσης με τη δική της μορφή διδακτισμού παρουσιάζοντας αυτό που προσφέρει ως αφιλτράριστη πρόσβαση στην πραγματικότητα. Φυσικά, καμία ταινία δεν μπορεί να είναι εντελώς απαλλαγμένη από στυλιζάρισμα ή ερμηνεία των γεγονότων. Στη δική μου υπάρχει μια σκόπιμα ανοιχτή θέση, που ενθαρρύνει τους θεατές να δουν την προοπτική γι’ αυτό που είναι: μια άποψη παρά μια απόλυτη αλήθεια. Πιστεύω ότι αυτή η προσέγγιση αποφεύγει τον διδακτισμό, ενώ παραμένει ειλικρινής σχετικά με την υποκειμενικότητα της ταινίας.

Με ποια παράδοση ή «κουλτούρα» ντοκιμαντέρ αισθάνεστε πιο κοντά;

Λατρεύω την παράδοση του Τζον Γκρίρσον (σ.σ.: σκωτσέζος ντοκιμαντερίστας που γύρισε φιλμ στις αρχές του 20ού αιώνα). Συνιστώ ανεπιφύλακτα το «Hitchcock on Grierson», όπου ο Χίτσκοκ μιλάει για το έργο του. Σε ταινίες όπως το «Night Mail» ο Γκρίρσον και οι συνεργάτες του δημιούργησαν εκπληκτικά καλλιτεχνικές ταινίες στις δεκαετίες του 1930 και του 1940, χρησιμοποιώντας ριζοσπαστικές τεχνικές με τρόπους που σπάνια βλέπουμε σήμερα. Ωστόσο, τα έκαναν όλα αυτά ενώ απέρριψαν την ίδια την ιδέα της «καλλιτεχνικής ταινίας». Συμμερίζομαι την πεποίθησή τους ότι τα ντοκιμαντέρ πρέπει να έχουν κοινωνική συνείδηση και να καθοδηγούνται από μια αίσθηση αποστολής. Πιστεύω δε ότι η ύπαρξη μιας ισχυρής αποστολής είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να εμπνεύσει κανείς τη δημιουργικότητα και την καλλιτεχνική καινοτομία. Φυσικά, αυτή είναι μόνο μία προσέγγιση μεταξύ πολλών, αλλά θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα επιτακτική.

Keywords
Τυχαία Θέματα